«Η σημερινή ημέρα θα καταγραφεί ως ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην Ιστορία της Ευρώπης» δήλωνε στις 25 Μαρτίου 1957 ο Πολ Ανρί Σπάακ.
Η εκτίμηση του Βέλγου υπουργού Εξωτερικών, από τους πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, επαναλαμβάνεται σε κάθε ευρωπαϊκή επέτειο.
Μαζί με τις περιγραφές για την ίδια ημέρα, όταν «οι καμπάνες της Ρώμης χτυπούσαν ξέφρενα για να χαιρετίσουν τη γέννηση της νέας Ευρώπης…».
Στη μεγάλη αίθουσα του Καπιτωλίου υπογράφονταν από τους εκπροσώπους των έξι χωρών οι συνθήκες για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ). Γεννιόταν η Κοινή Αγορά, ο πρόδρομος της σημερινής Ενωμένης Ευρώπης.
«Επανεκκίνηση της Ευρώπης» είχε ονομαστεί η διαδικασία από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως τη Συνθήκη της Ρώμης. Ενας χαρακτηρισμός που επανέρχεται κάθε δεκαετία στις σχετικές επετειακές εκδηλώσεις. Αλλά και σε δύσκολες καμπές στην ευρωπαϊκή πορεία. Μόνο αυτές τις ημέρες, στην 60ή επέτειο, συνοδεύεται από ένα διαζευκτικό, λόγω των υπαρξιακών προβλημάτων και διαλυτικών τάσεων της ΕΕ.
Στη χώρα μας η είδηση περνά σχεδόν απαρατήρητη. Τα σχετικά τηλεγραφήματα των διεθνών πρακτορείων θεωρούνται άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Απουσιάζουν ή παρατίθενται υποβαθμισμένα στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων.Η ειδησεογραφία συνάδει, βεβαίως, με την πολιτική. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή αλλά και τα άλλα κόμματα δεν ασχολούνται με την υπόθεση. Ούτε τότε, ούτε κατά τις πολύμηνες προετοιμασίες, ούτε αμέσως μετά δίνουν σημασία στα τεκταινόμενα.
Η προσοχή στρέφεται στο Κυπριακό, στον εξόριστο Μακάριο (θα αφεθεί ελεύθερος από τους Βρετανούς λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα), στις παρελάσεις για την 25η Μαρτίου 1821 κι άλλα συνήθη. Εντυπωσιακή είναι η αφωνία της κυβέρνησης. Δεν οφείλεται σε άγνοια και σε ευρωπαϊκό επαρχιωτισμό. Είναι εξηγήσιμη, δεδομένου ότι επιλογή της είναι μια άλλου είδους οικονομική ευρωπαϊκή συνεργασία. Η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών από τα κράτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας (μετεξέλιξη του φορέα διαχείρισης του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ). Το εγχείρημα εκείνο ναυάγησε και κατέληξε σε μια «μικρή ΕΖΕΣ», όπου συμμετείχαν η Βρετανία και άλλες έξι χώρες (Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Αυστρία, Ελβετία, Πορτογαλία). Στην ουσία ήταν μια αντι-ΕΟΚ ένωση.
Ενώ στη Ρώμη συνέρχονται οι έξι, στην Αθήνα συγκαλείται το υπουργικό συμβούλιο για να δώσει κατευθύνσεις στην ελληνική αντιπροσωπεία, που αναχωρεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ΕΖΕΣ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε ταυτοχρόνως ότι η ελληνική πλευρά εμμένει στην πολιτική υπέρ της ΕΖΕΣ. Μια θέση που θα τηρείται έως το ναυάγιο της «μεγάλης ΕΖΕΣ». Πρόκειται για μια πτυχή που λίγο έχει διερευνηθεί και έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη αφήγηση ότι ο Κ. Καραμανλής και η συντηρητική παράταξη ήταν φανατικά υπέρ της ΕΟΚ από την πρώτη στιγμή. Μέχρι το ναυάγιο της ΕΖΕΣ η ελληνική ηγεσία ήταν προσηλωμένη σε αυτό το σχήμα, δεν έδωσε σημασία στις διεργασίες για την ίδρυση της ΕΟΚ, ούτε και κινήθηκε αμέσως μετά προς την ένωση των έξι. Ακόμη και στο «Αρχείο» Καραμανλή ουδεμία αναφορά υπάρχει από τον ίδιο στην ΕΟΚ έως και το τέλος του 1957. Η μοναδική μνεία γίνεται, σε επίπεδο συζήτησης, κατά τις επισκέψεις του υπ. Εμπορίου – Βιομηχανίας Π. Παπαληγούρα στη Δυτική Γερμανία (Ιούλιος και Νοέμβριος 1957).
Ιδού πώς τίθεται το ζήτημα σε ένα μυστικό ελληνογερμανικό πρωτόκολλο: «Η ελληνική πλευρά εξέθεσε περαιτέρω διεξοδικώς τας απόψεις της ελληνικής κυβερνήσεως διά την συμμετοχήν της Ελλάδος εις την ΕΖΕΣ ή εις την ΕΟΚ … Η γερμανική πλευρά … εις την περίπτωσιν αυτήν (προσχώρηση ή συνεργασία με την ΕΟΚ) θα ήτο πρόθυμος να παράσχη την υποστήριξίν της…». Με τη διπλωματική γλώσσα η Βόννη ωθεί, όπως προκύπτει και από άλλες τοποθετήσεις, την Αθήνα προς την ΕΟΚ. Εκείνη, κάτω από την ανάγκη σύναψης μιας ελληνογερμανικής οικονομικής συμφωνίας, αφήνει αορίστως αυτό το ενδεχόμενο ανοιχτό. Παραδόξως αυτή η συζήτηση θα αναδειχθεί αργότερα και στην ιστορία των σχέσεων Ελλάδας – ΕΟΚ ως πρώτη εκδήλωση ενδιαφέροντος για ένταξη στους έξι.
‘ΟΥΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ’
«25 Μαρτίου (1957): Η Συνθήκη της Ρώμης υπογράφηκε σήμερα. Αποβλέπει στη δημιουργία μιας κοινής αγοράς. Επί του παρόντος η κυβέρνηση, λόγω του ότι η χώρα έχει καθυστερημένη οικονομία που την εμποδίζει να ευθυγραμμιστεί αμέσως με τις χώρες της ΕΟΚ, φαίνεται να εξετάζει μόνο το ενδεχόμενο συμμετοχής στην υπό αγγλική επιρροή Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.» (από την ειδησεογραφία της ημέρας στο «Χρονικό του 20ού αιώνα»).
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Ο Κ. Καραμανλής κατηγορούμενος για ολιγωρία και καθυστέρηση «εξ ασυγχωρήτου τυφλότητος»
Το αφήγημα ότι ο Κ. Καραμανλής συνέλαβε αστραπιαία τη σημασία της ΕΟΚ και έσπευσε αμέσως να συνδέσει μαζί της την Ελλάδα, λόγω της ευρωπαϊκής ιδέας, που τον είχε συνεπάρει από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, πάσχει.
Ελληνική θέση ή πρωτοβουλίες και συζητήσεις για προσχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ δεν υπάρχουν ολόκληρο το 1957 και το 1958. Η κυβέρνηση, παραδόξως, είναι προσηλωμένη στον στόχο για μια ευρύτερη πολυμερή ευρωπαϊκή οικονομική ένωση. Ακόμη κι όταν αυτή η εξέλιξη δεν ήταν πλέον εφικτή και το αρχικό σχέδιο, που είχε τις ευλογίες των Αμερικανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, είχε ακυρωθεί από τις εσω-ευρωπαϊκές αντιθέσεις.
Η οριστικοποίηση της επιλογής για ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ φαίνεται ότι διαμορφώνεται στα μέσα του 1959 (τον Ιούνιο κατατίθεται η αίτηση σύνδεσης). Οριστικοποιείται παράλληλα με την έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος).
Δύο μήνες μετά την υποβολή της αίτησης έσκαγε μια «πολιτική βόμβα». Εβλεπε το φως ένα δυτικογερμανικό μνημόνιο προς την ελληνική κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 1956. Σε αυτό συνοψίζονταν οι θέσεις της Βόννης ως προς τις σχέσεις της ΕΟΚ με την Ελλάδα.
Ο κυριότερος, τότε, εμπορικός εταίρος της Ελλάδας στην Ευρώπη υποδείκνυε στον Κ. Καραμανλή να στραφεί προς την ΕΟΚ και όχι προς την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών. Δηλαδή παρότρυνε και πρότεινε να συμμετάσχει στις διαδικασίες που είχαν αρχίσει για τη συγκρότηση της Κοινότητας ανάμεσα στις πρώτες έξι χώρες και οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης.
Το πολιτικό θέμα που εγειρόταν από την αντιπολίτευση, με εξαίρεση την ΕΔΑ, η οποία τασσόταν κατά της σύνδεσης, ήταν πως η κυβέρνηση της ΕΡΕ «ολιγώρησε» για σχεδόν τρία χρόνια μέχρι να αντιληφθεί τη σημασία της ΕΟΚ. Εμεινε προσκολλημένη στην ιδέα της «νεφελώδους ΕΖΕΣ», παρά το γεγονός ότι το μνημόνιο προειδοποιούσε ότι η τελευταία δεν έχει μέλλον. Επιπλέον ότι το συμφέρον της Ελλάδας βρισκόταν στην ΕΟΚ των 160 εκατομμυρίων κατοίκων.
Τις μέρες εκείνες είχε δημοσιευτεί και μια κυβερνητική «Λευκή Βίβλος», όπου περιέχονταν όλα τα σχετικά κείμενα με την ελληνική πορεία προς την υποβολή της αίτησης για σύνδεση. Σκοπός της έκδοσης ήταν να απαντήσει η κυβέρνηση στις κατηγορίες για καθυστέρηση «εξ ασυγχωρήτου τυφλότητος». Να βεβαιώσει ότι «η Ελλάς συμμετέσχεν ενεργώς εις όλας τας προσπαθείας» για την ευρωπαϊκή οικονομική συνεργασία. Δεν βρισκόταν, όμως, ανάμεσά τους το δυτικογερμανικό προτρεπτικό μνημόνιο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και σήμερα δεν γίνεται, κατά κανόνα, μνεία του στην ιστορία των σχέσεων Ελλάδας – ΕΟΚ.
Η ΠΟΡΕΙΑ
Πολλές οι θεωρίες και πολλαπλές οι αιτίες
Η ιστοριογραφία για την πορεία προς τη Συνθήκη της Ρώμης είναι εντυπωσιακή. Ιστορικοί και πολιτικοί παραθέτουν διάφορα και διαφορετικά αφηγήματα. Με προτεραιότητες άλλοτε στις πολιτικές αποφάσεις, άλλοτε στις οικονομικές αναγκαιότητες ή στον ρόλο των προσωπικοτήτων και του αμερικανικού παράγοντα στο πλαίσιο του διπολικού κόσμου και του Ψυχρού Πολέμου.
Η κυρίαρχη ευρωκεντρική θέση είναι η υποβάθμιση της βούλησης και της πίεσης των ΗΠΑ προς την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση. Παραλλήλως με τη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ και την αμερικανική στρατηγική όλη την ευρύτερη περίοδο.
Μια άλλη τάση είναι ο υπερτονισμός του ρόλου διαφόρων προσωπικοτήτων. Αναλόγως της οπτικής προβάλλεται το ένα ή το άλλο εθνικό πρόσωπο. Αν και γίνονται συνθέσεις και διατηρούνται ισορροπίες.
Δεσπόζουσα θέση από την πρώτη φάση των σχετικών μελετών, κυρίως υπό το φως της πληθώρας απομνημονευμάτων των πρωταγωνιστών, κατέχει η ιδέα του ευρωπαϊσμού των ηγετών της ενοποιητικής διαδικασίας.
Σε μια μεταγενέστερη φάση αναδείχτηκε περισσότερο ο ρόλος των εθνικών συμφερόντων και των διακρατικών υπολογισμών στη γέννηση της ΕΟΚ. Οι πιο πρόσφατες προσεγγίσεις διατυπώνουν ερμηνευτικά σχήματα, που χαρακτηρίζονται από την πολλαπλότητα των αιτίων.
Η δημιουργία της ΕΟΚ ικανοποιούσε μια δέσμη αναγκών επαρκή για τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των επιμέρους εθνικών συμφερόντων και της αντιπαράθεσης με το «σιδηρούν παραπέτασμα».
Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή ενοποίησης αποτελεί ειδικό αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.
Από το Σχέδιο Μάρσαλ έως την ίδρυση της ΕΟΚ
1947 Εξαγγελία του αμερικανικού Σχεδίου Μάρσαλ και ίδρυση του Οικονομικού Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνεργασίας.
1948 Υπογραφή της Συνθήκης των Βρυξελλών, με την οποία δημιουργείται η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση (ΔΕΕ).
1949 Ιδρυση του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
1950 Διακήρυξη Σουμάν (9 Μαΐου, Ημέρα της Ευρώπης). Θεμελιώνεται η συνεργασία στον τομέα του άνθρακα.
1951 Συνθήκη των Παρισίων για τη συγκρότηση Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ).
1955 Σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών των έξι στη Μεσσήνη της Ιταλίας και απόφαση για την επέκταση της οικονομικής συνεργασίας.
1957 Υπογραφή στη Ρώμη των δύο συνθηκών με τις οποίες δημιουργούνται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η ΕΥΡΑΤΟΜ. Ληξιαρχική μέρα γέννησης της ΕΕ (25 Μαρτίου).
1959 Δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) ύστερα από πρωτοβουλία της Βρετανίας. Υποβολή αίτησης της Ελλάδας για σύνδεση με την ΕΟΚ.
1961 Συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ των έξι.