Σημαντικές είναι οι αλλαγές που επέρχονται με το πολυνομοσχέδιο , στις συντάξεις, το ασφαλιστικό, στα επιδόματα αλλά και σε άλλα εργασιακά θέματα
1. Ορίζεται ότι, από 1.1.2018 και μετά, τα προβλεπόμενα ποσοστά ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης για τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες αφενός και όσους υπάγονταν ως αυτοαπασχολούμενοι στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ αφετέρου, υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε. στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος. (άρθρο 58)
Στην παρ. 1 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι από 1.1.2018 και εντεύθεν, τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών και
αυτοαπασχολουμένων υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται από την άσκηση της δράστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Για το έτος 2018, το ως άνω φορολογητέο αποτέλεσμα, επί του οποίου θα υπολογιστεί η ασφαλιστική εισφορά, θα είναι μειωμένο κατά 15%.
Με την παρ. 2 της προτεινόμενης ρύθμισης ορίζεται από 1.1.2018 ο υπολογισμός των μηνιαίων εισφορών για τους αγρότες επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, κατά τα αντίστοιχα προβλεπόμενα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους.Από την αλλαγή της βάσης υπολογισμού των εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες από 1/1/2018 με συμπερίληψη των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών στο ετήσιο φορολογητέο αποτέλεσμα, οι οποίες ειδικά για το έτος 2018 υπολογίζονται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος, αναμένεται αύξηση εσόδων ύψους 143 εκατ. ευρώ το 2021.
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, ως εξής:
«Από 1-1-2018 και εντεύθεν, τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από
την άσκηση της δράστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.».2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, ως εξής:
«Από 1-1-2018 και εντεύθεν, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.».
2. Αντικαθίστανται και συμπληρώνονται διατάξεις του ν.4387/2016, σχετικά με τις συντάξεις του Δημοσίου και των λοιπών ταμείων. Ειδικότερα:
α. Περικόπτονται, από 1-1-2019: Η οικογενειακή παροχή (των συντάξεων του Δημοσίου) και το επίδομα συζύγου (των συντάξεων του ιδιωτικού τομέα) που εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη για όσους εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες του ν.4387/2016 διατάξεις.
Η προσωπική διαφορά που προβλεπόταν για τις καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 κύριες συντάξεις, κατά το μέρος που δεν υπερβαίνει το 18% της καταβαλλόμενης (κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016) σύνταξης. Κατά το μέρος που υπερβαίνει το εν λόγω ποσοστό, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.
Η προσωπική διαφορά που προβλεπόταν για τις καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικές συντάξεις, κατά το μέρος που δεν υπερβαίνει το 18% της καταβαλλόμενης (κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016) σύνταξης.
Οι προσωπικές διαφορές που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 94 του ν.4387/2016 για τους συνταξιούχους των οποίων οι αιτήσεις συνταξιοδότησης κατατέθηκαν/κατατίθενται εντός χων ετών 2016, 2017 και2018.
Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του δημόσιου τομέα
Με την παρ. 1 της προτεινόμενης διάταξης αντικαθίσταται η περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) και προβλέπεται ο τρόπος αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων από 1.1.2019, σύμφωνα με τους ενιαίους κανόνες του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και των θεμελιωδών κανόνων της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι οι ενιαίοι κανόνες υπολογισμού της συνταξιοδοτικής παροχής εφαρμόζονται και σε όσους είχαν καταστεί συνταξιούχοι κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ενώ στην περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει των ενιαίων κανόνων, περικόπτεται το υπερβάλλον ποσό, μέχρι ποσοστού 18%.
Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία κροκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, και να επιτευχθεί σταθερή και άμεση χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι η περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά ποσοστό 1% του ΑΕΠ για το έτος 2019, η οποία επιτρέπει την περιχαράκωση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Εξάλλου, μεταξύ των διαφορετικών μέτρων μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ο επιλέχθηκε εκείνο που πραγματώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, ήτοι η εφαρμογή των ίδιων κανόνων για όλους τους συνταξιούχους, συμφώνως προς την ευρωπαϊκή και εθνική νομολογία. Λαμβάνοντας δε υπόψη της αρχή της ίσης κατανομής των βαρών, προβλέπεται ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα επιτευχθεί μόνο μέσω της αναπροσαρμογής των συντάξεων εκείνων, το ποσό των οποίων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει σε εφαρμογή των ενιαίων
κανόνων, ούτως ώστε να μην θίγεται η αλληλεγγύη μεταξύ παλαιών και νέων συνταξιούχων.Επιπρόσθετα, όμως, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, λαμβάνεται μέριμνα προκειμένου ενδεχόμενη μείωση σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων, αφενός θα λάβει χώρα από την 1.1.2019, αφετέρου δεν θα υπερβαίνει ποσοστό 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης, προκειμένου να μην διαταραχθεί σημαντικά και αιφνιδίως το επίπεδο διαβίωσης της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων. Με την παρ. 2 της προτεινόμενης διάταξης προβλέπεται ότι σε περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016, τότε αυτό προσαυξάνεται, από την 1.1.2019, κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών.
Με την παρ. 3 της προτεινόμενης ρύθμισης εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να αυξάνουν ετησίως, αρχής γενομένης από τις 1.1.2022 το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται, μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Στην παρ. 4 της προτεινόμενης διάταξης ορίζονται ενιαίοι κανόνες και προϋποθέσεις για την καταβολή της οικογενειακής παροχής. Σύμφωνα με τη ρύθμιση που προτείνεται, οι οικογενειακές παροχές θα καταβάλλονται από 1.1.2019 σύμφωνα με το άρθρο Πρώτο παρ. ΙΑ’ , υποπαράγραφος ΙΑ2 του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και το άρθρο 40 του ν. 4144/2013 (Α’ 81).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
«Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016 και μέτρα κοινωνικής στήριξης»
Άρθρο 2
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016 για τις συντάξεις ασφαλιστικών φορέων
Με την παρ.1 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι στους κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 συνταξιούχους συνεχίζεται η καταβολή του επιδόματος συζύγου μαζί με τη σύνταξη, κατά τις ισχύουσες μέχρι 12.5.2016 διατάξεις, έως τις 31.12.2018. Από την 1.1.2019 και εντεύθεν η παροχή καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο Πρώτο παρ. ΙΑ’, υποπαράγραφος ΙΑ.2 του ν. 4093/2012 και το άρθρο 40 του ν. 4144/2013.
Η παρ. 2 του άρθρου προβλέπει ότι από 1.1.2019 και εντεύθεν, η καταβαλλόμενη επικουρική σύνταξη, εφόσον υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ.4 και της Υπουργικής Απόφασης της παρ.6 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, αναπροσαρμόζεται στο ύψος της επανυπολογισθείσας παροχής. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται μετά την αναπροσαρμογή το καταβαλλόμενο ποσό της επικουρικής σύνταξης να μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 18%.
Στην παρ.3 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι οι προσωπικές διαφορές του άρθρου 94 παρ.2 του ν.4387/2016 καταβάλλονται έως 31.12.2018.
Άρθρο 1
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016 yia τις συντάξεις Δημοσίου1. Η παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4387/2016 (Α’85), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και για τα πρόσωπα της περίπτ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 6, η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί, έως 31.12.2018, να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. Από 1.1.2019 και εφεξής καταβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 1. Η περίπτ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) δεν έχει εφαρμογή στα πρόσωπα των περίπτ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος.».
2. Η περίπτ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Από την 1.1.2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παρ. 1, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται. Το ποσό που περικόπτεται κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το 18% της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Αν, μετά την εφαρμογή της ρύθμισης του ανωτέρω εδαφίου, το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παρ. 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παρ. 3.».
3. Στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 προστίθενται περιπτ. γ’ και δ’ ως εξής:
«γ. Αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παρ. 1, τότε αυτό προσαυξάνεται, από την 1.1.2019, κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών.
δ. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις περ. β’ και γ’ αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.».
4. Η περίπτ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 τροποποιείται ως εξής:
«α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος αυξάνεται, από την 1.1.2022 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
«Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016 και μέτρα κοινωνικής στήριξης»
Άρθρο 2 Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016 για τις συντάξεις ασφαλιστικών φορέων
1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το επίδομα συζύγου εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις έως 31.12.2018. Από την 1-1-2019 και εντεύθεν καταβάλλεται παροχή κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 παρ. 1 του παρόντος.».
2. Στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε, παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Από 1.1.2019 και εντεύθεν, η καταβαλλόμενη κατά την ημερομηνία αυτή επικουρική σύνταξη, εφόσον υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό της σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ. 4 και της Υπουργικής Απόφασης της παρ. 6 του παρόντος, αναπροσαρμόζεται στο ύψος της επανυπολογισθείσας. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται μετά την ως άνω αναπροσαρμογή το ποσό της επικουρικής σύνταξης να μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 18% του καταβαλλόμενου κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος ποσού επικουρικής σύνταξης.
3. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 94 του ν. 4387/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι ανωτέρω προσωπικές διαφορές καταβάλλονται έως 31.12.2018.»
3. Ρυθμίζονται εργασιακά θέματα σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις ομαδικές απολύσεις, τις συνδικαλιστικές άδειες κ.λπ. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι:
α. Ορίζεται μέχρι 20-8-2018 (ολοκλήρωση του τρέχοντος Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), αντί για όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΜΠΔΣ), η χρονική διάρκεια αναστολής διατάξεων σχετικά με τις αρχές της ευνοϊκότερης ρύθμισης ως προς το είδος εφαρμογής της συλλογικής σύμβασης εργασίας και της επεκτασιμότητας συλλογικής σύμβασης εργασίας.
β. Συστήνεται Τμήμα Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (Α.Σ.Ε.) (σήμερα στο Α.Σ.Ε. υφίστανται 5 τμήματα) και ρίζονται η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του.
γ. Επαναπροσδιορίζονται σε ενιαίο θεσμικό πλαίσιο οι άδειες άνευ και μετ’ αποδοχών για τα διαφορετικά επίπεδα συνδικαλιστικών οργανώσεων. (άρθρα 16-20)
«Εργασιακές ρυθμίσεις»
Άρθρο 16
Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις
Ο νόμος 1876/1990 (A’ 27) ρύθμιζε το ζήτημα της συρροής συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τις διατάξεις του άρθρου 10, όπου και προβλεπόταν ότι εφόσον μια
εργασιακή σχέση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής περισσότερων συλλογικών συμβάσεων εφαρμόζεται εκείνη, η οποία είναι πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Με την παρ. 5 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) προβλέφθηκε ότι όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων. Με τη ρύθμιση αυτή η αρχή της ειδικότητας κατέστη κεντρικής σημασίας στη συρροή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.Περαιτέρω στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 1876/1990 (Α’ 27) προβλεπόταν η δυνατότητα επέκτασης και κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που καλύπτουν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) προβλέφθηκε η αναστολή της αρχής της επεκτασιμότητας όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ).
Υπό το ισχύον πλαίσιο οι αρχές της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας βρίσκονται σε επ’ αόριστον αναστολή, καθώς αυτή συνδέεται με την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ). Ειδικότερα, το ΜΠΔΣ δεν σχετίζεται με τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και τις σχετικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο αυτών. Η έγκριση ΜΠΔΣ αποτελεί ενωσιακή υποχρέωση βάσει της Οδηγίας 2011/85.
Ζητήματα που αφορούν στο περιεχόμενο, τη σύνταξη και την ψήφιση του ΜΠΔΣ εξειδικεύονται στα άρθρα 43-48 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) (προηγουμένως στα άρθρα 2 και 6Α-6Γ του ν. 2362/1995 (Α’ 247), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3871/2010 (Α’ 141)). Με την προτεινόμενη διάταξη, η αναστολή των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης αποσυνδέεται από το ΜΠΔΣ, καθώς προβλέπεται πως αυτή θα ισχύσει έως την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή έως την 20.8.2018. Επομένως από την 21.8.2018 το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων επανέρχεται στο καθεστώς που όριζε ο ν. 1876/1990 (Α’ 27) πριν την παρέμβαση των διατάξεων του ν. 4024/2011(Α’ 226).
Άρθρο 17
Έλεγχος ομαδικών απολύσεων
Η προτεινόμενη διάταξη, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), «Ανώνυμη Γενική Εταιρία Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) κατά Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης», C-201/15 της 21ης Δεκεμβρίου 2016, τροποποιεί το
νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου των ομαδικών απολύσεων προς το σκοπό εναρμόνισης του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, εισάγονται παρεμβάσεις στο στάδιο πληροφόρησης και διαβούλευσης του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και στο αρμόδιο διοικητικό όργανο για την κοινοποίηση εγγράφων και τον έλεγχο των σχεδιαζόμενων απολύσεων Στο πλαίσιο αυτό, με την παρ. 1, προστίθεται η προσκόμιση κοινωνικού πλάνου, δηλαδή, προτεινόμενων μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων της απόλυσης. Επιπροσθέτως, με την παρ. 3, η προθεσμία για τις διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων αυξάνεται σε τριάντα (30) ημέρες προς το σκοπό εξεύρεσης συναινετικής λύσης. Όσον αφορά στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, η αρμοδιότητα μετατίθεται από τον Υπουργό ή το Νομάρχη στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (Α.Σ.Ε.), τόσο ως προς την κοινοποίηση των σχετικών εγγράφων κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων (βλ. παρ. 2) όσο και ως την κοινοποίηση του πρακτικού των διαβουλεύσεων και τη διενέργεια του ελέγχου των σχεδιαζόμενων απολύσεων
(βλ. παρ. 3). Προς το σκοπό αυτό, με τις παρ. 5-6, δημιουργείται ειδικό Τμήμα Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων με ισομερή εκπροσώπηση μεταξύ κράτους, εργαζομένων και εργοδοτών. Το Α.Σ.Ε. αποτελεί όργανο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και κρίνεται κατ’ εξοχήν κατάλληλο για τον έλεγχο σχεδιαζόμενων απολύσεων. Ταυτόχρονα, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της διαδικασίας ελέγχου, προβλέπεται ειδική σύνθεση με ενισχυμένη εκπροσώπηση τόσο του κράτους όσο και εκπροσώπων εργαζομένων και εργοδοτών.
Ο έλεγχος που διενεργείται από το Α.Σ.Ε., σύμφωνα με την παρ. 3, στηρίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία καθορίζονται, αλλά και εξειδικεύονται με την προτεινόμενη διάταξη. Με τον τρόπο αυτό, εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με την αντίστοιχη ενωσιακή και με τις επιταγές της προαναφερθείσας απόφασης του ΔΕΕ. Η μη προσφυγή του εργοδότη στο Α.Σ.Ε. συνεπάγεται την ακυρότητα των απολύσεων, ενώ η αρνητική αιτιολογημένη απόφαση του Α.Σ.Ε., λόγω μη πλήρωσης των σχετικών προϋποθέσεων, συνιστά τεκμήριο ακυρότητας των απολύσεων σε περίπτωση προσφυγής των απολυόμενων στα πολιτικά δικαστήρια.
Άρθρο 18
Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγονται προσθήκες στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους καταγγελίας της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 (Α’ 79). Πρώτον, με την παρ. 1, προστίθεται, ως λόγος καταγγελίας, η τέλεση κλοπής ή υπεξαίρεσης σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του, καθώς κρίνεται πως ο σκοπός του προστατευτικού πλαισίου του άρθρου 14 δεν συνίσταται στην προστασία των εν λόγω προσώπων σε περιπτώσεις τέλεσης εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας.
Δεύτερον, με την παρ. 2, προστίθεται, ως λόγος καταγγελίας, η αδικαιολόγητη απουσία του εργαζομένου από την εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των επτά (7) ημερών. Ο συγκεκριμένος λόγος είχε προβλεφθεί αρχικώς στο ν. 1264/1982, ωστόσο, με το άρθρο 1 του ν. 1915/1990 (Α’ 186), εισήχθη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης. Στη συνέχεια, το άρθρο 1 του ν. 1915/1990 καταργήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2224/1994 (Α’ 112). Κατά μία άποψη, με την κατάργηση του άρθρου 1 του ν. 1915/1990 επανήλθε σε ισχύ η περ. ε’, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της από αυτό. Κατά την αντίθετη άποψη, όμως, αφού ο νομοθέτης δεν επανέφερε ρητώς την περ. ε’, αυτή καταργήθηκε και ως προς την προϊσχύσασα μορφή. Με την προτεινόμενη διάταξη, επιλύεται η διχογνωμία που είχε προκύψει από την ασαφή ρύθμιση του εν λόγω ζητήματος.
Άρθρο 19
Συνδικαλιστικές άδειες
Με την προτεινόμενη διάταξη ενοποιείται το θεσμικό πλαίσιο συνδικαλιστικών αδειών που έως τώρα ρυθμιζόταν από διαφορετικά νομοθετήματα προκαλώντας νομικές ασάφειες μέσω αντιφατικών ή αλληλοεπικαλυπτόμενων ρυθμίσεων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, οι άδειες άνευ αποδοχών καθορίζονται από το ν. 1264/1982, ενώ οι άδειες μετ’ αποδοχών ρυθμίζονται με το ν. 2224/1994.
Η ως άνω πολυνομία δημιουργεί σειρά ερμηνευτικών προβλημάτων ειδικά όσον αφορά στις τριτοβάθμιες οργανώσεις, όπου οι ανωτέρω νόμοι αναφέρονται σε διαφορετικά όργανα (Διοικητικό Συμβούλιο, Εκτελεστική Επιτροπή), αλλά και αναφορικά με τις δευτεροβάθμιες όπου οι ημέρες αδειών αλληλοεπικαλύπτονται, ενώ παράλληλα το κριτήριο της αντιπρόσωπευτικότητας αναλύεται με διαφορετικό τρόπο. Με την προτεινόμενη ρύθμιση δημιουργείται ένα ενιαίο πλαίσιο που ρυθμίζει με ενιαίο τρόπο τις άδειες άνευ και μετ’ αποδοχών για τα διαφορετικά επίπεδα συνδικαλιστικών οργανώσεων και καλύπτει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Άρθρο 20
Με την προτεινόμενη διάταξη, η ταχεία εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 19-22 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) εφαρμόζεται και σε διαφορές που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση κήρυξης απεργίας στην επιχείρηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σύνολο των διαφορών που προκύπτουν από την κήρυξη απεργίας στην επιχείρηση υπάγεται στην ίδια διαδικασία εκδίκασης. Παράλληλα, μέσω της ταχείας εκδίκασης των διαφορών που περιγράφονται στην προτεινόμενη διάταξη, διευκολύνονται οι εργαζόμενοι της επιχείρησης ως προς την ταχεία ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, σε περιπτώσεις που ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή την καταβολή του μισθού για λόγους που συνδέονται με την κήρυξη απεργίας στην επιχείρηση.
«Εργασιακές ρυθμίσεις»
Άρθρο 16
Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις
Οι παρ. 5 και 6 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) ισχύουν έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής.
Άρθρο 17
Έλεγχος ομαδικών απολύσεων
1. Στο άρθρο 3 του ν. 1387/1983 (Α’ 110) προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ο εργοδότης μπορεί να θέσει υπ’ όφιν των εργαζομένων κοινωνικό πλάνο για τους υπό απόλυση εργαζόμενους, δηλαδή μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων της απόλυσης, όπως ποσά για κάλυψη αυτασφάλισης, διαθέσιμα ποσά μέσω εταιρικής κοινωνικής ευθύνης για κατάρτιση και συμβουλευτική για επανένταξη στην αγορά εργασίας, ενέργειες για την αξιοποίηση ειδικών προγραμμάτων από τον ΟΑΕΔ αντιμετώπισης της επαπειλούμενης ανεργίας των υπό απόλυση εργαζομένων, καθώς και δυνατότητες, μεθόδους και κριτήρια για την κατά προτεραιότητα επαναπρόσληψή τους».2. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 1387/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αντίγραφα των εγγράφων αυτών υποβάλλονται από τον εργοδότη στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (Α.Σ.Ε.)».
3. Το άρθρο 5 του ν. 1387/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι τριάντα (30) ημέρες και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Α.Σ.Ε. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να καταθέτουν στο Α.Σ.Ε. υπόμνημα επί των διαβουλεύσεων. 2. Αν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του πρακτικού διαβούλευσης στο Α.Σ.Ε.
3. Αν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, το Α.Σ.Ε., με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία υποβολής του πρακτικού διαβούλευσης, διαπιστώνει αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις
του εργοδότη προς ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και η υποχρέωση κοινοποίησης των σχετικών εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 3. Για το σκοπό αυτό, το Α.Σ.Ε. μπορεί να καλεί και να ακούει τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επιμέρους τεχνικά θέματα. Αν το Α.Σ.Ε. κρίνει πως οι ανωτέρω υποχρεώσεις του εργοδότη τηρήθηκαν, οι απολύσεις ισχύουν είκοσι (20) ημέρες από την έκδοση της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, το Α.Σ.Ε. παρατείνει τις διαβουλεύσεις των μερών ή τάσσει προθεσμία στον εργοδότη, ώστε εκείνος να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προς εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων. Αν το Α.Σ.Ε., με νέα απόφαση, διαπιστώσει πως τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις του εργοδότη, οι απολύσεις ισχύουν είκοσι (20) ημέρες από την έκδοση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, οι απολύσεις ισχύουν εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση του πρακτικού διαβούλευσης της παρ. 1.
4. Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 και 3».
4. Η περ. 2 της υποπαρ. II.Δ του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) καταργείται.
5. Στην παρ. 3 του άρθρου 25 του π.δ/τος 368/1989 (Α’ 163) προστίθεται περ. στ’ ως εξής:
«στ) Τμήμα Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων».
6. Στο άρθρο 25 του π.δ/τος 368/1989 προστίθεται νέα παρ. 7Β ως εξής:
«7Β. Το Τμήμα Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων απαρτίζεται από:
α) Το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της
Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση.
β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τον αναπληρωτή του.
γ) Έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. δ) Έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης με τον
αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
ε) Έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομικών με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
στ) Πέντε (5) εκπροσώπους της Γ.Σ.Ε.Ε. με τους αναπληρωτές τους.
ζ) Έναν (1) εκπρόσωπο του Σ.Ε.Β. με τον αναπληρωτή του.
η) Έναν (1) εκπρόσωπο της Ε.Σ.Ε.Ε. με τον αναπληρωτή του.
θ) Έναν (1) εκπρόσωπο της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. με τον αναπληρωτή του.
ι) Έναν (1) εκπρόσωπο του Σ.Ε.Τ.Ε. με τον αναπληρωτή του.
ια) Έναν (1) εκπρόσωπο με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από κοινού από τον Σ.Ε.Β., την Ε.Σ.Ε.Ε., τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. και τον Σ.Ε.Τ.Ε.»
7. Στο άρθρο 25 του π.δ/τος 368/1989 προστίθεται νέα παρ. 17 ως εξής:
«17. Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων ανήκει ο έλεγχος σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του
ν. 1387/1983 (Α’ 110)».
Άρθρο 18
Στην παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) προστίθενται περ. ε’ και στ’ ως εξής:
«ε) Όταν ο εργαζόμενος τέλεσε κλοπή ή υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του.
στ) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των επτά (7) ημερών».
Άρθρο 19
Συνδικαλιστικές άδειες
1. Το άρθρο 17 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διευκολύνει τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων, των Ελεγκτικών Επιτροπών και τους αντιπροσώπους των πρωτοβάθμιων
στις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Την ίδια υποχρέωση έχει για τα Διοικητικά Συμβούλια, τις Ελεγκτικές Επιτροπές και τους αντιπροσώπους των δευτεροβάθμιων στις τριτοβάθμιες, όπως και για τα Διοικητικά Συμβούλια και τις Ελεγκτικές Επιτροπές των τριτοβάθμιων οργανώσεων.
2. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να παρέχει άδεια απουσίας:
α) στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους,
β) στον Πρόεδρο και στον Γενικό Γραμματέα των Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά οργανώσεις έχουν πάνω από 10.000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους,
γ) στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν από 1.501 μέχρι 10.000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία του.
δ) στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μέχρι 1.500 ψηφίσαντα μέλη, δεκαπέντε (15) ημέρες το μήνα,
ε) στον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα και τον Ταμία των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων δεκαπέντε (15) ημέρες το μήνα,
στ) στα υπόλοιπα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων εννέα (9) ημέρες το μήνα,
ζ) στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων πέντε (5) ημέρες το μήνα, αν τα μέλη της οργάνωσης είναι 500 και πάνω,
η) στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων τρεις (3) ημέρες το μήνα, αν τα μέλη της οργάνωσης είναι λιγότερα από 500,
θ) στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, για όλη τη διάρκεια συνεδρίων που συμμετέχουν,
ι) στα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Γραμματείας της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους.
3. Οι αναφερόμενες στην παρ. 2 άδειες απουσίας περιορίζονται σε τριάντα (30) μέρες το χρόνο για τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής ή αλλιώς του Προεδρείου των μη αντιπροσωπευτικών τριτοβάθμιων οργανώσεων, καθώς και για τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, προκειμένου για την αμέσως επόμενη, της πιο αντιπροσωπευτικής, δευτεροβάθμια οργάνωση, εφόσον αυτή έχει τόσα ψηφίσαντα μέλη όσα αναφέρονται στις περ. β’ και γ’, και στο 1/3 του αναφερόμενου στις περ. δ’,
ε’ στ’, ζ’ και η’ χρόνου, προκειμένου για την αμέσως επόμενη, της πιο αντιπροσωπευτικής, οργάνωση για τα αντίστοιχα συνδικαλιστικά στελέχη.
4. Ο χρόνος απουσίας των εργαζομένων κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων θεωρείται χρόνος πραγματικής εργασίας για όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργασιακή και ασφαλιστική σχέση. Οι ημέρες απουσίας των εργαζομένων που αναφέρονται στις περ. α’, β’, γ’ και δ’ της παρ. 2 είναι με αποδοχές, που καταβάλλονται από τον εργοδότη τους. Οι ημέρες απουσίας των εργαζομένων που αναφέρονται στις περ. ε’, στ’, ζ’, η’, θ’ και ι’ της παρ. 2, καθώς και των εργαζομένων της παρ. 3 είναι χωρίς αποδοχές. Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλιστικές εισφορές των συνδικαλιστικών στελεχών για το χρόνο της συνδικαλιστικής άδειάς τους καταβάλλονται από την οργάνωσή τους.
5. Για κάθε διαφωνία σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου αποφασίζει, ύστερα από αίτηση της μιας ή της άλλης πλευράς, η Επιτροπή του άρθρου 15.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του άρθρου 30. Όπου οι διατάξεις αυτές αναφέρονται σε εργατικά κέντρα καταλαμβάνουν και τα νομαρχιακά τμήματα που υπάγονται στην Α.Δ.Ε.Δ.Υ.».
2. Στο άρθρο 18 του ν. 1264/1982 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. To άρθρο αυτό ισχύει τόσο για υπαλλήλους των φορέων του δημοσίου τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65), όσο και για μισθωτούς που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα».
3. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 2224/1994 (Α’ 112) καταργούνται.
Άρθρο 20
Στο άρθρο 22 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Με τη διαδικασία της παρ. 4 και τηρουμένων των ίδιων ως άνω προθεσμιών εκδικάζονται οι διαφορές που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση κήρυξης απεργίας στην επιχείρηση».
4. Ανοικτα καταστήματα τις κυριακές. Στον νόμο ν.4177/2013, σχετικά με θέματα λειτουργίας καταστημάτων τις Κυριακές. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ορίζονται συγκεκριμένες περιοχές (Δήμος Αθηναίων, ιστορικό κέντρο Θεσσαλονίκης κ.λπ.), στις οποίες επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές την περίοδο από το μήνα Μάιο έως και το μήνα Οκτώβριο, κατά τα ειδικώς οριζόμενα. Επίσης, αίρονται οι ισχύοντες περιορισμοί (εμβαδό εμπορικού καταστήματος κ.λπ.), σχετικά με τις περιοχές στις οποίες επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των καταστημάτων και άλλες Κυριακές πλην των προβλεπομένων. (άρθρο 49)
Τροποποίηση του ν. 4177/2013 «Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (Α’ 173)
Με την παρ. 1 της προτεινόμενης διάταξης ορίζονται συγκεκριμένες περιοχές με αυξημένη εμπορική και τουριστική δραστηριότητα, στις οποίες επιτρέπεται η λειτουργία των καταστημάτων όλες τις Κυριακές κατά την περίοδο από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο, στη διάρκεια της οποίας πραγματοποιείται ο κύριος όγκος τουριστικής κίνησης και δαπάνης. Εξαίρεση στην παραπάνω περίοδο αποτελεί η δεύτερη Κυριακή του Αυγούστου. Με την παρ. 2 της προτεινόμενης ρύθμισης αίρονται οι προηγούμενοι περιορισμοί (εμβαδόν, νομική σχέση με αλυσίδα καταστημάτων, συνεργασίες τύπου «κατάστημα εντός καταστήματος», εμπορικά κέντρα, εκπτωτικά καταστήματα ή εκπτωτικά χωριά.) σχετικά με τα εμπορικά καταστήματα των οποίων η λειτουργία επιτρέπεται Κυριακές έπειτα από απόφαση του αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη. Περαιτέρω εξασφαλίζεται η διατήρηση ισχύος των αποφάσεων Αντιπεριφερειαρχών που ήδη έχουν εκδοθεί και αφορούν τη λειτουργία των
καταστημάτων τις Κυριακές ώστε να αποφευχθεί η διατάραξη της υφιστάμενης κατάστασης και η δημιουργία ανασφάλειας τόσο των επιχειρήσεων όσο και των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης.Η προτεινόμενη διάταξη αποβλέπει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω της πλήρους διεύρυνσης του αριθμού των εμπορικών επιχειρήσεων που λειτουργούν κατά τις Κυριακές, ώστε να μην εγείρονται ενδεχόμενα ζητήματα άνισης μεταχείρισης φορέων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά προϊόντων. Επιπλέον, συμβάλλει στην αποδοτικότερη αξιοποίηση των επενδύσεων τους, στη βελτίωση του εύρους επιλογών των καταναλωτών, καθώς και στη μεγέθυνση της τουριστικής δαπάνης. Η εφαρμογή των παραπάνω ρυθμίσεων αναμένεται να επιφέρει θετικές επιδράσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και στην απασχόληση.
Τροποποίηση του ν. 4177/2013 «Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (Α’ 173) 1. Μετά την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4177/2013 προστίθεται νέα παρ. ΙΑ ως εξής:
«ΙΑ. Επιπλέον, επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές την περίοδο από το μήνα Μάιο έως και το μήνα Οκτώβριο, εκτός από τη
δεύτερη Κυριακή του μήνα Αυγούστου, στις εξής περιοχές:
α) Στο Δήμο Αθηναίων, και β) σε περιοχές του Δήμου Πειραιά, της Περιφερειακής Ενότητας Νοτίου Τομέα Αθηνών, του ιστορικού κέντρου Θεσσαλονίκης, όπως ορίζεται στην Υπουργική Απόφαση 3046/51009/1994 (Β’ 833), και στην περιοχή γύρω από τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ορίζονται τα συγκεκριμένα όρια των περιοχών της περιπτ. β’ λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής δραστηριότητας της κάθε περιοχής.
Σε περίπτωση που η δεύτερη Κυριακή του Αυγούστου συμπίπτει με επίσημη αργία, η εξαίρεση του πρώτου εδαφίου μετατίθεται την προηγούμενη Κυριακή.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 4177/2013 αντικαθίσταται ως εξής: «Με αιτιολογημένη απόφαση του κατά τόπον αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη η οποία εκδίδεται μετά από διαβούλευση με τοπικούς και συλλογικούς φορείς και ισχύει από το επόμενο έτος από τη δημοσίευσή της, ορίζονται με σαφή τρόπο οι περιοχές,
στις οποίες επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων και άλλες Κυριακές, πλην των αναφερομένων στις παρ. 1 και ΙΑ, λαμβανομένων υπόψη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Η απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη δύναται να αναθεωρείται ετησίως κατά το μήνα Δεκέμβριο και ισχύει για το επόμενο έτος από τη δημοσίευση της. Σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης διατηρείται σε ισχύ η προηγούμενη ρύθμιση μέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη».
5. Προβλέπεται ότι αποφάσεις Αντιπεριφερειαρχών, οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νόμου και ρυθμίζουν τη λειτουργία καταστημάτων τις Κυριακές, παραμένουν σε ισχύ και καταλαμβάνουν όλα τα εμπορικά καταστήματα. (άρθρο 50)
Μεταβατική διάταξη για το άρθρο 49
Με την προτεινόμενη μεταβατική διάταξη εξασφαλίζεται η διατήρηση ισχύος των αποφάσεων Αντιπεριφερειαρχών που ήδη έχουν εκδοθεί και αφορούν τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές ώστε να αποφευχθεί η διατάραξη της υφιστάμενης κατάστασης και η δημιουργία ανασφάλειας τόσο των επιχειρήσεων όσο και των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Μεταβατική διάταξη για άρθρο 49
Αποφάσεις Αντιπεριφερειαρχών, οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος και ρυθμίζουν τη λειτουργία καταστημάτων τις Κυριακές, παραμένουν σε
ισχύ και καταλαμβάνουν όλα τα εμπορικά καταστήματα.