Η ΥΠ. ΑΡΙΘΜ. 1566/2017
Το Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την έφεση εισπρακτικής εταιρίας και της τράπεζας που εκπροσωπούσε και την υποχρέωσε να καταβάλει αποζημίωση 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη !!!
Σε πρώτο βαθμό, το 2012, το Ειρηνοδικείο Αθηνών είχε επιδικάσει αποζημίωση 3.000 ευρώ σε κάτοικο της Αθήνας, κρίνοντας ότι τα συνεχή και προσβλητικά τηλεφωνήματα που δεχόταν από εισπρακτική εταιρία, για ανύπαρκτη μάλιστα οφειλή του, συνιστούν προσβολή για την προσωπικότητά του.
Διαρκείς πιέσεις
Με βάση δε την απόφαση εκείνη, η προσβολή στην προσωπικότητα θα αναγνωριζόταν ακόμα και αν η οφειλή ήταν υπαρκτή. Με άλλα λόγια, οι εισπρακτικές εταιρίες δεν δικαιούνται να ενοχλούν διαρκώς και να πιέζουν παράνομα τους πολίτες, ακόμα και στην περίπτωση που εκείνοι πράγματι έχουν οφειλές προς κάποια τράπεζα ή κάποια άλλη εταιρία.
Η εισπρακτική, που λειτουργούσε για λογαριασμό μεγάλης τράπεζας, άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Την περασμένη εβδομάδα το Πρωτοδικείο δικαίωσε εκ νέου τον πολίτη με μια ιστορικής σημασίας απόφαση. Οι υπάλληλοι της εισπρακτικής, σημειώνει η απόφαση, «τον κάλεσαν επανειλημμένα και του ζητούσαν με τρόπο επίμονο και πιεστικό να λάβουν γνώση περί της πορείας της αμφισβητήσεως (της οφειλής του) και του ζητούσαν επιτακτικά να τους αναφέρει τα προσωπικά του στοιχεία».
«Η υπ. αριθμ. 1566/2017 εφετειακή απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποτελεί πλέον ένα πολύ σημαντικό νομολογιακό δεδομένο» τονίζει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο Λάμπρος Ντουματσάς, ο δικηγόρος που κέρδισε τη δίκη τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό. «Κρίνει τελεσίδικα ότι τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρίες προς οφειλέτες, στους οποίους απευθύνονται με τρόπο πιεστικό και προσβλητικό, υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και επομένως προσβάλλουν την προσωπικότητα των οφειλετών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό δικαιούνται αποζημίωσης».
Η εισπρακτική, όπως αποδείχθηκε, τηλεφωνούσε εκτός από το κινητό και στο γραφείο του οφειλέτη, που μάλιστα κατά το παρελθόν δεν είχε το παραμικρό χρέος προς οποιονδήποτε. Οπως υπογραμμίζει το δικαστήριο, είχαν φτάσει στο σημείο να τηλεφωνήσουν και να έρθουν «σε επικοινωνία και με τον πατέρα του, στον οποίο συνέστησαν να τον προτρέψει να εξοφλήσει τη σε βάρος του προβαλλόμενη απαίτηση της τράπεζας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρώτο τηλεφώνημα από την εισπρακτική εταιρία ο πολίτης ενημέρωσε ότι το ποσό των 1.100 ευρώ που οφείλει στην τράπεζα προέρχεται από αναλήψεις που είχαν γίνει με την πιστωτική κάρτα του που είχε κλαπεί. Ο ίδιος μάλιστα είχε δηλώσει εγκαίρως την κλοπή. Αφού τηλεφώνησε στην τράπεζα για να διαμαρτυρηθεί για το γεγονός αυτό, υπέβαλε στη συνέχεια αίτηση αμφισβήτησης της εις βάρος του οφειλής, όπως ακριβώς τον συμβούλευσε να κάνει ο υπάλληλος της τράπεζας με τον οποίο συνομίλησε.
Δεν πτοήθηκαν
Αυτό ουδόλως πτόησε την εισπρακτική εταιρία. Παρά το γεγονός ότι εξήγησε στον υπάλληλο που τον ξανακάλεσε ακριβώς τι είχε συμβεί, συνέχισε να δέχεται καταιγισμό τηλεφωνημάτων από αυτούς, με τους υπαλλήλους να του ζητούν με πιεστικό και αγενέστατο τρόπο να καταβάλει το ποσό στην τράπεζα.
Το δικαστήριο αναγνωρίζει με τρόπο κατηγορηματικό ότι οι «επί τρίμηνο διαρκείς οχλήσεις προς τον εφεσίβλητο προς τον οποίο απευθύνονταν με τρόπο πιεστικό, προσβλητικό και υποτιμητικό, αντιμετωπίζοντας αυτόν, τόσο προσωπικά όσο και έναντι του οικογενειακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος, ως πρόσωπο αφερέγγυο και ανειλικρινές, με αποτέλεσμα να του δημιουργήσουν εύλογη αναστάτωση και αισθήματα θυμού».
«Η συμπεριφορά της εισπρακτικής εταιρίας υπερέβη το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και προσέβαλε επανειλημμένα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου, τόσο ως συναλλασσομένου όσο και ως επαγγελματία» καταλήγει η απόφαση του δικαστηρίου, που δημιουργεί νέα δεδομένα, υπέρ των πολιτών, στο μείζον ζήτημα της δράσης των εισπρακτικών εταιριών.