Πολ.Πρωτ.Πειραιά 787/2017: Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο: Αναβολή συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ έως την αμετάκλητη περάτωση εκκρεμούς δίκης επί συλλογικής αγωγής καταναλωτικών οργανώσεων αναφορικά με την ακυρότητα του ΓΟΣ περί χορήγησης του δανείου σε ξένο νόμισμα και επίρριψης του συναλλαγματικού κινδύνου στους ενάγοντες, λόγω καταχρηστικότητας.
“Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δε θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής».
Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξιώσεως που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής), διαφορά αυτήν και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης (ΕφΛαρ 42/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993. 910), αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33. 1161, ΕφΑΘ 370/1993 ΕλλΔνη 1994, 492).
Τέλος, χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, είναι όταν προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, τούτο όμως δεν είναι αναγκαίο, αλλά, για την εφαρμογή της διάταξης, αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας (ΕΑ 370/1993 ΕλλΔνη 35.492).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … σύμβασης στεγαστικού δανείου που είχαν συνάψει στις 21.10.2005 με την εναγομένη, η τελευταία είχε χορηγήσει στον πρώτο εξ αυτών, με την εγγύηση της δεύτερης, δάνειο ποσού 132.000 ευρώ, με σκοπό την χρηματοδότηση αγοράς κατοικίας, πληρωτέο σε 360 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και ότι η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε ως προς επιμέρους όρους της με την από 23.6.2006 πρόσθετη πράξη. Ότι, στα τέλη του 2007, επειδή ο πρώτος ενάγων δυσκολευόταν στην καταβολή των δόσεων, απευθύνθηκε στην εναγομένη προκειμένου να ενημερωθεί για δυνατότητες μείωσης του ποσού των καταβαλλόμενων δόσεων.
Ότι η εναγομένη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, του πρότεινε ως την πλέον συμφέρουσα και ενδεδειγμένη λύση, την μετατροπή του κεφαλαίου του δανείου του από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, η οποία θα εξασφάλιζε στον σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο, συνδεδεμένο με το Libor. Ότι οι ενάγοντες, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην εναγομένη συνήψαν την από 13.12.2007 πρόσθετη πράξη της σύμβασης δανείου, με την οποία ετράπη το κεφάλαιο της σε ελβετικό φράγκο, με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της μετατροπής. Ότι, πράγματι, στις 17.1.2008 το κεφάλαιο του δανείου που ανερχόταν σε 125.001,37 ευρώ, ετράπη, λογιστικώς, σε 203.714,73 ελβετικά φράγκα, με βάση ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων 1: 1,6207.
Ότι με την πρόσθετη αυτή πράξη, οι ενάγοντες ανέλαβαν την υποχρέωση να εξοφλήσουν το ποσό του δανείου σε 334 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις με επιτόκιο που συμφωνήθηκε σε ποσοστό 2,5% σταθερό για τους 25 πρώτους μήνες και κυμαινόμενο στη συνέχεια με βάση το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου διάρκειας ενός μηνός, πλέον περιθωρίου 1,20% και εισφοράς του Ν. 128/1975. Ότι σύμφωνα με τον όρο 7.2. των γενικών όρων συναλλαγών της σύμβασης προβλέφθηκε ότι «… Εφόσον το Δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο Οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής..».
Ότι ήδη από τα τέλη του 2008, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων άρχισε να μεταβάλλεται ραγδαία σε βάρος του ευρώ, ενδεχόμενο για το οποίο ουδόλως τους είχε προειδοποιήσει και ενημερώσει προσυμβατικά η εναγομένη ούτε τους είχε προτείνει ή υποδείξει κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του σχετικού κινδύνου κατά παράβαση της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002. Ότι, αν και κατέβαλλαν κανονικά τις δόσεις του δανείου και το άληκτο κεφάλαιο σε ελβετικό φράγκο εμφανιζόταν μειούμενο, υπολογιζόμενο σε ευρω, έβαινε διαρκώς αυξανόμενο, ειδικότερα δε, τον 11° του 2014, το άληκτο κεφάλαιο ανερχόταν σε 141.834,24 ευρώ, ήτοι αυξημένο σε σχέση με το ποσό του κεφαλαίου κατά τον χρόνο μετατροπής του σε ελβετικό φράγκο κατά 16.832,87 ευρώ και παρά το ότι είχε καταβληθεί σε εξόφληση του, συνολικό ποσό 45.788,62 ευρώ (εκ του οποίου ποσό 29.511,45 ευρώ καταλογίστηκε σε κεφάλαιο και το λοιπό ποσό σε τόκους).
Ότι οι ενάγοντες, που δεν είχαν κανένα λόγο να λάβουν δάνειο σε ελβετικά φράγκα καθόσον δεν είχαν εισοδήματα προερχόμενα από την Ελβετία ή δραστηριότητα σχετιζόμενη με τη χώρα αυτή, πείστηκαν να υπογράψουν την παραπάνω σύμβαση από τους υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι τους παρέστησαν ως επωφελή γι’ αυτούς τη λύση του δανείου σε ελβετικό φράγκο, τονίζοντας τους μόνο το χαμηλό επιτόκιο, ενώ παρέλειψαν κάθε αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη παράμετρο ή κίνδυνο, και συγκεκριμένα ότι αναλάμβαναν οι ίδιοι αποκλειστικά τον συναλλαγματικό κίνδυνο, την έννοια και σημασία του οποίου δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν και να κατανοήσουν, ενώ η εναγομένη δεν τους παρείχε την δέουσα πλήρη και ενδελεχή ενημέρωση που απαιτείτο για την κατανόηση από πλευράς τους της έκτασης του αναλαμβανόμενου ρίσκου και δη τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τις επιπτώσεις μιας τέτοιας ανατροπής στις δόσεις και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου ούτε την επιβάρυνση του κόστους του δανείου τους συνεπεία του κόστους μετατροπής των καταβολών τους στο ξένο νόμισμα.
Ότι ο ανωτέρω γενικός όρος της σύμβασης περί χορήγησης του δανείου σε ξένο νόμισμα και επίρριψης του συναλλαγματικού κινδύνου στους ενάγοντες, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων (ΓΟΣ), είναι αόριστος, αδιαφανής και καταχρηστικός και, ως εκ τούτου, άκυρος, τόσο βάσει των διατάξεων του αρθρ. 2 παρ. 2,6 και 7 του Ν. 2251/1994 όσο και του αρ. 281 ΑΚ.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες ζητούν, κατ’ εκτίμηση των αιτημάτων της αγωγής, (α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του παραπάνω όρου 7 παρ. 2 της σύμβασης, (β) να αναγνωριστεί ως μόνη εφαρμοστέα ρήτρα για τη μετατροπή σε ευρώ των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών, η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της ημερομηνίας μετατροπής του δανείου σε ελβετικό φράγκο (17.1.2008), ήτοι συναλλαγματική ισοτιμία 1: 1,6297, (γ) να αναγνωριστεί ότι η οφειλή των εναγόντων από την επίδικη σύμβαση, ανερχόταν στις 10.11.2014 σε 155.619,92 ελβετικά φράγκα και ότι κάθε καταβολή δόσης εφεξής θα υπολογίζεται με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία, (δ) επικουρικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εφαρμόσει την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία για την μετατροπή των γενόμενων καταβολών συνολικού ποσού 45.788,62 ευρώ και να επαναπροσδιορίσει βάσει αυτών το άληκτο κεφάλαιο της σύμβασης και επίσης να εφαρμόζει εφεξής την αυτή ισοτιμία σε κάθε αποπληρωμή δόσης ή υπολογισμού ληξιπρόθεσμου του οφειλόμενου δανείου και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.
Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αγωγή αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 και 33 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Πλην όμως οι ενάγοντες επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν, την υπ’ αριθμ. 334/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η έκδοση της οποίας είναι, άλλωστε, γνωστή στο Δικαστήριο (βλ. άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ), με την οποία έγινε δεκτή συλλογική αγωγή που άσκησαν καταναλωτικά σωματεία κατά της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 16 του Ν. 2251/1994. Με την απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, απαγορεύθηκε στην εναγομένη στο μέλλον να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με καταναλωτές, στο πλαίσιο συμβάσεων δανείων σε ελβετικό φράγκο (ή με ρήτρα ελβετικού φράγκου), γενικούς όρους με περιεχόμενο ίδιο με τον προσβαλλόμενο διά της κρινόμενης αγωγής, υπ’ αριθμ. 7.2 όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης («… Εφόσον το Δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο Οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής»).
Επίσης, με την ίδια απόφαση, η εναγομένη αφενός μεν, υποχρεώθηκε να ανέχεται, εκ μέρους των καταναλωτών, την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων ή την καταβολή εξόφλησης, μερικώς ή εφάπαξ, του δανείου σε ελβετικά φράγκα, στο ισόποσο τους σε ευρώ, βάσει της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ, αφετέρου δε, υποχρεώθηκε να προβεί στον συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων, δόσεων, αλλά και καταβολών εκ μέρους των δανειοληπτών, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου, κατά τον χρόνο εκταμίευσης εκάστου δανείου, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 20 του Ν. 2251/1994, οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την εκδιδόμενη, επί συλλογικής αγωγής, δικαστική απόφαση ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι.
Ειδικότερα, η δεχόμενη τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενός γενικού συναλλακτικού όρου και η διατάζουσα την παράλειψη της χρήσης του, δικαστική απόφαση, δεσμεύει τον προμηθευτή, έναντι οποιασδήποτε άλλης καταναλωτικής οργάνωσης, με συνέπεια η εξενεχθείσα δικαστική κρίση να είναι δεσμευτική για το δικαστήριο κάθε νέας συλλογικής αγωγής, ενώ στο πλαίσιο της ατομικής δίκης αναπτύσσει, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, του άρθρου 10 παρ. 20 του Ν. 2251/1994, μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001. 1495).
Με βάση τα παραπάνω και επειδή η διάγνωση της προκείμενης διαφοράς εξαρτάται από το αντικείμενο της δίκης που έχει ανοιχθεί με την άσκηση της προαναφερόμενης συλλογικής αγωγής, κρίνεται αυτεπαγγέλτως αναγκαίο, κατ’ εφαρμογή του προμνημονευόμενου άρθρου 249 ΚΠολΔ, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της με ΓΑΚ 78671/2015 και ΑΚΔ 828/2015 συλλογικής αγωγής, για την οποία έχει εκδοθεί ήδη η υπ’ αριθμ. 334/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική.
Αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της με ΓΑΚ 78671/2015 και ΑΚΔ 828/2015 συλλογικής αγωγής, για την οποία έχει εκδοθεί ήδη η υπ’ αριθμ. 334/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών”. (dsanet.gr)