Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία των κοινωνιών που αποδεικνύονται καθοριστικές γιατί επηρεάζουν με βαθύ τρόπο τις εξελίξεις κατορθώνοντας να διαμορφώσουν τη συλλογική κοινωνική συνείδηση για πολύ καιρό μετά. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009 και η προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης αποτελούν μια τέτοια περίοδο σταθμό για την εξέλιξη των αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί η οικονομική κρίση να μη συγκρίνεται με τη σημασία και τη δραματικότητα προγενέστερων συγκρούσεων, όπως αυτή του Εμφυλίου ή του εθνικού διχασμού, εντούτοις δεν μπορεί να αγνοηθεί πως μέσα στις συνθήκες της σημερινής οικονομικής κρίσης γεννήθηκε μια νέα βαθιά κοινωνικοπολιτική διαίρεση που οι συνέπειές της είναι αντιληπτές σε πολλά επίπεδα.
Η αντίθεση γύρω από το μνημόνιο και συνολικότερα η συζήτηση για τη στάση που θα έπρεπε να υιοθετηθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων λειτούργησαν ως μια νέα διαιρετική τομή στη χώρα. Είναι η πρώτη φορά μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση που το ζήτημα της θέσης της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα (κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με το κοινό νόμισμα) απασχόλησε τόσο πολύ τη δημόσια συζήτηση και τη δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ κομμάτων, πολιτικών ηγεσιών αλλά και απλών πολιτών.
Η οικονομική κρίση και το μνημόνιο επηρέασαν τα δεδομένα συμβάλλοντας στην αλλαγή στάσεων έναντι της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η φιλοευρωπαϊκή στάση, που ήταν απόλυτα κυρίαρχη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υποχώρησε σημαντικά. Ο αντιευρωπαϊσμός τροφοδοτήθηκε τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά, ενισχύοντας παλαιότερες τάσεις αλλά και δημιουργώντας νέες. Τα τελευταία δύο χρόνια τα ευρήματα της «διαΝΕΟσις» φανερώνουν ξεκάθαρα αυτή την τάση.
Η πλειονότητα των Ελλήνων που αποτιμά ως θετική τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. συνολικώς περιορίστηκε από 69% τον Απρίλιο του 2015 σε 54% τον Δεκέμβριο του 2016, ενώ αντίθετα ενισχύθηκαν σημαντικά (από 30% σε περίπου 44%) όσοι αποτιμούν αρνητικά την παρουσία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οπως έγραφε ο Γεράσιμος Μοσχονάς στα συμπεράσματα των δύο πρώτων κυμάτων ερευνών τού «τι πιστεύουν οι Ελληνες», η θετική αποτίμηση της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε. παραμένει κυρίαρχη, αλλά οι ρωγμές στη στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας είναι πλέον ορατές και σημαντικές. Αυτή τη στιγμή, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σαφής φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία.
Γενικότερα, δεν αποτυπώνεται απλώς ένας διχασμός γύρω από το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά μια συνολικότερη αντίθεση, μια αντίθεση δηλαδή με ευρύτερα χαρακτηριστικά, που ο Νικηφόρος Διαμαντούρος ορίζει ως «πολιτισμικό δυϊσμό». Πρόκειται για τις «δύο Ελλάδες», στις οποίες επανειλημμένα αναλυτές έχουν αναφερθεί: η μία πιο παραδοσιακή και κλειστή και η άλλη πιο ανοικτή και νεωτερική.
Με απλά λόγια, παρατηρούμε την ανάδειξη ενός ισχυρού και δυνητικά απειλητικού ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος αμφισβητεί τη σημασία της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο ευρωσκεπτικισμός αυτός είναι απειλητικός γιατί δεν αφορά απλώς μια πολιτισμική αντιπαράθεση ή διαφοροποίηση, αλλά γιατί «επιτίθεται» στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊστικής ιδεολογίας που είναι εν προκειμένω η οικονομία.
Είναι χαρακτηριστικό πως στην τελευταία έρευνα της «διαΝΕΟσις» (Δεκέμβριος 2016) περίπου ένας στους δύο πολίτες (48,8%) πιστεύει πως η Ελλάδα βγήκε ζημιωμένη από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας. Το ποσοστό αυτό μάλιστα ανέβηκε κατά 10 μονάδες μέσα σε ενάμιση χρόνο, ενώ μόλις ένας στους τέσσερις πολίτες εκτιμά πως η Ελλάδα βγήκε ωφελημένη. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί πως, για την κοινή γνώμη, η σημερινή κρίση δεν αποδίδεται στην Ε.Ε. ούτε στους ξένους γενικότερα, αλλά κυρίως στις δικές μας αδυναμίες ως χώρας και ως πολιτικού συστήματος. Απογοήτευση έναντι της Ε.Ε. παρατηρείται και σε άλλα ζητήματα, όπως η οργάνωση του κράτους, η αντιμετώπιση του προσφυγικού, η κοινωνική δικαιοσύνη, η προώθηση των «εθνικών θεμάτων».
Μέχρι τώρα, η απουσία ενός ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού κόμματος λειτουργούσε ως δικλίδα ασφαλείας για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Τίποτε πια δεν αποκλείει ένα τέτοιο πολιτικό κόμμα να εμφανιστεί στο μέλλον. Ο κίνδυνος πλέον είναι ορατός στον ορίζοντα.
*Ο κ. Ν. Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ