Περίληψη
Kατά τη διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ, η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο, λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίον η εργασιακή σχέση λογίζεται ανανεωθείσα για αόριστο χρόνο, ο οποίος μάλιστα δεν είναι δεκτικός ανταπόδειξης, εφόσον συντρέξουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, λήξη δηλαδή της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας και εξακολούθηση της εργασίας από τον εργαζόμενο χωρίς εναντίωση του εργοδότη. Επίσης, η αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας λύεται με καταγγελία είτε του εργοδότη είτε του εργαζόμενου. Όσον αφορά δε τον εργαζόμενο η καταγγελία μπορεί να γίνει όχι μόνο ρητά αλλά και σιωπηρά, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει, κατ’ αντικειμενική κρίση η βούληση του για λύση της σύμβασης. Έτσι η αποχή του εργαζομένου από την παροχή της εργασίας του, από μόνη της, δεν συνιστά, κατ’ αρχάς, σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του, αλλ’ εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και μετά από εκτίμηση της αιτίας και της διάρκειας της αποχής και των εν γένει συνθηκών, υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα, αν η αποχή αυτή πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ως επαγόμενη το ανωτέρω αποτέλεσμα της καταγγελίας.
ΑΠ 465/ 2016
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανή Γιαννούκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Η. Σ. του Ν., 2 Μ. Β. του Σ., 3 Β. Ν. του Ε. και 4 Ν. Π. του Λ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Κοσσυβάκη και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία “…” Α.Ε. που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αρβανίτη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-4-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 156/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-7-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Μαρία Νικολακέα ανέγνωσε την από 19-1-2015 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στην σύνθεση Αρεοπαγίτη Χρήστου Βρυνιώτη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν η χρονική διάρκεια της δεν καθορίζεται και δεν συνάγεται ούτε από το είδος και το σκοπό της, ούτε έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους. Αντίθετα, ορισμένου χρόνου σύμβαση υπάρχει, όταν η διάρκεια της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Έτσι, στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ο χρονικός καθορισμός της λήξης της πρέπει να είναι σαφής και ακριβής και όχι υποθετικός και αμφίβολος, εκτός αν η χρονική διάρκεια προσδιορίζεται με ακρίβεια από τη συνηθισμένη ή από το νόμο καθορισμένη διάρκεια της δραστηριότητας στην οποία γίνεται η απασχόληση του μισθωτού. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις το χρονικό σημείο της λήξης συνδέεται με την εκπλήρωση του σκοπού της εργασίας που παρέχεται, όπως π.χ. η εκτέλεση ενός έργου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ, η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο, λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίον η εργασιακή σχέση λογίζεται ανανεωθείσα για αόριστο χρόνο, ο οποίος μάλιστα δεν είναι δεκτικός ανταπόδειξης, εφόσον συντρέξουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, λήξη δηλαδή της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας και εξακολούθηση της εργασίας από τον εργαζόμενο χωρίς εναντίωση του εργοδότη. Επίσης, η αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας λύεται με καταγγελία είτε του εργοδότη είτε του εργαζόμενου. Όσον αφορά δε τον εργαζόμενο η καταγγελία μπορεί να γίνει όχι μόνο ρητά αλλά και σιωπηρά, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει, κατ’ αντικειμενική κρίση η βούληση του για λύση της σύμβασης. Έτσι η αποχή του εργαζομένου από την παροχή της εργασίας του, από μόνη της, δεν συνιστά, κατ’ αρχάς, σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του, αλλ’ εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και μετά από εκτίμηση της αιτίας και της διάρκειας της αποχής και των εν γένει συνθηκών, υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα, αν η αποχή αυτή πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ως επαγόμενη το ανωτέρω αποτέλεσμα της καταγγελίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την αναιρεσιβαλλόμενη 156/2014 απόφασή του, κρίνοντας υστερ’ από έφεση της αναιρεσίβλητης δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με σύμβαση έργου που συνήφθη τον Απρίλιο του 1996 μεταξύ της εκκαλούσας εταιρείας και του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Άρτας, η πρώτη ανέλαβε μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, το έργο της συντήρησης του ηλεκτρομηχανολογικού (Η/Μ) εξοπλισμού του νοσοκομείου στις εγκαταστάσεις αυτού στο λόφο … και τη θέση “…”. Διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε το ένα έτος, μετά τη λήξη του οποίου η σύμβαση παρατάθηκε μονομερώς από το νοσοκομείο για ένα έτος και συγκεκριμένα μέχρι τις 26-5-1998. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής οι εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν από την εκκαλούσα προκειμένου να εργαστούν στο ανωτέρω έργο. Συγκεκριμένα ο πρώτος εφεσίβλητος προσλήφθηκε στις 3-3-1997 με την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη, ενώ οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν στις 20-3-1997 με την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη ο δεύτερος και ο τρίτος και με την ειδικότητα του θερμαστή ο τέταρτος. Ως τόπος παροχής της εργασίας τους ορίστηκε για όλους η Άρτα στην ειδικότερη θέση “…”, όπου βρίσκεται και το ανωτέρω νοσοκομείο, ενώ ορίστηκε στη σύμβαση εργασίας ότι μεταβολή των συμφωνηθέντων όρων θα γίνεται εγγράφως και με ενημέρωση του εργαζομένου εντός μηνός από τη μεταβολή. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η σύμβαση θα είναι ορισμένου χρόνου, χωρίς όμως να καθορίζεται επακριβώς η ακριβής ημερομηνία λήξης της σύμβασης… Στις 27-5-1998, η εκκαλούσα συνήψε νέα σύμβαση έργου με το ανωτέρω νοσοκομείο, με το ίδιο όπως και η προηγούμενη σύμβαση αντικείμενο, διάρκειας ενός έτους, με δικαίωμα του τελευταίου να παρατείνει τη σύμβαση για τρεις ακόμα μήνες, ενώ παρόμοιες συμβάσεις έργου συνήψε στη συνέχεια με το νοσοκομείο, ίσης διάρκειας και με το ίδιο πάντα αντικείμενο, στις 28-8-1999 (η οποία παρατάθηκε μέχρι τις 31-1-2001), την 1-2-2001, την 1-2-2002 (η οποία παρατάθηκε μέχρι τις 31-3-2004) και την 1-4-2004, η οποία παρά τη λήξη της στις 31-3-2005, εξακολούθησε με αλλεπάλληλες παρατάσεις να ισχύει μέχρι τις 30-10-2011, οπότε το έργο της συντήρησης του Η/Μ εξοπλισμού του νοσοκομείου ανατέθηκε μετά από μειοδοτική δημοπρασία σε άλλον ανάδοχο. Οι εφεσίβλητοι παρείχαν στην εκκαλούσα τις υπηρεσίες τους, με τις ειδικότητες με τις οποίες προσλήφθηκαν, από την πρόσληψη τους συνεχώς μέχρι τις 31-10-2011, οπότε και αποχώρησαν από την εργασία τους, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα παρακάτω. Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι οι συμβάσεις εργασίας που οι εφεσίβλητοι συνήψαν με την εκκαλούσα, ενώ καταρτίστηκαν αρχικά ως ορισμένου χρόνου, κατέστησαν στη συνέχεια αορίστου χρόνου. Ειδικότερα …. στις συμβάσεις με τις οποίες προσλήφθηκαν οι εφεσίβλητοι, αναφέρεται ότι αυτές θα είναι ορισμένου χρόνου, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο χρόνος της λήξης τους. Βέβαια, είναι δυνατόν ο χρονικός καθορισμός της λήξης της σύμβασης να μην προκύπτει από την ίδια τη σύμβαση, αλλά από την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται η εργασία ή από τη λήξη της δραστηριότητας για την οποία έγινε η σύμβαση εργασίας, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Έτσι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κατάρτιση κάθε φορά και μετά από μειοδοτική δημοπρασία, νέας σύμβασης έργου μεταξύ της εκκαλούσας και του ανωτέρω νοσοκομείου και μάλιστα ορισμένου χρόνου κάθε φορά, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την κατάρτιση αντίστοιχων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου της εκκαλούσας με τους εφεσίβλητους. Συμβάσεις, δηλαδή, εργασίας τόσο χρόνου, όσου και οι συμβάσεις έργου. Πλην, όμως, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται, αλλά ούτε και αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι, κάθε φορά που η εκκαλούσα συνήπτε σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου με το νοσοκομείο, προέβαινε στη συνέχεια, και λόγω λήξης της προηγούμενης, σε σύναψη με τους εφεσίβλητους νέας σύμβασης εργασίας αντίστοιχου (ορισμένου) χρόνου. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν από την εκκαλούσα με την από 3-3-1997 σύμβαση εργασίας ο πρώτος και με τις από 20-3-1997 συμβάσεις εργασίας οι υπόλοιποι και εργάστηκαν με τις συμβάσεις αυτές συνεχώς μέχρι τις 31-10-2011. Οι επίδικες, επομένως, συμβάσεις, έστω και αν καταρτίστηκαν αρχικά ως ορισμένου χρόνου και μάλιστα χρόνου αντίστοιχου με το χρόνο εκτέλεσης του έργου που είχε αναλάβει τη συγκεκριμένη περίοδο η εκκαλούσα, μετατράπηκαν στη συνέχεια σε αορίστου χρόνου, σύμφωνα και με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 671 ΑΚ, καθώς η τελευταία συνέχισε να απασχολεί τους εφεσίβλητους με την ίδια ειδικότητα και μετά τη λήξη των συμβάσεων, συνεχώς μέχρι τις 31-10-2011. Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι, ενώ η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι επίδικες συμβάσεις ήταν ορισμένου χρόνου, δεν αναφέρει τελικά ποια ήταν η χρονική διάρκεια των συμβάσεων αυτών. Επιβεβαιώνονται, επίσης, όλα τα ανωτέρω και από το γεγονός ότι στα εκκαθαριστικά σημειώματα μηνιαίων αποδοχών των εφεσίβλητων, που εξέδιδε η εκκαλούσα, στη θέση “Ειδική σχέση εργασίας”, αναφέρεται για τον καθένα από τους εφεσίβλητους: “Μισθωτός αορίστου χρόνου”. Η ίδια δηλαδή η εκκαλούσα χαρακτήριζε τις συμβάσεις εργασίας των εφεσιβλήτων ως συμβάσεις αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια και με βάση τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν συνάψει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με την εκκαλούσα, έστω και εν μέρει με διαφορετικές αιτιολογίες, οι οποίες πρέπει να αντικατασταθούν με τις παρούσες, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητοι παρείχαν στην εκκαλούσα τις υπηρεσίες τους, σύμφωνα με τις ειδικότητες τους και το. έργο που αναλάμβανε αυτή κάθε φορά έναντι του Γενικού Νοσοκομείου Άρτας. Ειδικότερα, εργάστηκαν στη συντήρηση του συνόλου του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού του νοσοκομείου, πλην των ιατρικών μηχανημάτων…και ενώ η εκκαλούσα συνέχισε να αναλαμβάνει το ανωτέρω έργο μετά από μειοδοτικούς διαγωνισμούς που προκηρύσσονταν κάθε φορά από το ανωτέρω νοσοκομείο, στο διαγωνισμό με αριθμό προκήρυξης …/30-8-2010 του νοσοκομείου, αναδείχθηκε μειοδότης ανάδοχος για το ίδιο έργο, τη συντήρηση δηλαδή του Η/Μ εξοπλισμού του νοσοκομείου, η εταιρεία με την επωνυμία “…”, ορίστηκε δε ως χρόνος έναρξης της σύμβασης η 1-11-2011. Καθώς δε στην εκτέλεση του έργου αυτού βρίσκονταν ακόμα η εκκαλούσα, αφού η σύμβαση της έληγε στις 31-10-2011, το Γενικό Νοσοκομείο Άρτας με το …6-10-2011 έγγραφο του, της γνωστοποίησε το αποτέλεσμα του μειοδοτικού διαγωνισμού και την κατακύρωση του στην ανωτέρω μειοδότρια εταιρεία, καθώς και το γεγονός ότι η εταιρεία αυτή θα παραλάβει το έργο την 1-11-2011. Στο μεταξύ, εφεσίβλητοι συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εκκαλούσα μέχρι τις 31-10-2011. Γνώριζαν, βέβαια, ότι μετά την ημερομηνία αυτή η εκκαλούσα έπρεπε να αποχωρήσει από το έργο και ότι στο ίδιο έργο επρόκειτο να εγκατασταθεί από 1-11-2011 η εταιρεία “…”, η οποία είχε ανακηρυχθεί μειοδότρια στο σχετικό διαγωνισμό. Καθώς δε η εκκαλούσα δεν τους γνωστοποιούσε τις προθέσεις της για το αν θα εξακολουθήσει να τους απασχολεί και μετά τις 31- 10-2011 (“βρίσκονταν στον αέρα”, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας τους), ήλθαν σε συνεννόηση με την ανωτέρω νέα ανάδοχο εταιρεία και προσλήφθηκαν από αυτήν. Έτσι, την 1-11-2012 (σημ. προδήλως 1-11-2011) άρχισαν να απασχολούνται με τις ίδιες ειδικότητες από την εν λόγω εταιρεία και στο ίδιο έργο στο οποίο απασχολούνταν προηγουμένως, δηλαδή στη συντήρηση του Η/Μ εξοπλισμού του Γενικού Νοσοκομείου Άρτας. Με τη συμπεριφορά τους αυτή θεωρείται, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ότι κατήγγειλαν σιωπηρά τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν συνάψει με την εκκαλούσα, αφού από τη στιγμή που άρχισαν να εργάζονται στην ανωτέρω ανάδοχο εταιρεία, δεν μπορούσαν συγχρόνως να προσφέρουν την εργασία τους και σ’ αυτήν (εκκαλούσα). Τότε η εκκαλούσα κάλεσε τους εφεσίβλητους να υπογράψουν έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης τους από την εργασία προκειμένου να προβεί στην αναγγελία της διακοπής της εργασίας τους στην αρμόδια υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ., πλην όμως οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να υπογράψουν το έγγραφο αυτό (βλ. τις από 1-11-2011 αναγγελίες οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, που κατατέθηκαν στις 8-11-2011 στον Ο.Α.Ε.Δ. από την εκκαλούσα, χωρίς τις υπογραφές των εφεσίβλητων). Τα ανωτέρω και ειδικότερα το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι άρχισαν να εργάζονται από την 1-11-2011 στη πιο πάνω νέα ανάδοχο εταιρεία, αποδείχθηκε από τις σαφείς για το θέμα αυτό καταθέσεις και των δύο μαρτύρων. Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων, που περιέχεται στην αγωγή τους, ότι η εκκαλούσα τους πρότεινε την οικειοθελή αποχώρηση τους από την εργασία τους το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου 2011, με σκοπό να μην τους καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης τους και ότι (κατ’ εκτίμηση των όσων περαιτέρω αναφέρονται στην αγωγή) η συμπεριφορά της αυτή αποτελεί σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο. Ο μάρτυρας τους δεν κατέθεσε κάτι σχετικό επ’ αυτού, ενώ αντίθετα κατέθεσε για την αβεβαιότητα που υπήρχε όσον αφορά τη συνέχιση της απασχόλησης τους στην εκκαλούσα, καταθέτοντας συγκεκριμένα ότι “κατά το επίδικο διάστημα οι εργαζόμενοι βρίσκονταν σε συνεννόηση με τη … (δηλ. την εκκαλούσα), αλλά δεν τους έλεγε τίποτα. Βρίσκονταν στον αέρα”. Εξ άλλου, δεν διευκρινίζεται στην αγωγή, αν οι εφεσίβλητοι, μετά την επικαλούμενη με την αγωγή τους πρόταση της εκκαλούσας για την οικειοθελή αποχώρηση τους από την εργασία, την οποία θεώρησαν ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, διέκοψαν την εργασία τους σε αυτήν, όπως φυσιολογικά θα συνέβαινε, αν όντως η εκκαλούσα είχε Καταγγείλει με τον τρόπο αυτό τη σύμβαση τους. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε κατά τα προαναφερθέντα, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να εργάζονται στην εκκαλούσα μέχρι τις 31-10-2011 (βλ. τις σαφείς για το θέμα αυτό καταθέσεις και των δύο μαρτύρων). Όλα τα ανωτέρω, εξ άλλου, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι μετά τις 31-10-2011, η εκκαλούσα θα αποχωρούσε από το έργο, αφού τότε θα έληγε , η σύμβαση της, οπότε και δεν θα μπορούσε να απασχολεί πλέον τους εφεσίβλητους και μάλιστα ούτε στην…, όπου πλέον δεν είχε άλλο έργο να εκτελέσει, αλλά ούτε και σε άλλο μέρος (π.χ. στην…, όπου είχε συνάψει κατά το μάρτυρα της αντίστοιχη σύμβαση έργου με το εκεί νοσοκομείο), αφού αποκλειστικός τόπος παροχής της εργασίας των εφεσίβλητων ήταν η …Δεν αναιρούνται επίσης τα ανωτέρω από το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι προσέφυγαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Άρτας), όπου, παρά τη μεσολάβηση του κοινωνικού επιθεωρητή, δεν βρέθηκε συμβιβαστική λύση στη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, οπότε και συνεστήθη στην εκκαλούσα να καταβάλει στους εφεσίβλητους αποζημίωση απόλυσης (βλ. το 95/10-11-2011 δελτίο εργατικής διαφοράς της ανωτέρω υπηρεσίας). Κατά συνέπεια και με βάση όλα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε ότι η εκκαλούσα κατήγγειλε σιωπηρά τη σύμβαση εργασίας των εφεσίβλητων, καθώς τους ζήτησε την 1-11-2011 να υπογράψουν έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης τους από την εργασία, χωρίς να διευκρινίζει αν οι εφεσίβλητοι συνέχισαν κατά την ημερομηνία αυτή να παρέχουν προσηκόντως την εργασία τους σε αυτήν και με βάση τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την αγωγή, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσής της…”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο, ακολούθως, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (που είχε δεχθεί την αγωγή των αναιρεσειόντων) και απέρριψε την αγωγή αυτή. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης ούτε παραβίασε εκ πλαγίου τις αναφερθείσες στην αρχή ουσιαστικές διατάξεις. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα ότι οι αναιρεσείοντες κατήγγειλαν σιωπηρά τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν συνάψει με την αναιρεσίβλητη και όχι η τελευταία με συνέπεια να μη δικαιούνται αποζημιώσεως απολύσεως. Επομένως ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος αναιρέσεως όπως συμπληρώνεται, συμπλεκόμενος με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως κατά το μέρος αυτού, εκ του 559, αρ. 19 ΚΠολΔ, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στον λόγο αυτό αιτιάσεις όπως “αποδείχθηκε από την κατά περιεχόμενο ένορκη κατάθεση συνομολόγηση του μάρτυρος… ότι….” και υπό την επίφαση της άνω αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττονται απαραδέκτως οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010). Στην κρινόμενη υπόθεση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στη προσβαλλόμενη την από το άρθρο 559 αριθ.1 εδ.β αναιρετική πλημμέλεια με την αιτίαση ότι παραλείφθηκε η χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αφού όπως υποστηρίζουν εν προκειμένω η αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια αυτών προέβη δολίως στην “προκατασκευή” εγγράφων δηλώσεων αυτών (αναιρεσειόντων) περί δήθεν οικειοθελούς παραιτήσεώς των, τις οποίες δηλώσεις συνέταξαν προδήλως έμπειρα στελέχη αυτής και επιχειρήθηκε δολίως η υπογραφή των εκ μέρους των αναιρεσειόντων ούτως ώστε με την μεθόδευση αυτή να αποφύγει η αναιρεσείουσα την καταβολή σ’αυτούς των νομίμων αποζημιώσεών τους, αφού οι εργασιακές των συμβάσεις είχαν την μορφή συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και η ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια αυτών προέβη στην καταγγελία αυτών. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι εφ’ενός μεν τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν διδάγματα κοινής πείρας, αφ’ετέρου δε, υπό την επίφαση της ρηθείσας αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλόμενη για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων και όχι για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’αυτούς. Ειδικότερα γίνεται επίκληση των κατά την γνώμη των αναιρεσειόντων διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών που κατά την ανέλεγκτη κρίση, δεν έγιναν δεκτά από το Εφετείο.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και, ως εκ τούτου στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης. Οι εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμοί πρέπει να είχαν προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο διαφορετικά δεν μπορούσε να τους λάβει υπόψη, αλλά και να είχαν επαναφερθεί νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 240 ΚΠολΔ, και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Ολ ΑΠ 2/2001). Αντίθετα, δεν αποτελούν “πράγματα” οι αιτιολογημένες αρνήσεις αυτοτελών ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ ΑΠ 3/1997). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό που προτάθηκε και είτε τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ ΑΠ 12/1997) είτε τον απέρριψε κατά τρόπο έμμεσο και σαφή, όπως συμβαίνει όταν από τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε τον ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος, δεχόμενο ότι αποδείχτηκαν περιστατικά αντίθετα από εκείνα που συγκροτούν την πραγματική βάση αυτού (Ολ ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση, ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπ’ όψη της πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα την “ένορκη κατάθεση – ομολογία του μάρτυρος” της αναιρεσίβλητης, την οποία αγνόησε άλλως εσφαλμένως εκτίμησε. Με το περιεχόμενο αυτό, ο ανωτέρω λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η ένορκη κατάθεση μάρτυρος δεν είναι “πράγμα” κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ.8, ΚΠολΔ. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ του Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, ιδρυόμενος αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν (ΑΠ 630/2004, ΑΠ 970/2002, ΑΠ 1351/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, είναι αβάσιμος ο 3ος λόγος του αναιρετηρίου, με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα την “ένορκη κατάθεση ομολογία του μάρτυρα της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ενώπιον του Πρωτοδικείου, ήτοι αποδεικτικό μέσο που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει για απόδειξη των ισχυρισμών τους. Τούτο δε διότι, από τη διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη (και) “τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι…” σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο της απόφασης και τις εκτεθείσες παραδοχές, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο συνεξετίμησε, με τις λοιπές αποδείξεις και το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό υλικό. Κατόπιν αυτών πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ των διαδίκων η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη αυτών, κατ’ άρθρο 179 εδαφ. τελ. σε συνδ. με άρθρο 183 εδαφ. τελ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-7-2014 αίτηση για αναίρεση της 156/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Συμψηφίζει, ολικά μεταξύ των διαδίκων την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη αυτών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ