Μεγάλη υποχώρηση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και υψηλή ανεργία, οδηγούν σε φτωχοποίηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση απορρέει αφενός από τη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου από την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους.
Αυξανόμενο είναι επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015). Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015.
Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%. Εξετάζοντας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή μόνο επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, συνδυασμός υψηλής ανεργίας, και ειδικά της υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κάλυψη των ανέργων οδηγεί σεεντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των εργαζομένων, γεγονός που θα είχε αρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε σχέση με το επίπεδο του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα παρατηρούμε από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (β΄ τρίμηνο του 2016) την εξής κατανομή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών και του ποσοστού των μισθωτών, που αμείβονται αντίστοιχα:
- Κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ),
- μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).
- Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Στη διάρκεια του 2016 η κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων παρέμεινε αμετάβλητη, καθώς εξακολουθούσαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ. Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.
Η περίοδος 2010-2015 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφέρουμε ότι το ποσοστό των εργαζομένων στο όριο της φτώχειας που έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περίπου τριπλάσιο από εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τα ευρήματα αυτά καθιστούν προφανές πως οι σταθερές σχέσεις απασχόλησης όχι μόνο περιορίζουν την αβεβαιότητα των εργαζομένων ως προς το εργασιακό μέλλον τους, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζουν και ένα σαφώς καλύτερο βιοτικό επίπεδο.
Βέβαια, παρατηρούμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας. Εξαίρεση συνιστούν οι εργαζόμενοι με συμβάσεις αορίστου χρόνου στους οποίους το αντίστοιχο ποσοστό παρουσιάζει πτώση μεταξύ των ετών 2009 και 2015. Η μείωση αυτή υποδεικνύει πως η σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου θωρακίζει τους εργαζομένους από τη γενικότερη τάση επιδείνωσης των όρων διαβίωσης και φτωχοποίησής τους.