Έκκληση να μην ληφθούν περαιτέρω μέτρα λιτότητας, αλλά να αναθεωρηθούν τα υφιστάμενα μέτρα που παραβιάζουν το εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης, απευθύνει η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και των κρατών μελών της.
Ταυτόχρονα καλεί σε ειλικρινή και άμεση συστράτευση των θεσμών της ΕΕ και όλων των κρατών μελών για να διασωθούν οι αξίες που στηρίζουν το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, αλλά και για να αποκατασταθεί η ρυθμιστική βαρύτητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής.
Με την ιδιότητά της ως συμβουλευτικού οργάνου της ελληνικής πολιτείας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ΕΕΔΑ διατυπώνει ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς “η εφαρμογή συνεχιζόμενων μέτρων λιτότητας αντιστρέφει την ιεράρχηση των αξιών και των στόχων της ΕΕ, δίνοντας προτεραιότητα στους δημοσιονομικούς στόχους σε βάρος των θεμελιωδών κοινωνικών αξιών”.
Παράλληλα προειδοποιεί ότι η τακτική αυτή “διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία οικονομικών και κοινωνικών στόχων, κατά την εφαρμογή της εθνικής πολιτικής ανάκαμψης από την κρίση χρέους”, ενώ “έχει ως αποτέλεσμα να διαβρώνονται τα θεσμικά πλαίσια της ΕΕ ως μιας ένωσης λαών, που στηρίζεται στο σεβασμό και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας και της αλληλεγγύης”.
– Οι όροι χρηματοδότησης των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως του ΔΝΤ ή άλλων μηχανισμών (ευρωπαϊκών ή διεθνών) οικονομικής στήριξης ενός κράτους, δεν μπορούν να παρακάμπτουν την υποχρέωση σεβασμού των κανόνων του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδιαίτερα όταν δεσμεύει εξίσου και κράτη που μετέχουν στους μηχανισμούς αυτούς, όπως τα κράτη μέλη της ΕΕ.
– Ως “καλές πρακτικές” για τη διαμόρφωση εθνικών πολιτικών που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, θεωρούνται μόνο όσες ανταποκρίνονται στην πράξη και όχι θεωρητικά στην υποχρέωση σεβασμού του εθνικού Συντάγματος και των ευρωπαϊκών και διεθνών κανόνων, που δεσμεύουν την χώρα και προστατεύουν το σύνολο των δικαιωμάτων, όπως και αυτών που σχετίζονται με την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση.
– Η εφαρμογή αποκλειστικά δημοσιονομικών λύσεων στην κοινωνική κι οικονομική κρίση, που έχει λάβει πλέον χαρακτηριστικά διαρκούς κατάστασης και κρίσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, α) υπονομεύουν τη δυνατότητα της πολιτείας να εγγυηθεί βασικά κοινωνικά κι οικονομικά δικαιώματα εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και των δραστικών περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, που προκαλούν την προσβολή του ίδιου πλέον του πυρήνα των δικαιωμάτων, β) οδηγούν σε κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης και της κοινωνικής λειτουργίας του κράτους, καταδικάζοντας την χώρα σε διαρκή οικονομική ύφεση, γ) αποδομούν το κοινωνικό κράτος και εντείνουν την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, με αποτέλεσμα να φτωχοποιείται ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, να εξαθλιώνονται ευπαθείς ομάδες, να διευρύνεται το κοινωνικό χάσμα και να διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός, δ) προκαλούν την υποβάθμιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά την μη πραγμάτωσή τους.
– Είναι υποχρεωτική η συμμόρφωση σε αποφάσεις ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων και σε συστάσεις διεθνών ελεγκτικών οργάνων, με τις οποίες έχει διαπιστωθεί για εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, η παραβίαση του ελληνικού Συντάγματος και δεσμευτικών για την Ελλάδα διεθνών κανόνων προστασίας των δικαιωμάτων αυτών και έχει επανειλημμένα ζητηθεί η αναθεώρηση των σχετικών περιοριστικών μέτρων, η οποία δεν έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιηθεί.
Ακόμα, η ΕΕΔΑ επικαλείται την Συνθήκη για την ΕΕ, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, που διακηρύσσει ότι η ΕΕ “τοποθετεί τον άνθρωπο στην καρδιά της δράσης της”, δεσμεύοντας ρητά τα κράτη μέλη και τους θεσμούς της ΕΕ, καθώς και τη νομολογία του “Ευρωδικαστηρίου”, που υπογραμμίζει για την ΕΕ ότι “δεν περιορίζεται σε μια οικονομική ένωση, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να εξασφαλίζει, με κοινή δράση, την κοινωνική πρόοδο και να επιδιώκει την διαρκή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των ευρωπαϊκών λαών”.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΔΑ ζητεί, χωρίς καθυστέρηση, να υιοθετηθούν ρυθμίσεις για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας με επαναφορά της ισχύος των διατάξεων που βρίσκονται σε αναστολή, για τον σεβασμό της συνδικαλιστικής ελευθερίας, της συλλογικής αυτονομίας και των αρχών του κοινωνικού διαλόγου, για την προστασία του μισθού και των θέσεων εργασίας, για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, την αποτελεσματική διασφάλιση της κρατικής εγγύησης στην χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης και ασφάλειας, την απάλειψη συστηματικών διακρίσεων εις βάρος των νέων στην απασχόληση (π.χ. στην αμοιβή), την αποκατάσταση της απόλαυσης των δικαιωμάτων της κοινωνικής ασφάλειας και ασφάλισης με βάση την κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, την αντιμετώπιση των δυσανάλογα δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης και των μέτρων λιτότητας σε ευάλωτες ομάδες.
Επίσης ζητεί να διαμορφωθεί ένας μόνιμος μηχανισμός αξιολόγησης και αποτίμησης των επιπτώσεων των μέτρων λιτότητας όχι μόνο ως προς την απόλαυση αλλά και ως προς την πρόσβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα, όλων των προσώπων που διαβιούν στην Ελλάδα και στο έδαφος της ΕΕ γενικότερα, με δεδομένη την δέσμευση για προστασία της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, την οποία οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση να εγγυώνται, χωριστά και από κοινού.
Αλέξανδρος Αυλωνίτης