Με δύο ομόφωνες αποφάσεις της η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κήρυξε αντισυνταγματικές πρόνοιες δύο νόμων που είχαν ως επίκεντρο κουρεμένους καταθέτες και κατόχους αξιογράφων.
Οι γνωματεύσεις εκδόθηκαν κατόπιν αναφορών τις οποίες καταχώρησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος αρνήθηκε να προβεί στη δημοσίευσή τους. Για την πρώτη νομοθεσία η θέση που προβλήθηκε ήταν ότι «με τον Νόμο επιβάλλεται υποχρέωση στα υπό Εξυγίανση Ιδρύματα να παραχωρήσουν τουλάχιστον το 20% των θέσεων στο Διοικητικό τους Συμβούλιο, σε μετόχους που έχουν επηρεαστεί από μέτρα διάσωσης με ίδια μέσα ή από μέτρα πώλησης εργασιών (επηρεαζόμενα πρόσωπα) ανεξαρτήτως της αναλογίας των μετοχών τους στο σύνολο των μετοχών του Ιδρύματος, και ανεξαρτήτως της βούλησης των υπολοίπων μετόχων και του ίδιου του Ιδρύματος».
Αναλύοντας τα δεδομένα οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμάτευσαν ότι «κατά την κρίση μας αυτό καταστρατηγεί και το δικαίωμα του ”συμβάλλεσθαι ελευθέρως”, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος, αλλά και το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το δικαίωμα του ”συμβάλλεσθαι ελευθέρως” έχει επεξηγηθεί στη νομολογία μας ως δικαίωμα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ελευθερία της επιλογής του συμβαλλομένου, της διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμφωνίας και της προσχώρησης ή μη σε σύμβαση. Στην προκείμενη περίπτωση με την επιβολή, στους μη επηρεαζόμενους μετόχους, προσώπων που θα τους εκπροσωπούν στο διοικητικό συμβούλιο τού υπό εξυγίανση Πιστωτικού Ιδρύματος, ανεξάρτητα από τη βούλησή τους όπως αυτή εκφράζεται μέσα από ιδιωτικές εταιρικές συμβάσεις, παραβιάζεται το δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι».
Στην περίπτωση των κατόχων αξιογράφων, ο υπό αναφορά νόμος, όπως επεξηγείται στην απόφαση της Ολομέλειας, προνοούσε «συμψηφισμό του ποσού της χορήγησης, με την ονομαστική αξία των αξιογράφων ή μετοχών (του δανειολήπτη), αφαιρουμένης της τρέχουσας αξίας των μετοχών, κατά την ημερομηνία αναδιάρθρωσης. Επίσης περιόριζε, κατά τρόπον ανεπίτρεπτο, το ποσό που το Πιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να διεκδικήσει, έτσι ώστε το μέγιστο ποσό διεκδίκησης να είναι η οφειλή σύμφωνα με την αρχικά συναφθείσα σύμβαση για παροχή χορήγησης εκ μέρους του Πιστωτικού Ιδρύματος, με συμβατικό τόκο και τόκο υπερημερίας ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2%». Η Ολομέλεια γνωμάτευσε ακόμη ότι «με το άρθρο 3 του Νόμου περιορίζεται ακόμα και ο συμβατικός τόκος και ο τόκος υπερημερίας, επί των καθυστερημένων δόσεων αλλά και άλλα έξοδα τα οποία επιβλήθηκαν από την 29.3.13 και μετά, τα οποία δεν μπορούν να περιλαμβάνονται στη διεκδίκηση του Πιστωτικού Ιδρύματος εναντίον του δανειολήπτη».
Η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν, εν κατακλείδι, ότι με τον υπό αναφορά νόμο «περιορίζονται δικαιώματα περιουσιακής φύσης και κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, κατά τρόπον ανεπίτρεπτον από το Άρθρο 23 (σ.σ. δικαίωμα στην περιουσία) του Συντάγματος», ως επίσης και «ανεπίτρεπτος περιορισμός στο δικαίωμα του ”συμβάλλεσθαι ελευθέρως”, που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος εφόσον περιορίζονται τα συμφωνηθέντα συμβατικά δικαιώματα του Πιστωτικού Ιδρύματος, έναντι συγκεκριμένων δανειοληπτών».
Εκδίδοντας τη γνωμάτευσή του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να επισημάνει ότι «δεν μπορεί να υπεισέλθει στα κίνητρα ή στους σκοπούς της Βουλής».