Περίληψη
Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των σχετικών διαφορών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε σε σχέση με την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι έτσι αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης.
Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια (ακόμη και αν οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σύμβαση ως συμβιβασμό) αλλά ενδεχομένως άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως) και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία κατά το άρθρο 679 Α.Κ. είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Χ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Ταμείο Αυτασφαλείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε.)” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσάκωνα και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-10-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3009/2009 του ίδιου δικαστηρίου και 1476/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-10-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα ανέγνωσε την από 9-3-2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Αυγουλέα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 871 Α.Κ. με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, ενώ με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση.
Για το έγκυρο της σύμβασης συμβιβασμού αρκεί το αντικείμενό της να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί στην αντίθετη περίπτωση η σύμβαση αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 Α.Κ.).
Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των σχετικών διαφορών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε σε σχέση με την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι έτσι αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης.
Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια (ακόμη και αν οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σύμβαση ως συμβιβασμό) αλλά ενδεχομένως άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως) και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία κατά το άρθρο 679 Α.Κ. είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Ο εκκαλών [ήδη αναιρεσείων] προσλήφθηκε και απασχολήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, από την οποία αποχώρησε στις 14-8-2002, έχοντας συμπληρώσει συντάξιμο χρόνο 39 ετών, 6 μηνών και 1 ημέρας και πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους-κύριας σύνταξης από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [εννοείται: το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού Ε.Τ.Ε.”]. Οι αποδοχές του κατά το χρόνο της αποχώρησής του ανέρχονταν σε 6.153,81 ευρώ, ενώ έλαβε από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου “Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού Ε.Τ.Ε.”, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, με τις οποίες καθορίστηκε ανώτατο όριο στο εφάπαξ βοήθημα… το ποσό των 56.800,35 ευρώ αντί του δικαιούμενου ποσού 207.014,18 ευρώ… Στη συνέχεια, σε εκτέλεση αποφάσεων του διευθυντή του εφεσιβλήτου [ήδη αναιρεσιβλήτου], που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του διοικητικού του συμβουλίου, ο εκκαλών έλαβε συμπληρωματική εφάπαξ παροχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 20 του ν. 3029/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του v. 3232/2004 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του καταστατικού του εφεσίβλητου, που εγκρίθηκε με την ΚΥΑ 80000/30226/1366/2004… με την οποία το εφεσίβλητο μετατράπηκε από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την ίδια επωνυμία και αποτελεί καθολικό διάδοχό του. Το εφεσίβλητο ζήτησε όμως από τον εκκαλούντα να δηλώσει εγγράφως ότι με τη συμπληρωματική καταβολή ικανοποιείται πλήρως κάθε αξίωσή του κατά αυτού για εφάπαξ παροχή στηριζόμενη στην εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 2084/1992 και ότι παραιτείται από κάθε συναφή απαίτηση. Μετά την απόφαση αυτή το εφεσίβλητο, με την από 17-2-2004 ανακοίνωσή του, απευθύνθηκε στους ασφαλισμένους του που είχαν συνταξιοδοτηθεί κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1993 έως το έτος 2004, προτείνοντάς τους τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς υπό τους παραπάνω όρους και προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών που ανταποκρίθηκαν συγκαταλεγόταν ο εκκαλών, ο οποίος αποδεχόμενος την προς αυτόν πρόταση υπέγραψε το από 21-4-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο δήλωνε ότι αποδεχόταν να λάβει τη διαφορά όπως είχε προσδιοριστεί με την παραπάνω απόφαση, ότι ενόψει της καταβολής της ως άνω συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής των 95.030,11 ευρώ ικανοποιείται πλήρως κάθε δικαίωμά του εφάπαξ παροχής ή αποζημιώσεως και κάθε σχετική αξίωσή του κατά του ταμείου και ως εκ τούτου δεν έχει ούτε διατηρεί κατά του ταμείου καμία αξίωση εφάπαξ παροχής ή αποζημιώσεως, παραιτούμενος ειδικότερα ρητά και ανεπιφύλακτα από κάθε, εξ αιτίας ή εξ αφορμής της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 57 του νόμου 2084/1992, τυχόν δικαίωμα ή αξίωσή του κατά του ταμείου και κάθε ασκηθείσης σχετικής αγωγής ή προσφυγής και από κάθε εν γένει δικαστική επιδίωξη κατά του ταμείου για την καταβολή ποσών για οποιοδήποτε λόγο εκ της άνω αιτίας… Στη συνέχεια το εφεσίβλητο κατέβαλε στον εκκαλούντα ως συμπληρωματική εφάπαξ παροχή το ποσό των 95.030,11 ευρώ, δηλαδή συνολικά ο εκκαλών έλαβε το ποσό των 151.830,46 ευρώ. Και μετά την παραπάνω καταβολή, το εφάπαξ βοήθημα που ο εκκαλών εισέπραξε υπολειπόταν εκείνου που εδικαιούτο να εισπράξει χωρίς την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 2084/1992 περί καθορισμού ανώτατου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 55.183,72 ευρώ… Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που καταρτίστηκαν οι ως άνω συμβιβαστικές συμφωνίες υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση και αβεβαιότητα σχετικά με τα ένδικα δικαιώματα του εκκαλούντος και συγκεκριμένα σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και της περαιτέρω εφαρμογής της ή μη κατά την καταβολή της εφάπαξ αποζημίωσης από το εφεσίβλητο δεδομένου ότι είχαν εκδοθεί αντίθετες ως προς το ζήτημα αυτό αποφάσεις τόσο από τα διοικητικά όσο και τα πολιτικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα κατά το χρόνο που είχε δημοσιευθεί η προαναφερόμενη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εφεσίβλητου (6-11-2004), με την οποία το τελευταίο πρότεινε την παραπάνω συμπληρωματική καταβολή υπό τους παραπάνω όρους, είχαν ήδη δημοσιευθεί οι ΔΕφΑθ 585/2000… και ΔΕφΑθ 3443/2000… αποφάσεις, που έκριναν ότι η ως άνω διάταξη είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντίθετα η ΑΠ 1159/2001 απόφαση… έκρινε ότι η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, ενώ η ΑΠ 521/2003 απόφαση… έκρινε ότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος και συνεπώς είναι ανεφάρμοστη η ως άνω διάταξη, ταυτόχρονα όμως παρέπεμψε το ζήτημα στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η ΑΠ 8/2004 απόφαση της τακτικής ολομέλειας… η οποία έκρινε με πλειοψηφία μιας ψήφου ότι το εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και συνεπώς είναι αντισυνταγματική (αφού παραβιάζεται η αρχή της ισότητας) η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου σ’ αυτό. Ενόψει του ότι υπήρχε ισχυρή μειοψηφία που υποστήριξε το αντίθετο, παραπέμφθηκε το ζήτημα στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οπότε στις 10-3-2005 εκδόθηκε η Ολ. ΑΠ 17/2005… απόφαση, η οποία έκρινε αντισυνταγματική την ως άνω διάταξη. Παράλληλα από το Συμβούλιο της Επικρατείας είχαν εκδοθεί αποφάσεις με αντίθετη άποψη. Συγκεκριμένα οι… 162, 163 και 164/24-1-2005 αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκε ότι το επίδικο εφάπαξ βοήθημα δεν είχε αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ενόψει όμως του ότι το ζήτημα είχε παραπεμφθεί προς επίλυση στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, παρέπεμψαν την υπόθεση προς κρίση στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εν τέλει με τις… 1282, 1283 και 1284/2006 αποφάσεις της ολομέλειάς του, έκρινε συνταγματική την ίδια διάταξη. Ακολούθως το θέμα παραπέμφθηκε στο Α.Ε.Δ., το οποίο, επιλύοντας την αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων των παραπάνω ανωτάτων δικαστηρίων, έκρινε με τις 3, 4 και 5/2007 αποφάσεις του κατά πλειοψηφία αντισυνταγματική τη διάταξη… Μετά από αυτά οι παραπάνω συμβιβασμοί είναι έγκυροι, διότι με τη συμφωνία που περιέχουν λύθηκε σοβαρή και όχι προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα σχετικά με το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος και με αμοιβαίες υποχωρήσεις αυτές επιλύθηκαν. Η σοβαρή αβεβαιότητα αναφερόταν στη συνταγματικότητα ή μη του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, ενώ οι αμοιβαίες υποχωρήσεις τους συνίστανται για μεν τον εκκαλούντα στο ότι συμφώνησε να λάβει μέρος του όλου εφάπαξ, κατά πολύ όμως ανώτερο από το ποσό που είχε αρχικά υπολογιστεί με το πλαφόν της ως άνω διάταξης, το δε εφεσίβλητο κατέβαλε μέρος μόνο αυτού, το οποίο ωστόσο υπερέβαινε κατά πολύ το όριο που είχε τεθεί από το άρθρο 57 του ν. 2084/1992, ενώ οι διάδικοι απέφυγαν με το συμβιβασμό αυτό να αποδυθούν σε δικαστικό αγώνα, που κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν αβέβαιης διάρκειας και έκβασης”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένσταση συμβιβασμού του εναγομένου και είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή. Έτσι που έκρινε το εφετείο: 1) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 679, 871 Α.Κ., 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955, αφού σύμφωνα με τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά με την προσβαλλομένη απόφασή του: α) υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση και αβεβαιότητα ως προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων σε σχέση με το ύψος της ως άνω εφάπαξ παροχής, ενόψει και των αντιθέτων αποφάσεων των δικαστηρίων και β) έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις ως προς το εριζόμενο ζήτημα του ύψους της επίδικης παροχής, καθόσον με την ως άνω σύμβαση στον ενάγοντα καταβλήθηκε τελικά για την αιτία αυτή ποσό κατώτερο από αυτό που διεκδικούσε αλλά ανώτερο από εκείνο που θεωρούσε ως καταβλητέο το εναγόμενο και 2) δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού κατά τα προεκτεθέντα διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εγκυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης συμβιβασμού, με αποτέλεσμα να πληρούται το πραγματικό των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και άλλα πραγματικά περιστατικά για την πληρότητα της απόφασης. Οι αιτιολογίες δε αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Επομένως ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα με την έννοια της πιο πάνω διάταξης είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ. ΑΠ 25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, αιτιώμενος, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, ότι: το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον εξώδικο μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμό χωρίς να έχει προταθεί από το εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσίβλητο, το οποίο προέβαλε μόνο τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της ως άνω αξίωσης του εκκαλούντος-ενάγοντος. Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση των υποβληθεισών προτάσεων του εφεσίβλητου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκύπτει ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός περί εξώδικου μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμού προτάθηκε νομίμως. Ειδικότερα στη σελίδα 7 των ανωτέρω προτάσεών του αναφέρεται σαφώς και εκτενώς στο συναφθέντα κατά τα άνω εξώδικο συμβιβασμό, ενόψει της υπάρξεως μέχρι του χρόνου εκείνου αντιθέτων αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων περί της αντισυνταγματικότητος ή μη της επίδικης διάταξης που αφορούσε την περικοπή της εφάπαξ παροχής και της υφισταμένης ως εκ τούτου προφανούς αβεβαιότητος σχετικά με την επίδικη αξίωση του ενάγοντος- εκκαλούντος. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραδεκτά έλαβε υπόψη τον ως άνω περί εξώδικου συμβιβασμού ισχυρισμό του εφεσιβλήτου ως προταθέντα προς υπεράσπιση κατά της έφεσης και μη μεταβάλλοντα την βάση της αγωγής (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ.) και αποδεικνυόμενο εγγράφως αλλά και με δικαστική ομολογία του εκκαλούντος (άρθρο 269 παρ. 2 περ. γ Κ.Πολ.Δ.).
Συνεπώς ο αναιρετικός αυτός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η ρηθείσα αναιρετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου: Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. “Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη”. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Το εναγόμενο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προς αντίκρουση της αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς περί αοριστίας της αγωγής και περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος, όπως αυτές συνοπτικά καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως και πιο εκτεταμένα στις από 12-9-2009 έγγραφες προτάσεις του. Μετά την απόρριψη της αγωγής και την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος, το εναγομένο, για την αντίκρουση της εφέσεως αυτής και ειδικότερα του τέταρτου λόγου της ισχυρίσθηκε, με τις από 28-12-2013 έγγραφες προτάσεις του, τα εξής κατά λέξη: “Ο εκκαλών, αφού έλαβε συμπληρωματικώς και σύμφωνα με τον ισχύοντα το 2004 Κανονισμό τις διατάξεις του οποίου απεδέχθη ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό και μάλιστα υπό καθεστώς κατά το οποίο η αρχική καταβολή του ποσού των 56.000 ευρώ έναντι των 151.830 ευρώ δικαστικώς τουλάχιστον κινδύνευε να οριστικοποιηθεί σε βάρος του, αφού μέχρι τότε είχε εκδοθεί σωρεία δικ. αποφάσεων που έκριναν περί της συνταγματικότητας της περικοπής, ρητώς και εγγράφως έχει παραιτηθεί. Η πλευρά μας, πρότεινε εγγράφως και προφορικώς (παρά το γεγονός ότι ατυχώς η σχετική προφορική μας δήλωση παρελήφθη να αναγραφεί στα πρακτικά προφανώς εκ παραδρομής, μετά των λοιπών ενστάσεών μας) την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του Δικαιώματος λόγω της προηγουμένης παραιτήσεως του αναιρεσιβλήτου από το δικαίωμα που του ικανοποιήθηκε”. Στη συνέχεια, αφού παρέπεμψε σε μια εφετειακή απόφαση “με την οποία κρίθηκε ως έγκυρη η εν λόγω παραίτηση άλλων ασφαλισμένων” και αφού ανέφερε τις εκδοθείσες μέχρι το χρόνο συνάψεως της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συνέχισε: “Τα ανωτέρω περιστατικά, θεμελιώνουν ακράδαντα τον ισχυρισμό περί υφισταμένης αβεβαιότητος περί την έκβαση της διαφοράς, τεκμηριουμένης ούτω της νομιμότητος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα της παραιτήσεως του εκκαλούντος. Εξ άλλου, η έκδοση αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή ενός ασφαλισμένου που έχει παραιτηθεί της αξιώσεώς του με τον ίδιο τρόπο για τον οποίο γίνεται απορρίπτεται μία άλλη που ασκήθηκε από άλλο ασφαλισμένο, αν μη τι άλλο, δημιουργεί ανισότητα κρίσεως αλλά και μη επιτρεπτή διάσταση νομικών απόψεων για θέματα τόσο προφανή, όπως είναι η εκουσία έγγραφη παραίτηση από αξιώσεως”. Τέλος αναφέρθηκε στις δυσβάστακτες για το ίδιο οικονομικές συνέπειες που θα έχει η τυχόν αποδοχή της αγωγής, ενόψει του ότι υπάρχουν πολλές εκκρεμείς όμοιες υποθέσεις άλλων ασφαλισμένων του. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε από το ίδιο ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και ως ένσταση παραιτήσεως του ενάγοντος από τις ένδικες αξιώσεις του, ήταν μη νόμιμος και υπό τις δύο αυτές εκδοχές, αφενός μεν διότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκε το εναγόμενο για τη θεμελίωσή του, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούσαν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος καταχρηστική, αφετέρου δε διότι κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 679 Α.Κ. είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του. Σε καμία δε περίπτωση δεν συνιστούσε νόμιμο ισχυρισμό περί συμβιβασμού (διότι ούτε το εναγόμενο δεν τον χαρακτήρισε έτσι, κυρίως όμως διότι δεν περιεχόταν σ’ αυτόν το στοιχείο των αμοιβαίων υποχωρήσεων), ώστε να υπάρχει πεδίο έρευνας αυτού λόγω παραδεκτής βραδείας προβολής του κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 Κ.Πολ.Δ., στις οποίες παρέπεμψε το εφετείο.
Συνεπώς το εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι παραδεκτώς προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός και στη συνέχεια τον δέχθηκε κατ’ ουσίαν, ως αποδεικνυόμενο εγγράφως και με δικαστική ομολογία του ενάγοντος, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, έπρεπε να γίνει δεκτός ο ανωτέρω (δεύτερος) αναιρετικός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (Ολ. ΑΠ 23/2008 και 9/2000). Θεωρείται δε ότι το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση, έχει και προσκομισθεί, εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο (ΑΠ 56/2016). Εξάλλου οι δικαστικές αποφάσεις κατά το μέρος που επιλύουν νομικό ζήτημα δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα κατά την πιο πάνω έννοια (ΑΠ 1246/2000).
Τέλος δεν χωρεί αναίρεση στην εν λόγω περίπτωση αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε κυρίως σε άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και μόνο επικουρικά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο που δεν είχε προσκομισθεί (ΑΠ 257/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψης υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν και συγκεκριμένα ότι το εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης του άρθρου 871 Α.Κ. και ειδικότερα για τη συνδρομή του στοιχείου της αμφισβήτησης και της αβεβαιότητας όσον αφορά το ύψος της απαίτησής του, παρά το νόμο έλαβε υπόψη τις εξής δικαστικές αποφάσεις: α) 585/2000 και 3443/2000 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, 521/2003 και 1159/2001 του Αρείου Πάγου, τις οποίες το αναιρεσίβλητο επικαλέσθηκε μεν αλλά δεν προσκόμισε και β) 8/2004 της τακτικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου, 17/2005 της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου, 162, 163 και 164 του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1282, 1283 και 1284 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες το αναιρεσίβλητο δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως διότι οι δικαστικές αποφάσεις που κατά τον αναιρεσείοντα παρανόμως ελήφθησαν υπόψη επιλύουν νομικά ζητήματα και δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα κατά την πιο πάνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β Κ.Πολ.Δ. Επί πλέον, ειδικά όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται πιο πάνω με το στοιχείο α, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και διότι ο ίδιος ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το αναιρεσίβλητο τις επικαλέσθηκε, σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα, το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση θεωρείται ότι έχει και προσκομισθεί εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην πιο πάνω κρίση του, στηρίχθηκε κυρίως στα λοιπά μνημονευόμενα στην απόφασή του νόμιμα αποδεικτικά μέσα και επικουρικά στις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να συμψηφισθεί στο σύνολό της η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη των διαδίκων διότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ. β και 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-10-2014 αίτηση για αναίρεση της 1476/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Συμψηφίζει στο σύνολό της την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Αυγούστου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ