ΑΠ 411 / 2016
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πάσσο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Ν. Σ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: … που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της Α. Κ. και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/9/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 49/2013 μη οριστική, 141/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3956/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/10/2015 αίτησή του και τους από 19/3/2016 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 4/5/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ομοσπονδίας την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης για το δικαίωμα που κρίθηκε, για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη η μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο.
Περαιτέρω από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών των οποίων ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί ή ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (Ολ ΑΠ 10/2002).
Τέλος, ειδικότερα, σε διαρκή έννομη σχέση, από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α. κ.λ.π. οι τελεσίδικες αποφάσεις που κρίνουν επί μέρους αιτήματα, ως συνέπειες της διαρκούς έννομης σχέσης έστω και, κατά τα παραπάνω, εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασμένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο μέλλον, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών, εφόσον παραμένει αμετάβλητο το νομικό καθεστώς (Ολ ΑΠ 1/2005).
Έτσι, μεταξύ άλλων, καλύπτονται από το δεδικασμένο ο χαρακτήρας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός που δόθηκε από την απόφαση στην έννομη σχέση και το κύρος της σύμβασης εργασίας και της τυχόν καταγγελίας της. Η κατάφαση ή η άρνηση στην απόφαση εννόμων σχέσεων, που δεν ανάγονται σε στοιχεία του πραγματικού του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, στον οποίο θεμελιώνεται η διαγνωσθείσα από την απόφαση έννομη συνέπεια, αλλά απλώς χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα στη δικαστική απόφαση, δεν περιβάλλονται με ισχύ δεδικασμένου. Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την “παράβαση νόμου”, δηλαδή τη ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτά έχουν την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχεται με βάση αυτή η σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κώδικα περί δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν.δ. 3790/1957, ορίζει ότι “εν περιπτώσει λύσεως της συμβάσεως δια καταγγελίας του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει την συμπεφωνημένην εντός των ορίων του άρθρου 92 του παρόντος αμοιβήν του, μέχρι πλήρους αποζημιώσεως”. Από αυτή τη διάταξη σαφώς προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως και επομένως η σύμβαση που καταγγέλθηκε, λύεται οπωσδήποτε, η δε υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημιώσεως είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημιώσεως. Πρόκειται δηλαδή, για μη νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 του ΑΚ εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο. Το πταίσμα όμως τούτο, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής πλήρους της αποζημιώσεως. Γίνεται δηλαδή στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής. Μπορεί όμως ο εντολέας το μαχητό αυτό τεκμήριο να το ανατρέψει και να απαλλαγεί αν επικαλεστεί και αποδείξει, ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημιώσεως, οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της (Ολ ΑΠ 570/1986, ΑΠ 1239/2014, ΑΠ 249/2012, ΑΠ 1250/2009). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1317/2015, ΑΠ 1166/2014). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΑΠ 1317/2015, ΑΠ 1166/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα, για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων- αναιρεσείων άσκησε κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17-12-2008 αγωγή του, με την οποία, επικαλούμενος σύμβαση έμμισθης εντολής, με βάση την οποία προσλήφθηκε από την εναγομένη-αναιρεσίβλητη από τον Μάιο του έτους 1975, για να παρέχει τις υπηρεσίες του, ως δικηγόρος, έναντι πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας και απασχόλησή του μέχρι την 22-10-2008, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβασή του, με καταβολή μειωμένης αποζημιώσεως, ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασής του ως καταχρηστική, αλλά και λόγω της μη καταβολής της πλήρους αποζημιώσεως, επικουρικά δε για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ως έγκυρη η καταγγελία να του καταβάλει η εναγομένη το ποσό των 15.960 ευρώ ως υπόλοιπο της αποζημιώσεώς του. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 55/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δέχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν έγκυρη και όχι καταχρηστική, επιπλέον δε ότι του καταβλήθηκε από την εναγομένη πλήρης αποζημίωση και όχι μειωμένη, αφού έκρινε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγομένη με σύμβαση έμμισθης εντολής, που καταρτίσθηκε τον Μάρτιο του έτους 1995 και όχι τον Μάιο του έτους 1975, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Ακολούθως κατόπιν ασκήσεως έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2459/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, καθόσον με την υπ’ αριθμ. 1645/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η από 5-1-2012 αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου η εναγομένη. Με την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, ότι ο ενάγων τον Μάιο του έτους 1975 συνήψε με την εναγομένη σύμβαση έμμισθης εντολής επί παγία αντιμισθία, ως νομικός σύμβουλος αυτής, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν έγκυρη και όχι καταχρηστική, πλην όμως δικαιούται αυτός επιπλέον για αποζημίωσή του λόγω της καταγγελίας της ως άνω σύμβασής του, το ποσό των 15.960 ευρώ, καθόσον η έναρξη της σύμβασής του αναγόταν στην ανωτέρω ημερομηνία και όχι στις 1-3-1995, όπως ισχυριζόταν η εναγομένη. Ειδικότερα αναφορικά με τον χρόνο έναρξης της συνεργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη υπ’ αριθμ. 5105/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διορίσθηκε στην εναγομένη προσωρινή διοίκηση, με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια αρχαιρεσιών για την εκλογή νέας τακτικής διοίκησης μέσα σε διάστημα δύο μηνών. Ο ενάγων παρά την έντονη αντιπαράθεση που υπήρχε μεταξύ της απερχόμενης διοίκησης υπό τον τότε Πρόεδρο Γ. Π. και της διορισθείσας νέας, εκπροσωπώντας την απελθούσα διοίκηση, συνέταξε και κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης διορισμού της προσωρινής διοίκησης, καθώς και αίτηση αναστολής της απόφασης αυτής, τα δικόγραφα των οποίων υπέγραφε η συνεργάτιδά του Μ. Χ.. Λόγω των ενεργειών του αυτών η διορισθείσα προσωρινή διοίκηση της εναγομένης Ομοσπονδίας απέστειλε σ’ αυτόν την από 14-8-2008 εξώδικη διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 20-8-2008, με την οποία τον καλούσε να παύσει άμεσα τόσον αυτός, όσο και οι συνεργάτες του να ενεργούν οτιδήποτε επ’ ονόματι της Ομοσπονδίας, δεδομένου ότι τα πρόσωπα της παλαιάς διοίκησης, από τα οποία αντλούσε αυτός τη σχετική εντολή, δεν είχαν πλέον εξουσία εκπροσώπησης της εναγομένης. Επίσης του ζητούσαν να τους ενημερώσει εγγράφως, εάν υφίσταται δίκη κατά της Ομοσπονδίας ή του έχει ανατεθεί οποιαδήποτε δίκη και γενικότερα εάν εκκρεμεί δίκη ή άλλη υπόθεση. Πριν από την αποστολή της πιο πάνω από 14-8-2008 εξώδικης διαμαρτυρίας ο ενάγων είχε αποστείλει στον Χ. Τ., Πρόεδρο της προσωρινής Διοίκησης, το από 5-8-2008 έγγραφό του, στο οποίο, αφού ανέφερε ότι συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ως νομικός σύμβουλος, από το Μάιο του έτους 1975, επεσήμαινε στη συνέχεια ότι είναι υποχρεωτική η παρουσία του σ’ όλα τα Διοικητικά Συμβούλια και τις Γενικές Συνελεύσεις της εναγομένης για την ορθή νομική διατύπωση στα πρακτικά όλων των αποφάσεων των εν λόγω οργάνων. Και ενώ η προσωρινή Διοίκηση είχε αναλάβει τα καθήκοντά της, είχε προκηρύξει εκλογές και την 17-9-2008 εξελέγη νέα διοίκηση, ο εκκαλών δεν ενημέρωσε, όπως όφειλε, την εναγομένη για τις υπάρχουσες δικαστικές εκκρεμότητες. Μάλιστα την 17-9-2008 που ο ενάγων επιχείρησε να παραστεί στη Γενική Συνέλευση της εναγομένης για τη διεξαγωγή των αρχαιρεσιών, μεταξύ αυτού και του αναδειχθέντος από τις εκλογές αυτές Προέδρου του Δ.Σ. της εναγομένης Α. Κ. έλαβε χώρα επεισόδιο, διότι δεν του επετράπη η είσοδος και η παράσταση στη Γενική Συνέλευση. Για το λόγο αυτό ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή κατά του Α. Κ., με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη η προσωπικότητά του από το επεισόδιο της 17-9-2008 το ποσό των 99.950 ευρώ, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει το ποσό των 50 ευρώ στα ποινικά δικαστήρια, όπου θα παρίστατο ως πολιτικός ενάγων επί της κατατεθείσης μηνύσεώς του σε βάρος του Α. Κ. Επίσης κατέθεσε και την από 2-10-2008 αγωγή του κατά της νεοεκλεγείσας διοίκησης της εναγομένης, με την οποία ζητούσε την καταβολή ποσού 21.470 ευρώ για την αντιμισθία του μηνός Σεπτεμβρίου 2008 από 1520 ευρώ καθώς και 19.950 ευρώ για ηθική βλάβη, επιφυλασσόμενος και πάλι κατά το ποσό των 50 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά δικαστήρια, όπου θα προσέφευγε για την ποινική τιμωρία της νεοεκλεγείσας διοίκησης της εναγομένης. Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά καθίσταται φανερό ότι ο ενάγων με τη συμπεριφορά του προκάλεσε κατά κάποιο τρόπο την απόφαση στην νεοεκλεγείσα Διοίκηση της εναγομένης να καταγγείλει την έμμισθη εντολή της προς αυτόν. Ειδικότερα, ενώ όφειλε ως δικηγόρος της εναγομένης να τηρήσει αποστάσεις και να μην πάρει θέση στη διαμάχη μεταξύ της απελθούσας διοίκησης και της διορισθείσας νέας προσωρινής διοίκησης, προσπάθησε με τον τρόπο που προαναφέρθηκε να αποτρέψει την εγκατάσταση της διορισθείσας νέας προσωρινής διοίκησης, ενώ δεν έδειξε πνεύμα συνεργασίας τόσο με την προσωρινή διοίκηση, αφού δεν την ενημέρωσε για τις υποθέσεις της Ομοσπονδίας, όσο και με την νεοεκλεγείσα διοίκηση την οποία επίσης δεν ενημέρωσε, με εξαίρεση την από 6-10-2008 επιστολή του με την οποία την ενημέρωνε για την εκδίκαση υπόθεσης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων κατά τη δικάσιμο της 22-10-2008. Η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας με τη νέα διοίκηση, συνδυαζόμενη με την εκ μέρους του ενάγοντος υποβολή μηνύσεων και αγωγών κατά των μελών της νέας διοίκησης, εύλογο ήταν να δημιουργήσει αρνητικό κλίμα στις σχέσεις τους και να κλονίσει τη σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των συνεργαζομένων μερών και στην προκειμένη περίπτωση του ενάγοντος ως δικηγόρου και των μελών της διοίκησης της εναγομένης για την ευδοκίμηση του έργου τους. Συνακόλουθα των όσων προαναφέρθηκαν η απόφαση των μελών της νέας διοίκησης της εναγομένης για καταγγελία της έμμισθης εντολής του ενάγοντος στις 22-10-2008 δεν ενέχει στοιχεία εκδικητικότητας, ούτε κρίνεται ως καταχρηστική, αλλά ελήφθη λόγω της ελλείψεως πνεύματος συνεργασίας του ενάγοντος και εκ του λόγου αυτού κλονισμού της σχέσης εμπιστοσύνης των μελών της νέας διοίκησης προς αυτόν, όπως κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου με την πιο πάνω μ’ αριθμό 2459/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι στο έγγραφο της από 22-10-2008 καταγγελίας, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 23-10-2008, αναφέρονταν τόσον οι λόγοι που οδήγησαν την εναγομένη στην καταγγελία της επίδικης σύμβασης έμμισθης, εντολής, όσον και το ποσό της αποζημιώσεως που η τελευταία προσέφερε σ’ αυτόν λόγω της καταγγελίας που ανερχόταν στο ποσό των 29.640 ευρώ. Συγκεκριμένα στο ως άνω έγγραφο ρητά αναφερόταν ότι για τον υπολογισμό της πιο πάνω αποζημιώσεως η εναγομένη έλαβε υπόψη της ως χρόνο έναρξης της συνεργασίας του ενάγοντος μ’ αυτή με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία την 1-3-1995, καθώς και το ποσό της συμφωνημένης και καταβαλλόμενης μηνιαίας αντιμισθίας του, που ανερχόταν στο ποσό των 1520 ευρώ. Ειδικότερα η εναγομένη στο έγγραφο της καταγγελίας ανέφερε ότι κατέληξε στην πιο πάνω ημεροχρονολογία, ως χρόνο έναρξης της συνεργασίας της με τον ενάγοντα με την παραπάνω σχέση, για το λόγο ότι μετά από ενδελεχή έρευνα των στοιχείων του λογιστηρίου και γενικότερα του αρχείου της, την οποία διενήργησε, ενόψει της συνεδρίασης της 15-10-2008, οπότε και λήφθηκε η απόφαση για την καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος, δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να μαρτυρεί έστω και έμμεσα την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης πάγιας αντιμισθίας ανάμεσα σ’ αυτή και τον ενάγοντα πριν από τον Μάρτιο του έτους 1995, πολύ δε περισσότερο σχέση που να ξεκινά από το έτος 1975, όπως υποστήριξε ο ενάγων στα εξώδικα που της είχε αποστείλει. Επιπροσθέτως στο ίδιο πάντα έγγραφο ανέφερε ότι δεν υπάρχει ούτε στα αρχεία της, αλλά ούτε έχει κατατεθεί στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, οποιαδήποτε σύμβαση έμμισθης εντολής ανάμεσα σ’ αυτήν και τον ενάγοντα, αλλά ούτε και ο τελευταίος, παρότι κλήθηκε επανειλημμένα από την προσωρινή διοίκηση, της έχει προσκομίσει μέχρι σήμερα (22-10-2008) οποιαδήποτε σύμβαση. Πράγματι μετά την αποστολή εκ μέρους του ενάγοντος του προαναφερθέντος από 5-8-2008 εγγράφου του προς τον Πρόεδρο της προσωρινής τότε διοίκησης της εναγομένης στο οποίο ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι συνδεόταν με την τελευταία με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ως νομικός σύμβουλος, από τον Μάιο του έτους 1975, το ίδιο δε σημειωτέον επανέλαβε αυτός και στην από 17-9-2008 εξώδικη διαμαρτυρία του προς τον Πρόεδρο της νεοεκλεγείσας διοίκησης της εναγομένης Α. Κ., αλλά και στις από 17-9-2008 και 26-9-2008 αγωγές του κατά του τελευταίου και των μελών της νέας διοίκησης της εναγομένης αντίστοιχα, καθώς και στην από 6-10-2008 αίτησή του με την οποία απευθυνόμενη προς τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης, ζητούσε από την τελευταία να του καταβάλει διαφορές μηνιαίως αντιμισθιών του για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 μέχρι 30-9-2008, η εναγομένη κάλεσε τον ενάγοντα τόσον με την πιο πάνω από 14-8-2008 εξώδικη διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 20-8-2008, αλλά και μεταγενέστερα να της προσκομίσει οποιοδήποτε πρόσφορο στοιχείο, που θα αποδείκνυε τον ανωτέρω ισχυρισμό του περί καταρτίσεως μ’ αυτήν της συμβάσεως έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία από τον Μάιο του έτους 1975. Ο ενάγων όμως, ούτε μετά την καταγγελία της συμβάσεώς του από την εναγομένη, ούτε μέχρι την 31-10-2008, που αυτή κατέθεσε το ποσό της αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, προσκόμισε ή παρέδωσε οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο αποδεικτικό του ισχυρισμού του περί ενάρξεως της συνεργασίας του με την εναγομένη με σχέση έμμισθης εντολής από τον μήνα Μάιο του έτους 1975. Ειδικότερα ο ενάγων μέχρι την 31-10-2008 δεν είχε προσκομίσει στην εναγομένη, αν και, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, είχαν καταστραφεί όλα τα έγγραφα και παραστατικά πληρωμών, που υπήρχαν στο αρχείο της εναγομένης μέχρι το έτος 1991, ούτε αντίγραφο της έγγραφης σύμβασής του με την τελευταία, από το οποίο να προέκυπτε η παροχή των υπηρεσιών του προς την εναγομένη με πάγια μηνιαία αντιμισθία από τον Μάιο του έτους 1975, ούτε έστω μία απόδειξη καταβολής μηνιαίου μισθού ή οποιοδήποτε άλλο παραστατικό στοιχείο και ακόμη φορολογικά του στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει το βάσιμο του εν λόγω ισχυρισμού του. Εξάλλου και αν ακόμη είχαν καταστραφεί τα αρχεία της εναγομένης, αντίγραφο της σύμβασης έμμισθης εντολής θα έπρεπε να κατέχει πλην της τελευταίας και ο ενάγων ως αντισυμβαλλόμενος, εάν δε η πληρωμή αυτού, ως νομικού συμβούλου, γινόταν, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, στο τέλος περίπου κάθε μήνα, κάποιο παραστατικό έγγραφο πληρωμής, πέραν βεβαίως εκείνων που παρέμεναν στο λογιστήριο της εναγομένης, θα μπορούσε να κατέχει αυτός για όλο το ανωτέρω διάστημα. Αυτός όμως, όπως προαναφέρθηκε, κανένα παραστατικό έγγραφο δεν προσκόμισε για όλο αυτό το αμφισβητούμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον Μάιο του έτους 1975 μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 1995, όπως δέχθηκε και η προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών, πλην ορισμένων δικογράφων και εγγράφων της εναγομένης που απευθύνονται προς αυτόν ή έχει συντάξει ο ίδιος, ως δικηγόρος και ανάγονται στο χρονικό διάστημα από το έτος 1983 και εντεύθεν, ωστόσο όμως από αυτά δεν αποδεικνύεται σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία αυτού, αφού, όπως αποδείχθηκε, αυτός αναλάμβανε την διεκπεραίωση δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων της εναγομένης, αμειβόμενος κατ’ αποκοπή. Ακόμη η εναγομένη από την έρευνα του αρχείου της, που, όπως προαναφέρθηκε, διενήργησε, δεν βρήκε στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η καταβολή πάγιας αντιμισθίας του ενάγοντος, παρά μόνον υπήρχαν αποδείξεις πληρωμής κατ’ αποκοπή αμοιβής αυτού για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένων υποθέσεών της και μόνον από τον Μάρτιο του έτους 1995 παρατηρείται η καταβολή πάγιου μηνιαίου μισθού αυτού για παροχή νομικών συμβουλών και παράστασή του στις συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων της, πέραν των ποσών που του καταβάλλονταν ως κατ’ αποκοπή αμοιβή του για το χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων. Ενόψει των εκτεθέντων καμία αμέλεια, ακόμη και ελαφρά, δεν συντρέχει στο πρόσωπο της εναγομένης, ως προς την καταβολή στον ενάγοντα ως αποζημίωση μικρότερου ποσού από εκείνο που δικαιούνταν. Αντίθετα, επέδειξε αυτή τη μεγίστη δυνατή επιμέλεια με τη συμπεριφορά της, αφού απευθύνθηκε τόσον στην αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προκειμένου να αναζητήσει τυχόν κατατεθείσα σ’ αυτόν έγγραφη σύμβαση πάγιας αντιμισθίας καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και του ενάγοντος από το έτος 1975 μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2008, όσον και στον ίδιο τον ενάγοντα, τον οποίο και κάλεσε επανειλημμένως να της προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο είχε στην κατοχή του, από το οποίο να αποδεικνυόταν ο ισχυρισμός του ότι συνδεόταν με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία από τον Μάιο του έτους 1975. Τέλος δε διενήργησε και η ίδια έρευνα στο αρχείο της, από την οποία προέκυψε, όπως προαναφέρθηκε, μόνον από τον Μάρτιο του έτους 1995 και εντεύθεν καταβολή πάγιου μηνιαίου μισθού αυτού για παροχή νομικών συμβουλών και παράστασή του στις συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων της. Τα ως άνω γεγονότα οδηγούν στην κρίση ότι η εναγομένη είχε εύλογη αμφιβολία αναφορικά με το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης και σε κάθε περίπτωση συνέτρεχε στο πρόσωπό της συγγνωστή πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό. Καταλήγει δε το Εφετείο, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση της εναγομένης και να απαλλαγεί η εναγομένη από την ποινή για μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που είχε κάνει δεκτή την από 5-9-2011 αγωγή του αναιρεσείοντος-ενάγοντος για συμπλήρωση της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της έμμισθης εντολής για το χρονικό διάστημα από 24-10-2008 μέχρι 30-6-2011, απέρριψε κατ’ ουσία την αγωγή.
Με την κρίση αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Εφετείο: Α) Έλαβε υπ’ όψη τον περί δεδικασμένου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος-ενάγοντος. Ειδικότερα στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-ενάγων, με τον δεύτερο κύριο και πρώτο πρόσθετο λόγους αναίρεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, από το άρθρο 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ, αιτιάται το Εφετείο ότι δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου που προέκυπτε από την 2459/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε δεχθεί ότι, α) η σύμβαση της έμμισθης εντολής, που συνέδεε τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα με την εναγομένη -αναιρεσίβλητη, είχε καταρτισθεί τον Μάιο του έτους 1975 και όχι την 1-3-1995, β) η καταγγελία της σύμβασης αυτής, από μέρους της εναγομένης ήταν έγκυρη και γ) δεν καταβλήθηκε από την εναγομένη η πλήρης αποζημίωση την οποία δικαιούνταν ο αναιρεσείων-ενάγων αλλά ότι αυτή υπολείπεται κατά 15.960 ευρώ. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφενός μεν ρητά δέχθηκε ότι η 2459/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αποτελεί δεδικασμένο, α) ως προς το θέμα του χρόνου ενάρξεως της συνεργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη τον Μάιο του 1975 με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία και β) ως προς το θέμα της εγκυρότητας της κρινόμενης καταγγελίας, αφετέρου δε με το να δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της εναγομένης από το άρθρο 94 παρ.1 του Κώδικα περί δικηγόρων περί του ότι, η ελλιπής καταβολή της αποζημιώσεως, οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της, δεν αποτελεί δεδικασμένο. Β). Δεν παραβίασε την προαναφερθείσα διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 94 παρ. παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κώδικα περί δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), καθόσον υπό τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο ότι αποδείχθηκαν, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης αυτής στην κρινόμενη περίπτωση. Επομένως, ο πρώτος κύριος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του νόμου, είναι αβάσιμος. Και Γ). Δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση λόγω ασαφών, αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών στο ουσιώδες ως άνω ζήτημα της ένστασης της εναγομένης από το άρθρο 94 παρ.1 του Κώδικα περί δικηγόρων, δοθέντος ότι, όπως δέχθηκε το Εφετείο, καμία αμέλεια δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης-εναγομένης ως προς το καταβληθέν μικρότερο ποσό, αλλά αντίθετα, επέδειξε αυτή τη μεγίστη δυνατή επιμέλεια με τη συμπεριφορά της, αφού απευθύνθηκε τόσον στην αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προκειμένου να αναζητήσει τυχόν κατατεθείσα σ’ αυτόν έγγραφη σύμβαση πάγιας αντιμισθίας καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και του αναιρεσείοντος-ενάγοντος από το έτος 1975 μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2008, όσον και στον ίδιο τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα, τον οποίο και κάλεσε επανειλημμένως να της προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο είχε στην κατοχή του, από το οποίο να αποδεικνυόταν ο ισχυρισμός του ότι συνδεόταν με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία από τον Μάιο του έτους 1975, τέλος δε διενήργησε και η ίδια έρευνα στο αρχείο της, από την οποία προέκυψε μόνον από τον Μάρτιο του έτους 1995 και εντεύθεν καταβολή πάγιου μηνιαίου μισθού αυτού για παροχή νομικών συμβουλών και παράστασή του στις συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων της. Επομένως, οι τρίτος κύριος και δεύτερος πρόσθετος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. .
2. Από τα άρθρα 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τη βασιμότητα ή μη των από τους διαδίκους προβαλλόμενων πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς βέβαια να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1181/2010). Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμ. 11 του ΚΠολΔ υπό την αποκλειστική όμως προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ ΑΠ 42/2002) Από αυτά παρέπεται ότι, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο, α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητα του, β) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτό προσκομίστηκε και το περιεχόμενο αυτού, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού, γ) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου και δ) ο νόμιμος τρόπος που αυτό προσκομίστηκε στο δικαστήριο της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη, α) τις υπ’ αριθμ. …/10-11-2014 και β) τις υπ’ αριθμ. …/2009 τις ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών. Ο λόγος αυτός, κατά μεν το υπό στοιχ. β’ μέρος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ρητά λήφθηκαν υπόψη οι αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης συναφούς δίκης μεταξύ των αυτών διαδίκων, κατά δε το υπό στοιχ. α’ μέρος, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ο νόμιμος τρόπος που αυτές προσκομίστηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Να σημειωθεί ότι η αναφορά του αναιρεσείοντος ότι από τις από 14-11-2014 προτάσεις του στο Εφετείο-στο οποίο η συζήτηση της υπόθεσης είχε γίνει στις 11-11-2014- αποδεικνύεται η προσκόμισή τους, δεν αρκεί, αφού δεν προσδιορίζεται ο εμπρόθεσμος και νομότυπος τρόπος προσκόμισης και επίκλησης αυτών καθώς και η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της αναιρεσίβλητης (χρόνος και τρόπος της κλήτευσης).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).