Αριθμός απόφασης 67/2017
Δικάσιμος 17-11-2016
Αρ. Πιν. 39, 44, 45, 46
Διάδικοι: Ρ. Β. κατά Δ. Π. κ.λπ
…………….
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) Η από 22-7-2014 (αρ. εκθ. κατ 2/2014) ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ο ανακόπτων Ρ. Β. ζητεί την εξαφάνιση της υπ’ αριθμ438/2013 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η από 31-3-2009 (αρ.εκθ.κατ.39/2009) έφεση του ως ανυποστήρικτη λόγω της ερημοδικίας του. β) Η από 18-9-2009 (αρ.πραξ.κατ. 101/2009) έφεση του Δ. Π., πρώτου εναγόμενου με την από 15-5-2005 (αρ.πραξ.κατ. 166/2005) κύρια αγωγή που άσκησε ο Ρ. Β. και συνάμα εναγόμενου με την από 17-11-2005 (αρ.πραξ.κατ. 271/2005) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική Α.Ε.Ε.Γ.Α.» και με την από 23-1-2006 (αρ.πραξ.κατ. 13/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές -Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30-5-2016 (αρ.πραξ.κατ. 40/2016) κλήση, γ) Η από 18-9-2009 (αρ. πραξ. Κατ. 102/2009) έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», δεύτερης εναγομένης με την από 15-5-2005 (αρ.πραξ.κατ. 166/2005) κύρια αγωγή που άσκησε ο Ρ. Β., εναγόμενης με την από 17-11-2005 (αρ.πραξ.κατ. 271/2005) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική Α.Ε.Ε.Γ.Α.», αλλά και παρεμπίπτοντος ενάγουσα με την από 23-1-2006 (αρ.πραξ.κατ. 13/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε σε βάρος του Δ. Π., που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30-5-2016 (αρ.πραξ. κατ. 41/2016) κλήση. δ) Η από 9-9-2009 (αρ.πραξ. κατ. 95/2009) έφεση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», τρίτης εναγομένης με την από 15-5-2005 (αρ. πραξ. Κατ. 166/2005) κύρια αγωγή που άσκησε ο Ρ. Β. αλλά και παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την από 17-11-2005 (αρ. πραξ. Κατ. 271/2005) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε σε βάρος του Δ. Π. και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές επιχειρήσεις Ζωοτροφές Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30-6-2016 (αρ. πραξ. Κατ. 51/2016) κλήση. Τα ως άνω δικόγραφα φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ438/2013 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία α) Απορρίφθηκε η από 31-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. 39/2009) έφεση του Ρ. Β. ως ανυποστήρικτη, λόγω της ερημοδικίας αυτού β) Κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση των από 18-9-2009 (αρ. πραξ. Κατ. 101/2009), 18-9-2009 (αρ. πραξ. Κατ. 102/2009) και 9-9-2009 (αρ. πραξ. Κατ. 95/2009) εφέσεων ως προς τον εφεσίβλητο Ρ. Β., καθώς οι παριστάμενοι εκκαλούντες δεν προσκόμισαν αντίγραφο των προτάσεων που είχε καταθέσει ο ως άνω απολιπόμενος εφεσίβλητος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο γ) Αναβλήθηκε η συζήτηση των ως άνω εφέσεων ως προς τους κατ’ αντιμωλία δικαζόμενους διαδίκους, προς τοσκοπό της ενιαίας διεξαγωγής της κατ’ έφεσηδίκης και ως προς τον απολιπόμενο εφεσίβλητο, για την ασφαλέστερη και καλύτερη διάγνωση τηςδιαφοράς και προς αποφυγή έκδοσηςαντιφατικών αποφάσεων.
Η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπρόθεσμα, προ πάσης επιδόσεως, και νομότυπα (άρθρα 501 παρ 1, 502 παρ 1, 503 παρ 2 και 3 ΚΠολΔ), περιέχει όλα τα στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ (505 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 46573/22-7-2014 γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ο ανακόπτων προκατέβαλε το παράβολο ερημοδικίας ποσού 290 ευρώ, που καθορίσθηκε με την ανακοπτόμενη απόφαση (505 παρ 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του τρίτου και τέταρτου των λόγων της, αφού ο ανακόπτων παραιτήθηκε νομότυπα κατ’ άρθρα 294 και 297 ΚΠολΔ απότους πρώτο και δεύτερο των λόγων αυτής, με τοαπό 20-5-2016 δικόγραφο παραίτησης, πουκατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (αρ. εκθ. Κατ. 2/20166) και επιδόθηκε προς τους καθ’ ων (υπ’ αριθμ. 9634Στ/27-5-2016 και 9635Στ/27…, προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους των καθ’ ων). Επίσης, οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 12/2009 οριστικής αποφάσεως του ΜονομελούςΠρωτοδικείου Ηλείας, η οποία εκδόθηκεαντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδικήδιαδικασία του άρθρου 681 Α του ΚΠολΔ, ασκήθηκαν νομότυπα, με κατάθεση των σχετικών δικογράφων στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ. και 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ. 1, εδ. α’ του ΚΠολΔ, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τους εναγόμενους – εκκαλούντες, που πραγματοποιήθηκε στις 22-7-2009, (υπ’ αριθμ. 1362Β/22-7-2009, 1365Β/22-7-2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας … και υπ’ αριθμ. 6866/22-7-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος Ρ. Β.). Παραδεκτά δε φέρονται στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση τους (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μέχρι την αντικατάσταση του με το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3994/2011), και επομένως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται με αυτές η υπόθεση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικαζόμενεςμεταξύ τους, αλλά και με την από 22-7-2014 (αρ. εκθ. κατ. 2/2014) ανακοπή ερημοδικίας, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, καθώς με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται, παραλλήλως, μείωση των εξόδων (άρθρα 524 και 240 του ΚΠολΔ). Ταυτόχρονα πρέπει να ερευνηθεί το βάσιμο των λόγων και της από 17.11.2016 αντέφεσης, που άσκησε παραδεκτά με τις κατατεθείσες πριν την έναρξη της συζήτησης προτάσεις του (άρθρ. 523, 674 παρ. 1 και 681 Α ΚΠολΔ), ο ενάγων με την κύρια αγωγή και εφεσίβλητος με τις ανωτέρω εκτιθέμενες εφέσεις Ρ. Β., οι οποίες (εφέσεις και αντέφεση) πρέπει επίσης να συνεκδικαστούν, λόγω τη μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 31, 246 και 591 ΚΠολΔ).
- Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται να ασκήσει ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην, αν δεν κλητεύθηκε καθόλου ή νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας (άρθρο 501 ΚΠολΔ). Στην έννοια της ανώτερης βίας, που συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιογεγονός, εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν, ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (ΟλΑΠ 29/1992, AΠ 219/2016, AΠ 67/2015, όλες δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση που ανακόπηκε και τις πράξεις που ενεργήθηκαν μετά την απόφαση αυτή και διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Αλλιώς, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις αυτές και με στόχο την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της ανακοπής (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμ Νομολ Ανάλυση, αρθρ 509 παρ 1), αρκούμενο σε πιθανολόγηση, για τη διαμόρφωση της οποίας δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων (αρ 347 ΚΠολΔ) Το ελάττωμα της κλήτευσης ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωστούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικά οι διάδικοι (ΕφΠειρ 35/2015, δημ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ». ΕφΔωδ 6/2013, 182/2010. αδημ., 3/2007 ΝΟΜΟΣ, Ν.Νίκα τα ένδικα μέσα εκδ 2007 σελ. 106, Γ Διαμαντόπουλου, Η ανωτέρα βία ους λόγος ανακοπής ερημοδικίας, 1997, αρ IV 2 σελ. 159 επ. όπου λοιπές παραπομπές) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδάφ. γ’ και δ’ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και επί εφέσεως (άρθρο 498 παρ.2 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολήδικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων τωνδιαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και συνεπώς δενχρειάζεται νέα κλήτευση τους. Προϋπόθεση τηςεγκυρότητας της κλήτευσης, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής της στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμένος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία, αναβλήθηκε η συζήτηση Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως νόμιμη κλήτευση τουαπολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου (ΑΠ 241/2014, ΑΠ 900/2014, ΑΠ 1436/2012, ΑΠ 954/2012, ΑΠ 165/2012, ΑΠ 1271/2012, ΑΠ 479/2012, ΕφΠειρ218/2014, όλες δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ 1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 95 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στην ίδια δίκη μπορούν να εκπροσωπούν το διάδικο περισσότεροι πληρεξούσιοι δικηγόροι. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Ο τύπος απαιτείται κυρίως για τις σχέσεις του πληρεξουσίου προς το δικαστήριο, ή τον αντίδικο του εντολέα του. Αντίθετα, στις σχέσεις του αντιπροσωπευόμενου διαδίκου προς το δικαστήριο ή τον αντίδικο του, δεν έχει σημασία, ώστε ο διάδικος που έδωσε την άτυπη πληρεξουσιότητα, δεν μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα ορισμένης διαδικαστικής πράξης ή να προσβάλει την απόφαση με ένδικα μέσα για το λόγο αυτό (ΕφΘεσ 432/1979 Αρμ 1980.578, Νίκας στον ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 96, αρ. 1)
Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά στην από 22-7-2014 (αρ. εκθ. Κατ. 2 2014) ανακοπή ερημοδικίας, που άσκησε ο ανακόπτων Ρ. Β., από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν (κατ’ άρθρο 509 ΚΠολΔ) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 15-5-2005 και με αρ κατ. 166 2005 αγωγή εναντίον των καθ’ ων η ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος του και την τροπή στο σύνολο του, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των 557.109,07 ευρώ νομιμοτόκως, (ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία, ως και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του, συνεπεία αυτοκινητικού ατυχήματος που προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των καθ’ ων, ο οποίος οδηγούσε IXΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εξ αυτών, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη των καθ’ ων ασφαλιστική εταιρία. Με την υπ’ αριθμ. 12/2009 οριστικήαπόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δίκασεκατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α ΚΠολΔ, η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε ότι οι καθ’ων υποχρεούνται να καταβάλουν στονανακόπτοντα το συνολικό ποσό των 74.157,35 ευρώ, νομιμοτόκως. Κατά της απόφασης αυτής, οενάγων και ήδη ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 31-3-2009 με αριθμό κατάθεσης 39/2009 έφεση του, η οποία με επιμέλεια του ιδίου προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 11-3-2010, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω απεργίας δικαστικών γραμματέων και επαναφέρθηκε με την από 15-3-2010 κλήση του εκκαλούντα, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 13-10-2011. Όπως δε προκύπτει από το Πινάκιο Εγγραφής Πολιτικών Υποθέσεων του παρόντος Δικαστηρίου, της ημερομηνίας αυτής (13-10-2011), έγγραφο που επικαλείται και προσκομίζει ο ανακόπτων, το δικόγραφο της ως άνω κλήσης του ανακόπτοντα υπέγραψε και κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Γαλανόπουλος, ο οποίος και παραστάθηκε εκπροσωπώντας τον ανακόπτοντα κατά τη δικάσιμο αυτή, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 21-2-2013, με σχετική σημείωση στο πινάκιο. Ο ανακόπτων όμως δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί λόγω της ερημοδικίας του η από 31-3-2009 με αριθμό κατάθεσης 39/2009 έφεση του, κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 524 παρ.3 εδ. α’ και 272 παρ.1 ΚΠολΔ. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του ότι, ενώ βρίσκονταν εντός του ακροατηρίου του Δικαστηρίου, εμποδίστηκε από λόγο ανωτέρας βίας να ζητήσει ο ίδιος να κρατηθεί η υπόθεση μέχρι να προσέλθει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αντώνιος Μπαχούρος, που καθυστέρησε και συγκεκριμένα επειδή δεν άκουσε να εκφωνείται το όνομα του από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, καθώς, προφανώς, λόγω του ξενικού ονόματος του, αυτό εκφωνήθηκε με πολύ διαφορετικό τρόπο, έτσι ώστε ο ίδιος δεν το αντιλήφθηκε. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προέχοντος ως αόριστος, καθώς ο ανακόπτων δεν εκθέτει με τρόπο ορισμένο, πότε πληροφορήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και υπό ποιες συνθήκες, ότι αυτός θα καθυστερήσει να προσέλθει στο Δικαστήριο, αλλά και για ποια αιτία, έτσι ώστε να μπορεί το παρόν Δικαστήριο να κρίνει εάν ο ανακόπτων, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, είχε τον χρόνο να επιμεληθεί προκειμένου να συνεπικουρείται από άλλο πρόσωπο, που θα είχε τη δυνατότητα να τον εκπροσωπήσει και να υποβάλει προσηκόντως το αίτημα αυτό προς το Δικαστήριο. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι κατά τη δικάσιμο της 13-10-2011, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 21-2-2013, στην οποία δεν εμφανίστηκε, δεν εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον δικηγόρο Βασίλειο Γαλανόπουλο, προς τον οποίο δεν είχε παράσχει την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ούτε και είχε παρασταθεί ο ίδιος στο ακροατήριο. Ότι για το λόγο αυτό, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως νόμιμη κλήτευση του ιδίου, ούτε και οι αντίδικοι του επέδωσαν σ’ αυτόν πρακτικό αναβολής με κλήση για τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 21-2-2013 και το παρόν Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 438/2013 απόφαση του δεν έπρεπε να τον δικάσει ερήμην, αλλά αντίθετα, έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης, λόγω της μη νομότυπης κλήτευσης του. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, αφενός μεν ο ανακόπτων είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς ο δικηγόρος Πατρών Βασίλειος Γαλανόπουλος ήταν εκείνος που υπέγραψε και κατέθεσε την από 15-3-2010 κλήση του εκκαλούντα – ανακόπτοντα για τη συζήτηση της έφεσης του, προφανώς κατ’ εντολή αυτού (ανακόπτοντα), αφετέρου δε, σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται ο ανακόπτων να επικαλεστεί την έλλειψη τυπικής πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο ο οποίος τον εκπροσώπησε, ισχυριζόμενος ότι για τον λόγο αυτό οι αντίδικοι του όφειλαν να τον κλητεύσουν, παρά το γεγονός ότι κατά τη δικάσιμο της 13-10-2011 εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα κάποιου λόγου της υπό κρίση ανακοπής, πρέπει αυτή να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 509 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο ανακόπτων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα αυτών (άρθρα 176, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο
διατακτικό.
III. Με την από 15-5-2005 αγωγή (αρ.πραξ.κατ. 166/2005), όπως ήδη προεκτέθηκε, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών Ρ. Β., ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος Δ. Π., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … IX.Ε. αυτοκίνητοιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης ανώνυμηςεταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», προκάλεσε από υπαιτιότητα του και κάτω από τις ιστορούμενες συνθήκες αυτοκινητικό ατύχημα, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του και την ολοσχερή καταστροφή της με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλης μοτοσικλέταςιδιοκτησίας του. Με βάση το ιστορικό αυτόζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος του και την τροπή στο σύνολο του, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των 557.109,07 ευρώ νομιμοτόκως, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία, ως και για χρηματική ικανοποίηση λόγο) της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του. Εξάλλου, με την από 17-11-2005 (αρ.πραξ.κατ. 271/2005) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση και την ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, που άσκησε η ως άνω τρίτη εναγομένη της κύριας αγωγής, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», σε βάρος των λοιπών συνεναγομένων της με την κύρια αγωγή, ισχυρίστηκε ότι στις σχέσεις μεταξύ της ίδιας και της ασφαλισμένης της, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», αποκλείεται η ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με ειδικό όρο της σύμβασης που κατέστη περιεχόμενο αυτής, γιατί ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, Δημήτριος Π., κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος οδηγούσε χωρίς να είναι κάτοχος άδειας ικανότητας οδήγησης. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο σύνολο του, να αναγνωριστεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, οδηγός και ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου οχήματος, υποχρεούνται, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, ό,τι η ίδια θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή. Τέλος, με την από 23-1-2006 (αρ.πραξ.κατ 13/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», σε βάρος του Δ. Π., ισχυρίστηκε ότι ο τελευταίος, κατά το χρόνο που προκλήθηκε το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, είχε αφαιρέσει παρανόμως από την κατοχή της το ζημιογόνο όχημα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, σε περίπτωση ευδοκίμησης των αγωγών που ασκήθηκαν σε βάρος του (κύριας και παρεμπίπτουσας), να του καταβάλει, ό,τι ο ίδιος θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα ή στην παρεμπίπτοντος ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής. Επί των ως άνω αγωγών (κύριας και παρεμπιπτουσών) που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 335/2009 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστούν από τον ενάγοντα της κύριας αγωγής τα αναγραφόμενα στο σκεπτικό της έγγραφα. Ακολούθως, κατόπιν της προσκόμισης των εγγράφων αυτών, η υπόθεση επανήλθε νομίμους προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εν συνεχεία εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 12/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία, αφού οι ως άνω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσες) κρίθηκαν ως ορισμένες και νόμιμες, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: α) Ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος ήταν ο πρώτος εναγόμενος Δ. Π. και όσον αφορά στην από 15-5-2005 κύρια αγωγή, αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό τον 74 157,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. β) Ότι ο ως άνω πρώτος εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια ικανότητας οδήγησης, με τη συγκατάθεση και εν γνώσει του πατέρα, του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης εταιρίας και, όσον αφορά στην από 17-11-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή, που άσκησε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη καιαναγνωρίστηκε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοινα καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, τοσυνολικό ποσό των 74.157,35 ευρώ, με το νόμιμοτόκο από την επομένης της καταβολής του ως άνω ποσού και μέχρι την εξόφληση, ενώ η από 23-1-2006 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις Ζωοτροφές Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις υπό κρίση εφέσεις τους, ως και με την αντέφεση που άσκησε ο ενάγων της από 15-5-2005 κύριας αγωγής, όλοι οι διάδικοι της πρωτόδικης δίκης, αποδίδοντας της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, να εξαφανισθεί, άλλους να μεταρρυθμισθεί η ως άνω οριστική απόφαση, προκειμένου να γίνουν δεκτές οι αγωγές που άσκησαν (κύρια και παρεμπίπτουσες) στο σύνολο τους, ή να απορριφθούν οι σε βάρος τους ασκηθείσες αγωγές στο σύνολο τους, αντίστοιχα Πρέπει κατόπιν αυτών, να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων κάθε έφεσης, ως και της αντέφεσης, ενώ θεωρείται κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι συμπροσβάλλεται με αυτές και η ως άνω υπ’ αριθμ. 335/2009 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας Κατά την διάταξη του άρθ. 4 Ν. ΓΠΝ/1911 «διά πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά την λειτουργία του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεις ο οδηγός και ο κατά το άρθρον 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος, ή, ο κάτοχος ενέχεται μόνον μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου το οποίον παραχωρών εις το ζημιωθέν πρόσωπον δύναται, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, να απαλλαγεί πάσης άλλης αποζημιώσεως…». Από την άνω διάταξη, πουδιατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ, συνάγεται ότι, επειδή η ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος θεμελιώνεται, ανεξάρτητα από το αν αυτός, χρόνο του ατυχήματος, είναι οδηγός ή κάτοχος, (αντικειμενική ευθύνη), νόμος για να μετριάσει την αυστηρότητα της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν είναι κάτοχος ή οδηγός, περιορίζει ποσοτικά την ευθύνη του μέχρι την αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον άμεσους πριν το ατύχημα χρόνο. Ο περιορισμός αυτός της ευθύνης που αντιτάσσεται μόνο κατά τη βάση της αγωγής από το ν. ΓΠΝ/1911 και όχι κατά την ερειδόμενη στις διατάξεις 914, 922, 923 ΑΚ ή άλλη ειδική διάταξη, γίνεται με τη μορφή της ένστασης, που έχει ως βάση ότι ο εκάστοτε ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δεν είναι συγχρόνως και κάτοχος ή οδηγός αυτού (ΑΠ 1024/2015, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2, 6 παρ. 1, 10 και 11 παρ. 1 του ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», προκύπτει ότι το πρόσωπο στο οποίο προκλήθηκε ζημία από αυτοκίνητο, έχει ευθεία και αυτοτελή αξίωση κατά του ασφαλιστή για την αποκατάσταση της, μέχρι το ποσό της ασφαλιστικής συμβάσεως και, αντιστοίχως, ο ασφαλιστής, ο οποίος με ασφαλιστική, κατά τον παραπάνω νόμο, σύμβαση, κάλυψε την έναντι τρίτων ασφαλιστική ευθύνη του κυρίου ή κατόχου του, από αυτοκίνητο που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία αυτή, χωρίς να μπορεί να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και ειδικότερα ότι, για οποιοδήποτε λόγο, η ζημία που προκλήθηκε δεν καλύπτεται ασφαλιστικά. Μια τέτοια περίπτωση προβλεπόταν στο άρθρο 25 περ. 6 της Κ4/585/5-4-1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου που ίσχυε κατά το χρόνο του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος (7-8-2003) και ήδη καταργήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α’ 100/14-5-2007), συμφωνά με την οποία αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες προξενούμενες από οδηγό που δεν έχει την από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος το οποίο οδηγεί προβλεπομένη άδεια οδηγήσεως. Η διάταξη αυτή ήταν ανίσχυρη, ως ευρισκόμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 6 παρ. 5 του ν. 589/1976, αφού με αυτή δεν καθορίζεται γενικός όρος της ασφαλιστικής σύμβασης αλλά επιβάλλεται περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή. Όμως η απαλλακτική αυτή ρήτρα υπέρ του ασφαλιστή μπορούσε να συμπεριληφθεί ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε με τη συμπερίληψη του σ’ αυτή δημιουργείτο δεσμευτικότητα του όρου αυτού. Η συνομολόγηση του εν λόγω όρου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση, που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο (ΑΠ 407/2016, ΑΠ 581/2010, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παθητικά υποκείμενα του ως άνω δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος, κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976. Το δικαίωμα του αυτό, ο ασφαλιστής μπορεί να το ασκήσει και με παρεμπίπτουσα αγωγή (αν δηλαδή συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος) και μάλιστα πριν από την καταβολή στον ζημιωθέντα τρίτο κατ’ άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, δικαιούται δε να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου και τόκους και δη νομιμοτόκως από της καταβολής (ΕφΑθ10613/1990, ΕΕΝ 1990 σελ. 512, ΕφΘεσ 3581/1990, Αρμ 1991 σελ. 371, ΜΠρΛαμ218/2007, Αρμ 2007 σελ. 1532). Παράλληλα όμως, ο ασφαλισμένος, εναγόμενος από τον ασφαλιστή, δύναται να του αντιτάξει ό,τι θα μπορούσε να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος στην περίπτωση που ο τελευταίος ενήγαγε τον ασφαλισμένο, όπως την ένσταση του ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του ιδιοκτήτη κατ άρθ. 4 Ν. ΓΠΝ/1911 μέχρι την αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου εφόσον κατά το ατύχημα δεν ήταν κάτοχος ή οδηγός (ΑΠ 1024/2015, ο.π., ΑΠ 1459/2012, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 194/1992 ΕλΔνη 33/1592). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 2 § 2 ΓΠΝ/1911, ενόψει και του σκοπού του νομού, που απέβλεψε στην αυξημένη και αντικειμενική ευθύνη του κατέχοντος αυτοκίνητο, παν τίμημα αυτού για την έναντι των κίνδυνων από τη λειτουργία του απόλαυση τον ωφελειών του, προκύπτει ότι ως κάτοχος του αυτοκίνητου, δεν θεωρείται ο κατά τις διατάξεις του ΛΚ κάτοχος, δηλαδή εκείνος που ασκεί απλώς την επ’ αυτού φυσική εξουσία (άρθρο 974 ΑΚ ), αλλά εκείνος που εκμεταλλεύεται το αυτοκίνητο (ως κύριος ή επικαρπωτής), ή ο δικαιούμενος σε εκμετάλλευση του αυτοκινήτου, δυνάμει συμβάσεως με τον κύριο λ χ μισθώσεως, χρησιδανείου κλπ Εισάγεται δηλαδή για τον καθορισμό της έννοιας του κατόχου το στοιχείο της εκμετάλλευσης υπό την έννοια της συγκομιδής από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, οικονομικού οφέλους, είτε από τη μορφή κέρδους, είτε υπό μορφή εξυπηρετήσεως διαφόρων αναγκών του κατόχου (ΟλΑΠ 3/1987 ΝοΒ 36 71). Έτσι, δεν αποβάλλει την ιδιότητα του κατόχου, εκείνος ο οποίος παραχωρεί ή επιτρέπει την οδήγηση του αυτοκινήτου σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την ύπαρξη ιδιαίτερης σύμβασης σχετικά με τη μεταβίβαση της κατοχής, αφού το πιο πάνω διακριτικό της κατοχής, στοιχείο της εκμετάλλευσης του αυτοκινήτου εξακολουθεί να υφίσταται στον κύριο (ΑΠ 558/1990 ΕλΔνη 31. 1000, ΑΠ 211/2012, ΑΠ 1532/2007, ΑΠ 1134/2007, όλες δημ. στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Κατά κανόνα, η κατοχή του αυτοκινήτου προϋποθέτει ορισμένη χρονική διάρκεια. Έτσι, ο κύριος του αυτοκινήτου που παραχωρεί τη χρήση σε τρίτον χάριν φιλικής εξυπηρέτησης για μικρό χρόνο ή για ένα ταξίδι, δεν χάνει την κατοχή, αν όμως η παραχώρηση είναι για μεγάλο διάστημα ή για αόριστο χρόνο, έναντι αναλήψεως από τον τρίτο των εξόδων συντήρησης και λειτουργίας του αυτοκινήτου, τότε κάτοχος καθίσταται ο τελευταίος (ΑΠ 1532/2007, ο.π.). Εξάλλου, κάτοχος κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, μπορεί να καταστεί κανείς, όχι μόνο με νόμιμο τρόπο (με σύμβαση), αλλά και με τρόπο παράνομο, όπως είναι η αυτογνώμων κατάληψη (αρθρ. 2§2 εδ. τελευταίο). Για να υπάρξει “αυτογνώμωνκατάληψη” απαιτείται γνώση από την πλευρά του δράστη, αλλά χωρίς τη γνώση και θέληση του κυρίου ή του προσώπου που δικαιούται να το χρησιμοποιεί. Συνήθως η έννοια αυτή συγκροτείται με τη νομοτυπική μορφή κάποιας αξιόποινης πράξης (κλοπή, κλοπή χρήσεως, υπεξαίρεση κ.λ.π.), αλλά είναι δυνατόν να μην εμφανίζει και ποινική απαξία (ΑΠ 681/2014, δημστην TNΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση δε αυτή, η αυτογνώμων κατάληψη δημιουργεί νέο πρόσωπο κατόχου, με σύγχρονη κατάλυση του παλαιού κατόχου, (Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2008, σελ 105, με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντα που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (οι εναγόμενοι δεν επιμελήθηκαν για την εξέταση μάρτυρα), η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ 335/2009 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμους, εκτιμώμενων και όσων από αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ 1 εδ α’ ΚΠολΔ), από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 σε συνδυασμό προς 395 ΚΠολΔ), μεταξύ δε των τελευταίων περιλαμβάνονται και τα δημόσια έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (ΑΠ 1286/2003 ΕλΔνη 46 406, ΜονΕφΑθ 1483/2016, ΜονΕφΠειρ 165/2014, ΕφΑθ 4606/2012, όλες δημ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), των επικαλούμενων και προσκομιζόμενοι φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), της υπ’ αριθμ 10822/13-12-2013, ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος Τ. Φ. ενώπιων της συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας …., που δόθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», ύστερα από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της, κατ’ άρθρο 671 παρ 1 εδάφ. γ του ΚΠολΔ (υπ’ αριθ. 8447, 8448, 8449/17-4-2006 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηλείας …), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 7-8-2003 και περί ώρα 19.30, ο ενάγων Ρ. Β., ιταλός υπήκοος, οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέταιδιοκτησίας του, κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα, στο ρεύμα πορείας του, επί χωμάτινης αγροτικήςοδού, στη θέση… του δ.δ.… του δήμου ΑρχαίαςΟλυμπίας, με κατεύθυνση από προς, ενώ πίσωτου κινούνταν με άλλη δίκυκλη μοτοσικλέτα ο υιός του Γ. Β. Η ως άνω αγροτική οδός είναι διπλής κατεύθυνσης και στο σημείο όπου κινούνταν ο ενάγουν, το οδόστρωμα αυτής έχει πλάτος 3,70 μέτρα, ενώ υπάρχουν ήπιες συνεχείς στροφές. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο ανήλικος τότε, πρώτος εναγόμενος Δ. Π., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας… … ΙΧΕ αυτοκίνητοιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης ανώνυμηςεταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. ΠτηνοτροφικέςΕπιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά ΠροϊόνταΑνώνυμος Εταιρία», που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», χωρίς να κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης, κινούνταν επί της ανωτέρω χωμάτινης οδού, έχοντας αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία έβαινε ο ενάγων, δηλαδή από …προς…. Όταν ταδύο οχήματα πλησίαζαν να διασταυρωθούν, οπρώτος εναγόμενος, λόγω της υπερβολικής γιατις περιστάσεις ταχύτητας που είχε αναπτύξει, στην έξοδο στροφής που είχε στην πορεία του, αλλά και της έλλειψης εμπειρίας ως προς την οδήγηση, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, το οποίο εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα της οδού και, παρά τον αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά που επιχείρησε ο ενάγων, αυτό προσέκρουσε με το εμπρόσθιο και αριστερό τμήμα του, στην αριστερή πλευρά της δίκυκλης μοτοσικλέτας που, όπως προεκτέθηκε, κινούνταν κανονικά στο ρεύμα πορείας της. Ακολούθως, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, η μοτοσικλέτα, εκτράπηκε προς τα δεξιά ως προς την πορεία της και ανατράπηκε εκτός του οδοστρώματος, ενώ και ο ενάγων έπεσε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο σοβαρός τραυματισμός του, όπως αναλυτικά εκτίθεται παρακάτω. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο πρώτος εναγόμενος εγκατέλειψε τον ενάγοντα, πλην όμως συνελήφθη αργότερα, τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από: α) Την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος με το σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α.Τ. Αρχαίας Ολυμπίας, β) Τη με ημερομηνία 7-8-2005 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού …, στον οποίο ο πρώτος εναγόμενος ομολόγησε την υπαιτιότητα του για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, γ) Την απολογία του πρώτου εναγόμενου, κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Πατρών, όπου αυτός αποδέχτηκε την αποκλειστική υπαιτιότητα του για την πρόκληση του ατυχήματος, δ) Την ένορκη κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του αυτόπτη μάρτυρα – υιού του ενάγοντα, Γ. Β. ε) Την από 8-8-2003 προανακριτική ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, που συμπεριλαμβάνεται στην ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε. Με δεδομένες τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, αυτό οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου, …, οδηγού του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ο οποίος δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή που θα κατέβαλε ο μέσος συνετός οδηγός κάτω από ανάλογες περιστάσεις (άρθρο 330 ΑΚ) και ειδικότερα οδηγούσε χωρίς σύνεση, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και έχοντας αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα (χωμάτινο και στενό οδόστρωμα με συνεχείς στροφές), εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (άρθρα 12 παρ.1, 16 παρ. 1, 18 παρ. 1, 19 παρ. 1, 3, 20 και 94 του Κ.O.K.), με συνέπεια να επιπέσει στη δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο ενάγων και να γίνει πρόξενος της ένδικης σύγκρουσης κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε καμία υπαιτιότητα του ενάγοντα, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα στο ρεύμα πορείας του, ενώ παρά τον ελιγμό προς τα δεξιά που ενήργησε, δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση, καθώς το όχημα του ενάγοντα εισήλθε αιφνίδια και μεγάλη ταχύτητα στο ρεύμα πορείας του. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, περί του ότι ο ενάγων κινούνταν χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να ενεργήσει κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, οδηγός του υπ αριθμ. κυκλοφορίας …… IXΕ αυτοκίνητου, έστω και με ελλιπείςαιτιολογίες, οι οποίες επιτρεπτάσυμπληρώνονται από τις αιτιολογίες τηςπροκειμένης απόφασης (άρθρο 514 ΚΠολΔ), ορθάεκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε, το νόμο και συνακόλουθα ο πρώτος λόγος της έφεσης της τρίτης εναγομένης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ», με τον οποίο αύτη επαναφέρει τους προβαλλόμενους στην πρωτόδικη δίκη ισχυρισμούς περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας του ενάγοντα στην πρόκληση της ένδικου ατυχήματος, είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την ένδικη σύγκρουση, ο ενάγων διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη στο αριστερό του πόδι, βαθύ εκτεταμένο τραύμα της πρόσθιας επιφάνειας της ποδοκνημικής άρθρωσης, από του έξω σφυρού έως του έσω χείλους του αχίλλειου τένοντα, αποκόλληση του δέρματος περιφερικά μέχρι τη βάση των μεταταρσίων, διατομή του τένοντα του πρόσθιου κνημιαίου και του μακρού εκτείνοντοςδακτύλου, με σύνθλιψη των περιφερικών κολοβωμάτων σε έκταση 5 εκατοστών περίπου, απώλεια καθεκτικών συνδέσμων, διατομή της πρόσθιας κνημιαίας αρτηρίας και φλέβας, απώλεια του πρόσθιου τμήματος του θύλακα της άρθρωσης, με συνέπεια την πλήρη αποκάλυψη αυτής, κάταγμα του έσω σφυρού και μικρή απώλεια τμήματος του πρόσθιου σφυρού, μετά του αντίστοιχου χόνδρου Ο ενάγων υποβλήθηκε σε μηχανικό και χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος, κατά τη διάρκεια του οποίου αφαιρέθηκαν πολλά τεμάχια ξένου σώματος, σε οστεοσύνθεση του έσω σφυρού, απολίνωση της αρτηρίας και της φλέβας, συρραφή των τενόντων, συμπλησίαση του δέρματος και ακινητοποίηση του σκέλους. Ο ενάγων νοσηλεύτηκε στο ως άνω νοσοκομείο μέχρι και την I 5-8-2003, οπότε μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Ιταλία και διακομίστηκε αυθημερόν στο νοσοκομείο «Τζιοβάνι Μπόσκο» του Τορίνο, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 20-8-2003. Ακολούθως, εισήχθη στο νοσοκομείο «Μαρία Αδελαϊδα» του Τορίνο, όπου υποβλήθηκε σε πλαστική χειρουργική επέμβαση στο αριστερό πόδι του και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 26-9-2003. Επανεισήχθη δε στη χειρουργική κλινική του ίδιου νοσοκομείου στις 7-3-2005, οπότε υποβλήθηκε σε νέα πλαστική χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 14-3-2005. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρους από τα παρακάτω έγγραφα που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, όσα εκ των οποίων είναι ξενόγλωσσα, έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα: α) Το από 14-8-2003 πληροφοριακό σημείωμα του …, Διευθυντή της Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου, β) Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 158/29-8-2003 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή …, που εξέτασε τον ενάγοντα, γ) Το με ημερομηνία 20-8-2003 έγγραφο του νοσοκομείου «Τζιοβάνι Μπόσκο». δ) Τα με ημερομηνίες 26-9-2003 και 14-3-2005 ιατρικά πιστοποιητικά του νοσοκομείου «Μαρία Αδελαϊδα». Ο ισχυρισμός όμως του ενάγοντα, ότι εξαιτίας του παραπάνω περιγραφόμενου τραυματισμού του, εμφανίζει μόνιμη αναπηρία σε ποσοστό 30%, δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, στη με ημερομηνία 6-4-2004 έκθεση ιατροδικαστικής γνωμάτευσης του ιατρού …., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγουν, μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, ο ανωτέρω ιατρός, αφού αναπτύσσει το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντα, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Πρόκειται για σύνθετη βλάβη σε βάρος του αριστερού αστραγάλου και ποδιού σε άτομο με ενεστώσα δυσλειτουργία των αρθρώσεων και μεταβολή των νευρολογικών και αισθητικών επιπέδων. Η παρουσιαζόμενη βλάβη βρίσκεται σε εξελικτική φάση. Κρινόμενα τα στοιχεία στην παρούσα κατάσταση που έχω στη διάθεση μου, με σταθερή έκβαση προβλέπεται η αναγνώριση βιολογικής βλάβης περίπου στο 30%». Κατά συνέπεια, από την παραπάνω ιατροδικαστική έκθεση δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι ο ενάγων εμφανίζει σήμερα αναπηρία σε ποσοστό 30%, ούτε αυτός επικαλείται και προσκομίζει οποιοδήποτε άλλο προγενέστερο ή μεταγενέστερο ιατρικό έγγραφο, εκ του οποίου να προκύπτει ότι εμφανίζει κάποια μορφή αναπηρίας. Το αίτημα δε του ενάγοντα περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί, καθώς το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την κατάσταση της υγείας του, από το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων που ο ίδιος επικαλείται και προσκομίζει, εκ των οποίων κανένα δεν αναγράφει ότι αυτός εμφανίζει κάποια μορφή αναπηρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι συνεπεία του τραυματισμού του, ο ενάγων υποχρεώθηκε να δαπανήσει τα ακόλουθα ποσά: α) Για πατερίτσες και ιατρικά έξοδα στις 12-8-2003, 20-8-2003 και 20-4-2005, τα ποσά των 20 ευρώ, 30 ευρώ και 59,60 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 109,60 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις αντίστοιχες αποδείξεις λιανικής πώλησης που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγουν, β) Για την αγορά φαρμάκων στις 20-8-2003, 1-9-2003, 2-9-2003, 27-9-2003, 30-9-2003, 6-10-2003, 7-10-2003, 15-10-2003, 24-10-2003, 25-10-2003, 5-1 1-2003, 25-1 1-2003, 4-12-2003, 1 1-12-2003 και 5-4-2004, τα ποσά των 4, 2,93, 2, 21,20, 24,35, 11,64, 11,64, 27,95, 7,1 1, 54, 7,50, 6,75, 13,97, 14, 38,55, 46,84 και 15,78 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 310,21 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις αντίστοιχες αποδείξεις λιανικής πώλησης που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, γ) Για ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες στις 22-8-2003, 25-8-2003, 28-8-2003, 2-9-2003, 4-9-2003, 14-10-2003, 4-11-2003, 12-11-2003, 26-11-2003, 16-12-2003, 17-12-2003, 28-2-2004, 2-3-2004, 3-3-2004, 30-3-2004, 6-4-2004, 8-4-2004, 11-5-2004, 12-5-2004, 28-9-2004, 15-10-2004, 14-12-2004, 15-12-2004 και 20-4-2005, τα ποσά των 15,49, 15,49, 15,49, 15,49, 15,49, 36,15 17,82, 11,62, 5,35, 11,62, 11,62, 11,62, 17,82, 11,62, 1 1,62, 420, 11,62, 11,62, 36,15, 200, 100, 11,62, 11,62, 11,62, 18,59, 36,15, 1 1,62 και 59,60 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 1.164,52 ευρώ), όπως αποδεικνύεται από τις αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών των νοσοκομείων «Τζιοβάνι Μπόσκο» και «Μαρία Αδελαϊδα», που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, δ) Για τον επαναπατρισμό του ενάγοντα από την Ελλάδα στην Ιταλία, το ποσό των 8.850 ευρώ, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. 4104321/29-8-2003 και 4104622/5-9-2003 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της εταιρίας Europe Assistance, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα, ε) Για την απασχόληση νοσοκόμας κατά το χρονικό διάστημα από 26-9-2003 μέχρι την 31-3-2004, το συνολικό ποσό των 5 030 ευρώ, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ 8/30-9-2003, 10/31-10-2003, 11/30-11-2003, 13/31-12-2003, 2/31-1-2004, 3/28-2-2004 και 4/31-1-2004 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της νοσηλεύτριας ….., που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα. Επομένως, ο ενάγων δαπάνησε συνολικά για τις παραπάνω αιτίες, το ποσό των 15.464,33 ευρώ, εξαιτίας του τραυματισμού του. Αντίθετα, το αιτούμενο κονδύλιο ύψους 409,11 ευρώ, που ζητεί ο ενάγων για τη δαπάνη τηλεφωνικών συνομιλιών που είχε ενώ νοσηλεύονταν στην Ελλάδα, με τους θεράποντες ιατρούς του στην Ιταλία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η δαπάνη για τηλεφωνικές συνομιλίες μέσω κινητού τηλεφώνου, συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα Εξάλλου, από τη με ημερομηνία 5-10-2006 βεβαίωση του …., Διοικητικού Διευθυντή, της Διεύθυνσης Βορείου Τορίνο του Εθνικού Ιδρύματος Κοινοτικής Ασφάλισης της Ιταλίας, έγγραφο που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, αποδεικνύεται ότι αυτός (ενάγων) δεν εισέπραξε, ούτε δικαιούται να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό για τις ιατρικές και φαρμακευτικές δαπάνες στις οποίες έχει υποβληθεί εξαιτίας του τραυματισμού του. Επόμενους, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και επιδίκασε στον ενάγοντα για τις πιο πάνω αιτίες το ποσό των 15.464,33 ευρώ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων με τους αντίστοιχους λόγους των εφέσεων τους, με τους οποίους επαναφέρουν τους προβαλλόμενους στην πρωτόδικη δίκη ισχυρισμούς τους, ο μεν πρώτος ότι δεν αποδείχθηκε πως ο ενάγων είχε ανάγκη για τις υπηρεσίες νοσηλευτή, η δε τρίτη, ότι από τα ανωτέρω αιτούμενα ποσά, θα πρέπει να αφαιρεθεί ό,τι έλαβε ο ενάγων από τον ασφαλιστικό του φορέα, είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, ο ενάγων με την αγωγή του ζήτησε να του επιδικαστεί αποζημίωση για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής που χρειάστηκε να λαμβάνει κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, χωρίς να είναι απαραίτητο στοιχείο του δικογράφου, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αναγραφή ιατρικής συνταγής ή γνωμάτευσης που να δικαιολογεί τη βελτιωμένη διατροφή του ενάγοντα, καθώς το στοιχείο αυτό, δεν ανάγεται στη βάση της αγωγής και μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις. Επομένως, ορθώς η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη ως προς το κονδύλιο αυτό την αγωγή του ενάγοντος. Αποδείχθηκε δε, ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, υποχρεώθηκε να λαμβάνει βελτιωμένη διατροφή (ψάρι, κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, φρούτα), που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι απαραίτητη σε σοβαρούς τραυματισμούς όπως αυτός που υπέστη και κατέβαλε για την αιτία αυτή, πέραν των καταβαλλόμενων για τη συνήθη διατροφή του, το ποσό των 5 ευρώ ημερησίως και συνολικώς για χρονικό διάστημα ενός έτους (από 26-9-2003 έως και 25-9-2004), το ποσό των 1.825 ευρώ (5 ευρώ Χ 365 ημέρες), κατά το οποίο και ζημιώθηκε και όχι αυτό των 6.050 ευρώ που ζητεί με την υπό κρίση αγωγή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 1.825 ευρώ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων με τους αντίστοιχους λόγους των εφέσεων τους, με τους οποίους επαναφέρουν τους προβαλλόμενους στην πρωτόδικη δίκη ισχυρισμούς τους, ο μεν πρώτος ότι δεν αποδείχθηκε πως ο ενάγων είχε ανάγκη να λάβει βελτιωμένη διατροφή, η δε τρίτη, ότι το ως άνω αιτούμενο κονδύλιο έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, επειδή δεν αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής ιατρική συνταγή ή γνωμάτευση που να δικαιολογεί τη βελτιωμένη διατροφή του ενάγοντα, είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι. Απορριπτέος επίσης είναι ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο σχετικός λόγος αντέφεσης του ενάγοντα – εφεσίβλητου, με τον οποίο ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ισχυριζόμενος ότι κατέβαλε για βελτιωμένη διατροφή, το αιτούμενο με την αγωγή του ποσό των 6.050 ευρώ, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων χρειάστηκε να λάβει διατροφή για χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους, ούτε και να καταβάλει ημερησίως χρηματικό ποσό μεγαλύτερο των πέντε ευρώ. Περαιτέρω, ο ενάγων με την αγωγή του ζήτησε να του επιδικαστεί αποζημίωση λόγω της απώλειας εισοδημάτων εκ της εργασίας του, συμπεριλαμβάνοντας στο δικόγραφο της αγωγής του, όλα τα απαραίτητα στοιχεία, έτσι ώστε το αίτημα του να είναι ορισμένο κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ανέγραφε την ειδικότητα του, τον εργοδότη του, τις μηνιαίες αποδοχές του και τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αδυνατούσε να εργαστεί εξαιτίας του τραυματισμού του. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη ως προς το κονδύλιο αυτό την αγωγή του ενάγοντος Ακολούθους, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πριν από το ατύχημα εργάζονταν στο τμήμα πληροφορικής της εταιρίας με την επωνυμία «ITALGAS Piu S p Α.», η οποία την 1-1-2005 από την εταιρία με την επωνυμία «ΕΝΙ S.p.A.». Εξαιτίας του τραυματισμού του, ο ενάγων ήταν ανίκανος να εργαστεί ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 7-8-2003 μέχρι 2-7-2004, αλλά και κατά τα εξής χρονικά διαστήματα: α) από 13-7-2004 μέχρι 15-7-2004, β) από 22-9-2004 μέχρι 23-9-2004, γ) από 11-10-2004 μέχρι 15-10-2004, δ) από 9-11-2004 μέχρι 12-11-2004, ε) από 29-11-2004 μέχρι 1-12-2004, στ) από 17-1-2005 μέχρι 21-1-2005, ζ) από 9-2-2005 μέχρι 10-2-2005, η) από 23-2-2005 μέχρι 24-2-2005 και θ) από 7-3-2005 μέχρι 15-5-2005. Το γεγονός ότι ο ενάγων αδυνατούσε να εργαστεί κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, αποδεικνύεται πλήρως από τα αντίστοιχα αντίγραφα πιστοποιητικοί του ασφαλιστικού του οργανισμού (INPS), που αυτός επικαλείται και προσκομίζει, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα. Περαιτέρω από τη με ημερομηνία 3-4-2006 έγγραφη βεβαίωση της εταιρίας «ΕΝΙ S.p.A.», που επίσης επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγουν, μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν, για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2003 στο ποσό των 2.297,54 ευρώ, για το έτος 2004, στο ποσό των 2.350,60 ευρώ) και για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έτους τον Μάιο του 2005, στο ποσό των 2.417,60 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων, για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα που αδυνατούσε να εργαστεί, απώλεσε τα ακόλουθα εισοδήματα: α) Για το χρονικό διάστημα από 7-8-2003 μέχρι 2-7-2004, το ποσό των 25.365,09 ευρώ (4 μήνες Χ 2.297,54 + 25/30 Χ 2.297,54 + 6 μήνες Χ 2.350,60 + 2/30 Χ 2.350,60). β) Για τα χρονικά διαστήματα από 13-7-2004 μέχρι 15-7-2004, από 22-9-2004 μέχρι 23-9-2004, από 11-10-2004 μέχρι 15-10-2004, από 9-11-2004 μέχρι 12-11-2004 και από 29-11-2004 μέχρι 1-12-2004, το ποσό των 1.332 ευρώ (17 ημέρες, ήτοι 17/30 Χ 2.350,60). Γ) Για τα χρονικά διαστήματα από 17-1-2005 μέχρι 21-1-2005, από 9-2-2005 μέχρι 10-2-2005, και από 23-2-2005 μέχρι 24-2-2005, το ποσό των 725,28 ευρώ (9 ημέρες, ήτοι 9/30 Χ 2.417,60) δ) Για το χρονικό διάστημα από 7-3-2005 μέχρι 15-5-2005, το ποσό των 5 479,89 ευρώ (2 μήνες Χ 2 417,60 ? 8/30 Χ 2417,60). Έτσι, ο ενάγων απώλεσε το συνολικό ποσό των 32 902,26 ευρώ (25.365,09 + 1332 + 725,28 + 5.479,89), το οποίο θα κέρδιζε μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την ανωτέρω εργασία του αν δεν είχε τραυματιστεί. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, που επιδίκασε στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία το ποσό των 29 686,02 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό οσχετικός λόγος της από 17-11-2016 αντέφεσηςπου άσκησε ο ενάγουν θα πρέπει να γίνει εν μέρειδεκτός ους ουσιαστικά βάσιμος και ναεπιδικασθεί στον ενάγοντα εφεσίβλητο το πιοπάνω ποσό των 32 902,26 ευρώ. Αντίθετα, τα όσαυποστηρίζουν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων με τους αντίστοιχους λόγους των εφέσεών τους, με τους οποίους επαναφέρουν τους προβαλλόμενους στην πρωτόδικη δίκη ισχυρισμούς περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, αλλά και περί του ότι δεν αποδείχθηκε πως ο ενάγων απώλεσε εισοδήματα εκ της εργασίας του, είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ και 111, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση καταστροφής πράγματος η ζημία συνίσταται στην αξία αυτού, αντίστοιχα προς την οποία μειώνεται η υπάρχουσα περιουσία του ζημιωθέντος και το ποσό αυτής αποτελεί την επιδικαστέα αποζημίωση όταν αυτή παρέχεται σε χρήμα. Η αναγραφή δε του στοιχείου αυτού αρκεί για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής περί αποζημιώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ χωρίς να είναι απαραίτητο ειδικότερα προκειμένου περί καταστροφής (αχρηστεύσεως) αυτοκινήτου, να αναφέρονται και οι επί μέρους φθορές που προκλήθηκαν, ή η δαπάνη αποκαταστάσεως ενδεχομένως αυτών, διότι τα στοιχεία αυτά, δεν ανάγονται στη βάση της αγωγής και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 1006/1977 ΝοΒ 26, 907, ΕφΛαμ 15/2011, ΕφΠατρ 152/2009,δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι στην αγωγή του ενάγοντα γίνεται επίκληση ολικής καταστροφής της υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλης μοτοσικλέτας του, λόγω της ασύμφορης επισκευής της, αφούαπαιτούνταν ποσό μεγαλύτερο των 2.000 ευρώστο οποίο προσδιορίζεται η αξία της, ορθώς ηεκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη ως προς το κονδύλιο αυτό την αγωγή του ενάγοντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της σύγκρουσης των δύο οχημάτων και της ανατροπής της υπ’ αριθμ κυκλοφορίας …δίκυκλης μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας τουενάγοντα, μάρκας … τύπου ……, 212 κυβικώνεκατοστών, αυτή καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς για την επισκευή της απαιτείται η καταβολή ποσού που υπερβαίνει την αξία αυτής, που κατά το χρόνο της σύγκρουσης ανέρχονταν σε 2.000 ευρώ· Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τη νομίμως μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, έγγραφη βεβαίωση της εδρεύουσας στο Τορίνο Ιταλίας, εταιρίας με την επωνυμία «…», που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, αλλάκαι από την ένορκη κατάθεση ενώπιον τουπρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του μάρτυρα – υιούτου ενάγοντα, Γ. Β.. Κατά συνέπεια, η ζημία που υπέστη ο ενάγων πρέπει να προσδιοριστεί στην αγοραστική αξία του οχήματος του, που όπως προεκτέθηκε, ανέρχεται στο ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο δεν πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό της αξίας των υπολείμματος αυτού, αφού η σχετική ένσταση της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθώς δεν προσδιορίζει καθόλου την αξία των υπολειμμάτων, ή το είδος των υλικών που διασώθηκαν (ΕφΛαμ 141/2008, ΕφΔωδ 344/2005, ΕφΠειρ 80/2002, όλες δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, το αίτημα της τρίτης εναγομένης να της αποδοθούν τα υπολείμματα της μοτοσικλέτας, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς αυτά είναι περιουσιακό στοιχείο του ενάγοντα και ως εκ τούτου η εναγομένη δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση τους (Κρητικός, ο.π., σελ. 475, με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και επιδίκασε στον ενάγοντα για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 2.000 ευρώ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων με τους αντίστοιχους λόγους των εφέσεων τους, με τους οποίους επαναφέρουν τους προβαλλόμενους στην πρωτόδικη δίκη ισχυρισμούς τους περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ως προς το κονδύλιο αυτό, περί του ότι το ύψος της ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την αιτία αυτή δεν ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό, καθώς επίσης, το αίτημα της τρίτης εναγομένης, περί συνυπολογισμού της αξίας των υπολειμμάτων του οχήματος, άλλως παράδοσης αυτών στην ίδια, είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξαιτίας δε του ανωτέρω περιγραφόμενου τραυματισμού του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ποσού είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, πέραν του ποσού των 30 ευρώ) που επιφυλάσσεται να αναζητήσει για την ίδια αιτία, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά δικαστήρια, το οποίο κρίνεται εύλογο κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, σταθμίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, το είδος της βλάβης που επήλθε και την έκταση της, την ταλαιπωρία που ο ενάγων υπέστη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και της αποθεραπείας του, τις τρεις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, το μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αδυνατούσε να εργαστεί, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, πλην της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και επιδίκασε στον ενάγοντα για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 25.000 ευρώ, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες επιτρεπτά συμπληρώνονται από τις αιτιολογίες της προκειμένης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων ως κατ’ ουσία αβάσιμων των λόγων έφεσης του πρώτου και τρίτης των εναγομένων, με τους οποίους αυτοί ισχυρίζονται ότι έπρεπε να επιδικαστεί στον ενάγοντα μικρότερο χρηματικό ποσό για την ως άνω αιτία, αλλά και του λόγουαντέφεσης του ενάγοντα, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι έπρεπε να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του, το ποσό των 500.000 ευρώ Περαιτέρω όπως ήδη προεκτέθηκε, το ζημιογόνο αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ……, ιδιοκτησίας τηςδεύτερης των εναγομένων, που ο οδηγούσε οπρώτος εναγόμενος Δ. Π., ήταν ασφαλισμένοστην τρίτη εναγομένη με την κύρια αγωγή καιπαρεμπιπτόντως ενάγουσα, ανώνυμηασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία«Συνεταιριστική ΑΕΓΑ», δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης που είχε συνάψει με αυτή, η ως άνω ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου οχήματος. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η παρεμπίπτοντος ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, του κατόχου και του οδηγού του πιο πάνω αυτοκινήτου για τις ζημιές που θα προκαλούσε σε τρίτους κατά την κυκλοφορία του, κατά το χρονικό διάστημα από 13-7-2003 έως 13-7-2004, δυνάμει του υπ’ αριθμ.… ασφαλιστηρίου συμβολαίου και του με αριθμό … ανανεωτηρίου στην ως άνω εταιρία, για τιςυλικές ζημιές και τις σωματικές βλάβες τρίτων, μέχρι τα ποσά των 500 000 και 100.000 ευρώ, αντίστοιχα. Σύμφωνα με το ασφαλιστήριο, κατάτους ισχυρισμούς της ενάγουσας ασφαλιστικήςεταιρίας, ο ασφαλισμένος τελεί εν γνώσει και αποδέχεται τους ενιαίους όρους ασφάλισης αυτοκινήτου (ΦΕΚ 795/8-4-1978 που περιέχει την Υ.Α. Κ4 585/1978). Κατά δε το άρθρο 25 παρ. 6 της εν λόγο;) Υπουργικής Απόφασης, αποκλείονται από την ασφάλιση οι ζημιές που προξενούνται όταν το αυτοκίνητο οδηγείται από οδηγό που δεν έχει την υπό του νόμου και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, προβλεπόμενη άδεια ικανότητας οδήγησης. Ο συμβατικός αυτός όρος δεσμεύει στην προκειμένη περίπτωση τους εναγόμενους (οδηγό και ιδιοκτήτρια του ασφαλισμένου οχήματος), καθόσον, σύμφωνα και με τα ανωτέρου εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, με τη ρητή παραπομπή του συμβολαίου στο ΦΕΚ που περιέχει την ως άνω Υπουργική Απόφαση, απέκτησε συμβατική ισχύ. ʼλλωστε, όπωςσυνάγεται από το σύνολο των ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρίας, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, αυτή αποδέχεται την ύπαρξη και το κύρος του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γεγονός που τεκμαίρει την αποδοχή εκ μέρους της, του συνόλου των όρων της σύμβασης και όχι μόνο αυτών που λειτουργούν υπέρ της, εφόσον δεν διατυπώνεται ρητά αντίθετος ισχυρισμός από αυτή, που να προσδίδει στην εν λόγω απαλλακτική ρήτρα αντισυμβατική συμπεριφορά της παρεμπίπτοντος ενάγουσας. Εφόσον λοιπόν ο δεύτερος των παρεμπίπτοντος εναγομένου, Δ. Π., οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο χωρίς να κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης, γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω, αποκλείονται από την ασφάλιση οι ζημιές που προκλήθηκαν στην προκειμένη περίπτωση από τη λειτουργία αυτού. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, η ασφαλιστική εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει την ένσταση αποκλεισμού της ευθύνης της κατά του κυρίως ενάγοντα, μπορεί όμως να την προτείνει κατά του ασφαλισμένου της και του οδηγού του οχήματος, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση και εφόσον αυτή αποζημιώσει τον ενάγοντα της κύριας αγωγής, ο δεύτερος εναγόμενος, οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος, οφείλει αναγωγικά να της αποδώσει, ό,τι εκείνη καταβάλει. ʼλλωστε το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης απόφασης δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης από τον πρώτο παρεμπίπτοντος εναγόμενο Δ. Π. Όσον αφορά όμως την ιδιοκτήτρια του οχήματος, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», αποδείχθηκε ότι το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της ήταν στη διάθεση των εργαζομένων της, αλλά και του νομίμου εκπροσώπου της, Γ. Π., πατέρα του δεύτερου εναγόμενου Δ. Π. και στάθμευε σε αποθηκευτικό της χώρο. Κατά τον επίδικο χρόνο (απογευματινές ώρες της 7-8-2003), ο ανήλικος τότε Δ. Π., εκμεταλλευόμενος το γεγονός της απουσίας των γονέων του, καθώς ο Γ. Π., συνοδευόμενος από τη σύζυγο του και μητέρα του Δ. Π., την επομένη ημέρα (8-8-2003) εισήχθη στην ουρολογική κλινική του «Ιπποκράτειου» Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 12-8-2003, κατέλαβε αυτογνωμόνως το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης εταιρίας και στη συνέχεια προκάλεσε το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς ο πατέρας του – νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρίας να γνωρίζει για την ενέργεια αυτή του τέκνου του και χωρίς να του έχει επιτρέψει την οδήγηση του αυτοκινήτου. To γεγονός ότι ο Δ. Π. κατέλαβε αυτογνωμόνως το ζημιογόνο όχημα, αποδεικνύεται πλήρως από α) την από 7-8-2003 ένορκη προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα – αστυνομικού … και την από το με ημερομηνία 7-8-2003 αντίγραφο του βιβλίου αδικημάτων – συμβάντος και συλλήψεων του Α.Τ. Αρχαίας Ολυμπίας, έγγραφα που συμπεριλαμβάνονται στην ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε, εκ των οποίων προκύπτει ότι το ζημιογόνο όχημα ανευρέθη σε αποθηκευτικό χώρο στον οποίο βρίσκονταν και ο Δ.Π., ο οποίος μάλιστα είχε ήδη αφαιρέσει τα τμήματα αυτού που είχαν συγκρουσθεί με τη μοτοσικλέτα του ενάγοντα, καθώς και ότι ο τελευταίος συνελήφθη εκεί, χωρίς να γίνεται μνεία ουδόλως για το εάν στον ίδιο χώρο ή σε κάποιον άλλο παρακείμενο βρίσκονταν οι γονείς του και ειδικότερα ο πατέρας του, Γ. Π., β) την υπ’ αριθμ πρωτ. 4084/14-12-2009 βεβαίωση του διευθυντή του ουρολογικού τμήματος του ως άνω νοσοκομείου ………, σύμφωνα με την οποία ο Γ. Π. νοσηλεύθηκε από 8-8-2003 έως 12-8-2003 και γ) την υπ’ αριθμ …/26-4-2006 ένορκη βεβαίωση της Τ.Φ., μητέρατου Δ. Π. ενώπιον της συμβολαιογράφου ΠύργουΗλείας ………., εκ της οποίας επιβεβαιώνεται η μετάβαση στην Αθήνα κατά τον κρίσιμο χρόνο του Γ. Π. και της ιδίας, για ιατρικούς λόγους. Αντίθετα, ο ισχυρισμός του ενάγοντα με την κύρια αγωγή, περί του ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρίας του οχήματος και πατέρας του ανήλικου Δ.Π., είχε μονίμως στη διάθεση του τελευταίου το ζημιογόνο όχημα, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε. Ειδικά δε όσον αφορά την εκτύπωση εκ της ιστοσελίδας «Rally.gr», έγγραφο που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με βάση το οποίο ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του ανήλικου είχε πάντα στη διάθεση αυτού το ζημιογόνο όχημα, προκειμένου αυτός να προπονείται διότι λάμβανε μέρος σε αγώνες αυτοκινήτων, πρέπει να σημειωθεί ότι το ως άνω έγγραφο αφορά σε διοργάνωση αγώνα κατά το έτος 2008, δηλαδή πολύ μεταγενέστερα του ένδικου ατυχήματος, οπότε ο Δ.Π. είχε πλέον ενηλικιωθεί και ήταν κάτοχος άδειας ικανότητας οδήγησης. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, εφόσον αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο πρόκλησης του ένοικου ατυχήματος, κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος δεν η ιδιοκτήτρια εταιρία, αλλά ο Δ. Π. που είχε καταλάβει αυτό αυτογνωμόνως, πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση του άρθρου 4 ν ΓΠΝ 1911, την οποία παραδεκτά προέβαλε αυτή, κατά του ενάγοντα με την κύρια αγωγή, Ρ. Β. και κατά της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ» και να περιοριστεί η ευθύνη της προς αποζημίωση, τόσο του ενάγοντα με την κύρια αγωγή, όσο και της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, μέχρι του ποσού των 1.200 ευρώ, που αποδείχθηκε ότι είναι η αξία του αυτοκινήτου. Εξάλλου, με την από 23-1-2006 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η εταιρία με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία» κατά του …, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλλει, όποιο ποσό υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλλει στον ενάγοντα Ρ. Β., σε περίπτωση που γίνει δεκτή η από 15-5-2005 αγωγή που άσκησε σε βάρος της, αντίγραφο της οποίας ενσωματώνει στο δικόγραφο της αγωγής της, ή στην περίπτωση που υποχρεωθεί να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον ασφαλιστή της, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η από 17-11-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή που αυτός άσκησε εναντίον της. Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά το μέρος που ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει όποιο ποσό υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στον ασφαλιστή της, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, αφού η παρεμπιπτόντως ενάγουσα δεν εκθέτει ουδόλως στο δικόγραφο της αγωγής της, ποια είναι και για ποια αιτία, η σε βάρος της αξίωση εκ μέρους του ασφαλιστή της, ούτε ενσωματώνει το δικόγραφο της από 17-11-2005 παρεμπίπτουσας αγωγής που ισχυρίζεται ότι ασκήθηκε σε βάρος του. Η αοριστία αυτή του δικογράφου εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, καθώς η ενάγουσα παραπονείται με την έφεση της, επειδή η αγωγή της απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολο της και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη κατά τα ανωτέρω, είναι επωφελέστερη για την εκκαλούσα, ενώ δεν αρκεί απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο είναι διαφορετικές (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1951/2007, ΕφΠειρ 575/2015, ΕφΠειρ 584/2015, όλες δημ. στη ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, εφόσον αποδείχτηκε ότι ο εναγόμενος Δ. Π. κατέλαβεαυτογνωμόνως το ως άνω αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητα του το ένδικο ατύχημα, πρέπει να γίνει δεκτή ους και κατ’ ουσία βάσιμη, κατά το μέρος που ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δ. Π. να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ό,τι αυτή υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα με την κύρια αγωγή, Ρ. Β.. Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη που δέχτηκε ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, είχε ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του πρώτου εναγόμενου Δ. Π. το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, ότι κατ’ αυτό τον τρόπο δεν είχε απωλέσει η ίδια την ιδιότητα του κατόχου του οχήματος, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση του άρθρου 4 ν. ΓΠΝ/1911 που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη και κατόπιν αυτού: α) αναγνώρισε ότι ευθύνεται και η ίδια εις ολόκληρο με τους λοιπούς εναγόμενους, προς αποζημίωση του κυρίως ενάγοντα για το σύνολο της ζημίας που αυτός υπέστη, β) αναγνώρισε ότι ευθύνεται και η ίδια εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο, οδηγό του ζημιογόνου οχήματος, προς αποζημίωση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, για το σύνολο του ποσού που εκείνη θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής και γ) απέρριψε ους ουσιαστικά αβάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε αυτή σε βάρος του Δ. Π., έσφαλε ους προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει επομένως να εξαφανιστεί κατά το μέρος αυτό, σύμφωνα με τον βάσιμο περί τούτου λόγο έφεσης της δεύτερης εναγομένης, με τον οποίο επανέφερε την ως άνω προβαλλόμενη στην πρωτόδικη δίκη, ένσταση περιορισμού της ευθύνης της, κατ’ άρθρο 4 ν. ΓΠΝ/1911. Τέλος, όσον αφορά στην από 17-11-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ» σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία», η τελευταία επαναφέρει με λόγο έφεσης, την προβαλλόμενη στην πρωτόδικη δίκη ένσταση της, περί του ότι η σε βάρος της παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 489/1976, που ορίζει ότι: «η ασφαλιστική κάλυψη επίσης περιλαμβάνει και την αστική ευθύνη του κυρίου ή κατόχου έναντι τρίτων σε περίπτωση αυτοκινήτων που έχουν, είτε κλαπεί, είτε αποκτηθεί με χρήση βίας», δεν υφίσταται δυνατότητα στην προκειμένη περίπτωση να αναζητήσει από την ίδια το ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλλει στον ζημιωθέντα τρίτο. Η ένσταση αυτή όμως είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο Δ. Π. δεν κατέλαβε το ζημιογόνο αυτοκίνητο με χρήση βίας, ούτε και είχε σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, περιπτώσεις κατά τις οποίες μόνο τυγχάνει εφαρμογής η ως άνω διάταξη (Κρητικός, ο.π. σελ. 597), αλλά αντίθετα, εκμεταλλευόμενος την απουσία των γονέων του, το κατέλαβε αυτογνωμόνως, με σκοπό την προσωρινή χρήση του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε σιωπηρά την ως άνω ένσταση, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες επιτρεπτά συμπληρώνονται από τις αιτιολογίες της προκειμένης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε το νόμο και συνακόλουθα ο ως άνω λόγος της έφεσης της εναγομένης εταιρίας, είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει: Α) Οι από 18-9-2009 (αρ. πραξ. κατ. 101/2009) και από 9-9-2009 (αρ.πραξ.κατ.95/2009) εφέσεις του εναγόμενου – παρεμπιπτόντως εναγόμενου …. και της εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ» αντίστοιχα, να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως ουσιαστικά αβάσιμες. Β) Η από 18-9-2009 (αρ. πραξ. κατ. 102/2009) έφεση της εναγομένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Γ. Π. Πτηνοτροφικές Επιχειρήσεις – Ζωοτροφές – Αγροτικά Προϊόντα Ανώνυμος Εταιρία» και η από 17-11-2016 αντέφεση του ενάγοντα Ρ. Β. να γίνουν δεκτές ως και κατ’ ουσία βάσιμες και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της, προκειμένου, για το ενιαίο του εκτελεστού τίτλου, να εκδοθεί μία απόφαση που θα περιλαμβάνει και τα μη μεταρρυθμιζόμενα κεφάλαια της αποζημίωσης. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει: α) Να γίνει δεκτή εν μέρει η από 15-5-2005 (αρ. πραξ. κατ. 166/2005) κύρια αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη μέχρι του ποσού των 1.200 ευρώ στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη της, το συνολικό ποσό των 77.191,59 ευρώ (15.464,33 + 1.825 + 32.902,26 + 2.000 + 25.000) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν κατά ένα μέρος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, σε βάρος των εναγόμενων (άρθρα 176, 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, β) Να γίνει εν μέρει δεκτή η από 17-11-2005 (αρ. πραξ. κατ. 271/2005) παρεμπίπτουσα αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη μέχρι του ποσού των 1.200 ευρώ στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη της, το συνολικό ποσό των 77.191,59 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ως άνω ποσού και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου εναγόμενου που ηττάται, ενώ ως προς τη δεύτερη εναγομένη, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και να συμψηφιστούν κατά τα λοιπά, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας (άρθρα 176, 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γ) Να γίνει εν μέρει δεκτή η από 23-1-2006 (αρ. πραξ. κατ. 13/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.200 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής αυτού προς τον ενάγοντα της κύριας αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν κατά ένα μέρος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διάδικων και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος του εναγόμενου (άρθρα 176, 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 22-7-2014 (αρ εκθ. κατ. 2/2014) ανακοπή ερημοδικίας, τις από 18-9-2009 (αρ.πραξ.κατ. 101/2009), από 18-9-2009 (αρ.πραξ.κατ. 102/2009) και από 9-9-2009 (αρ.πραξ.κατ. 95/2009) αντίθετες εφέσεις και την από 17-11-2016 αντέφεση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 22-7-2014 (αρ.εκθ.κατ. 2/2014) ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. 438/2013 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του προκαταβληθέντοςπαραβόλου, ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή σε βάρος της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία τις από 18-9-2009 (αρ. πραξ. κατ. 101/2009) και από 9-9-2009 (αρ.πραξ.κατ.95/2009) εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 18-9-2009 (αρ. πραξ. κατ. 102/2009) έφεση και την από 17-11 -2016 αντέφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 12/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας ως προς όλες τις διατάξεις της.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται κατά ένα μέρος την από 15-5-2005 (αρ πραξ κατ 166/2005) κύρια αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη της, το συνολικό ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων εκατόν ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (77.191,59), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
Επιβάλλει μέρος των δικαστικοί εξόδων του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων (4.700) ευρώ, σε βάρος των εναγομένων, που ευθύνονται για την καταβολή τους εις ολόκληρο, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται μέχρι του ποσού των εκατό (100) ευρώ.
Δέχεται κατά ένα μέρος την από 17-11-2005 (αρ.πραξ. κατ 271/2005) παρεμπίπτουσα αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη της, το ως άνω ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων εκατόν ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (77.191,59), που θα υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ως άνω ποσού και μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος το)ν δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων (4.700) ευρώ, σε βάρος των εναγομένων, που ευθύνονται για την καταβολή τους εις ολόκληρο, η δε δεύτερη εναγομένη ευθύνεται μέχρι του ποσού των εκατό (100) ευρώ.
Δέχεται κατά ένα μέρος την από 23-1-2006 (αρ. πραξ. κατ. 13/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ως άνω ποσού και μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος του εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, κλπ.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ