Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης προωθεί πρόταση με την οποία η αστική περιουσία των οφειλετών μένει στις τράπεζες για να καλύψει ένα μέρος των οφειλών και η αγροτική επιστρέφει ή αναδιανέμεται
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης προωθεί πρόταση – λύση με την οποία η υποθηκευμένη περιουσία καταγράφεται, εκτιμάται η αξία της και διαχωρίζεται σε αστική και αγροτική.Η πρώτη μένει στη διάθεση της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ και η δεύτερη μεταφέρεται στον ΟΔΙΑΓΕ, τον Οργανισμό Διαχείρισης, που έχει συσταθείΣε όσους από τους φορείς και τα φυσικά πρόσωπα – αγρότες έχουν βιώσιμη προοπτική εκχωρείται για χρήση η υποθηκευμένη αγροτική τους περιουσία. Εκείνων που δεν έχουν βιώσιμη εκχωρείται για χρήση σε άλλα συνεργατικά σχήματα της περιοχής.Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Βαγγέλης Αποστόλου, στο κείμενο που ακολουθεί, προτείνει λύσεις για τα «κόκκινα» δάνεια και τις περιουσίες των αγροτών.
Κοντά στα δύο μεγάλα προβλήματα του αγροτικού χώρου, το υψηλό κόστος παραγωγής και την έλλειψη ισχυρών συνεργατικών σχημάτων, στέκει και αυτό της υπερχρέωσης που ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ. Αν δε προσθέσουμε τις οφειλές προς το Δημόσιο από ΦΠΑ, προς το ΙΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές και τους καταλογισμούς που μας έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τότε φθάνουμε στα 7 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την ακαθάριστη αξία της αγροτικής παραγωγής που δηλώνεται.
Για να αντιμετωπίσουμε όμως αυτές τις οφειλές, και ιδιαίτερα τα τραπεζικά δάνεια, πρέπει πρωτίστως να τις δούμε μέσα από δύο παραδοχές, του τρόπου λειτουργίας της πίστης στον χώρο και της ιδιαιτερότητας της αγροτικής δραστηριότητας.
Η αγροτική πίστη στη χώρα μας ήταν ταυτόσημη με την Αγροτική Τράπεζα τουλάχιστον μέχρι το 1991 αλλά και ως το 2012 που η ΑΤΕ μεταφέρθηκε σε ιδιωτική τράπεζα. Είχε δε ως κύριο αντικείμενο τη στήριξη των αγροτών και των συνεταιριστικών τους οργανώσεων, με σκοπό, όπως αναφερόταν στον ιδρυτικό της νόμο, «τη βελτίωση των αγροτικών συναλλαγών σε όλη την ελληνική επικράτεια». Παράλληλα δε οριζόταν και ως κύριος συνεργάτης της Πολιτείας στην άσκηση της αγροτικής πολιτικής με στόχο την ανάπτυξη της χώρας.
Η είσοδος όμως της χώρας μας στην ΕΟΚ βάζει και άλλον παίκτη στον αγροτικό χώρο, την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), και μάλιστα πολύ δυναμικά γιατί φέρνει μεν κοινοτικές ενισχύσεις αλλά απαγορεύει στις κυβερνήσεις να ενισχύουν τον χώρο. Εκτοτε, τόσο η ΑΤΕ όσο και οι συνεταιριστικές οργανώσεις που διαχειρίστηκαν τα κοινοτικά κονδύλια και τις χρηματοδοτήσεις της αγροτικής παραγωγής όχι μόνο απέτυχαν οικτρά αλλά και οδήγησαν την αγροτική πίστη σε άλλα μονοπάτια.
Με σειρά νόμων επιχειρήθηκε πολλές φορές να ρυθμισθούν τα δάνεια αγροτών, συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων του αγροτικού τομέα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι νόμοι: 2008/92, 2237/94, 2538/98 και 3259/2004 γνωστός και ως νόμος για τα πανωτόκια.
Παρά το γεγονός ότι είχαν ευρεία εφαρμογή δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν ριζικά το πρόβλημα της υπερχρέωσης που δημιουργήθηκε κυρίως κατά την περίοδο 1990 – 2000, που τα επιτόκια κυμαίνονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Πολλές μάλιστα από τις ρυθμίσεις, όπως αυτές για τα δάνεια των συνεταιρισμών, κρίθηκαν τελεσίδικα στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια παράνομες, ως αντίθετες στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, και τα ευρωπαϊκά όργανα μας ζητούν σήμερα να τις ανακτήσουμε, με το συνολικό ποσό να ξεπερνά τα 573 εκατ. ευρώ.
Ας δούμε όμως πώς χαρτογραφείται σήμερα η υπερχρέωση του χώρου. Είναι γνωστό ότι μετά την πώληση και διάσπαση της ΑΤΕ τα τότε υπερήμερα δάνεια παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση ΑΤΕ και τα ενήμερα πέρασαν στην Τράπεζα Πειραιώς.
Οι συνολικές οφειλές αγροτών και αγροτικών συνεταιρισμών προς τις τράπεζες (κυρίως σε μία) ανέρχονται στα 2,5 δισ., εκ των οποίων βρίσκεται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών ποσοστό 20%, δηλαδή 500 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 50 εκατ. έχουν χορηγηθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στην υπό εκκαθάριση ΑΤΕ τα χρέη έχουν πολύ χειρότερη διάρθρωση, όπως οι πίνακες καταδεικνύουν.
Θα σταθώ μόνο στα χρέη που υπάρχουν στην υπό εκκαθάριση ΑΤΕ γιατί είναι σχεδόν στο σύνολό τους υπερήμερα, ενώ αυτά προς τις τράπεζες είναι στο 20% (ποσοστό πολύ μικρότερο του 36% των «κόκκινων» δανείων προς τις άλλες τράπεζες) και μπορούν να αντιμετωπισθούν τόσο μέσω του εξώδικου συμβιβασμού όσο και της ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων που σύντομα θεσμοθετείται.
Δυστυχώς, λόγω του πλαισίου λειτουργίας αλλά και του σκοπού τής υπό εκκαθάριση ΑΤΕ είναι αδύνατη η ρύθμιση των δανείων αυτών υπό τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια χρηματοοικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι λοιπές τράπεζες. Είναι ενδεικτικό ότι η υπό εκκαθάριση ΑΤΕ δεν μπορεί να εφαρμόσει το σύνολο των μέτρων που προβλέπονται στον κώδικα δεοντολογίας. Για παράδειγμα δεν μπορεί να ανταλλάξει ακίνητα με χρέος, να συμμετέχει σε πλειστηριασμούς για την απόκτηση ακινήτων με σκοπό τη διαγραφή χρέους, να ανταλλάξει χρέος με μετοχικό κεφάλαιο, να προχωρήσει σε διαχωρισμό οφειλής, να διαγράψει κεφάλαιο, να περιορίσει την απαίτησή της στο ύψος των καλυμμάτων της.
Δεν αρκεί ο εξώδικος συμβιβασμός
Ο εξώδικος συμβιβασμός που ψηφίστηκε πρόσφατα μπορεί να περιλαμβάνει και τα δάνεια που βρίσκονται σε εκκαθάριση, όμως δεν αφορά τους μεμονωμένους αγρότες, παρά μόνο τις επιχειρήσεις που έχουν την «πτωχευτική ικανότητα», όπως είναι οι συνεταιρισμοί. Και σε αυτήν την περίπτωση θα βρει ελάχιστη εφαρμογή. Είναι ανάγκη επομένως να γίνει ειδική νομοθετική παρέμβαση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Κάτι τέτοιο επεχείρησε τον Φεβρουάριο του 2014 ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, που έφερε στη Βουλή, υπό την πίεση των αγροτικών κινητοποιήσεων, μια τροπολογία για την αντιμετώπιση των τότε ενυπόθηκων υπερήμερων δανείων τής υπό εκκαθάριση ΑΤΕ και την ενσωμάτωσε στον Ν. 4235/2014.
Ως εισηγητής τότε του ΣΥΡΙΖΑ είχα στοιχηματίσει ότι δεν θα υπάρξει ούτε μια περίπτωση εφαρμογής του. Και επαληθεύτηκα για δύο λόγους:
1. Οτι δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί γιατί δεν στηριζόταν σε στοιχεία που να τεκμηρίωναν τη δυνατότητα των υπόχρεων να ανταποκριθούν.
2. Γιατί ήταν μια επανάληψη των γνωστών στον αγροτικό χώρο ρυθμίσεων που έκανε η πρώην ΑΤΕ με σκοπό να τακτοποιεί το χαρτοφυλάκιό της αλλά και να μετατοπίζει τα προβλήματα υπερχρέωσης.
Και όμως πρέπει να βρεθεί λύση. Καταρχήν οι συγκεκριμένες οφειλές, ύψους 3,5 δισ. ευρώ, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα, ούτε κατ’ ελάχιστον να πληρωθούν από τους οφειλέτες φυσικά πρόσωπα – αγρότες και κυρίως από τους συνεταιρισμούς. Και ούτε βεβαίως πρόκειται να καλυφθούν από το τυχόν πλειστηρίασμα που μπορεί να προκύψει μέσα από αναγκαστικού χαρακτήρα διαδικασίες στις υποθηκευμένες εγκαταστάσεις, εξοπλισμούς και ακίνητα που συνδέονται με τα χρέη.
Το ζήτημα όμως που μπαίνει επιτακτικά πλέον είναι πόσες και ποιες από αυτές τις υποθήκες είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της αγροτικής δραστηριότητας από τους υπερχρεωμένους ιδιοκτήτες τους αλλά και γενικότερα από όσους δραστηριοποιούνται στον αγροτικό χώρο.
Το υπουργείο μας αυτήν την περίοδο επεξεργάζεται συγκεκριμένη πρόταση – λύση με την οποία η υποθηκευμένη περιουσία καταγράφεται, εκτιμάται η αξία της και διαχωρίζεται σε αστική και αγροτική.
Η πρώτη μένει στη διάθεση της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ και η δεύτερη μεταφέρεται στον ΟΔΙΑΓΕ, τον Οργανισμό Διαχείρισης που έχει συστήσει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Σε όσους από τους φορείς και τα φυσικά πρόσωπα – αγρότες έχουν βιώσιμη προοπτική εκχωρείται για χρήση η υποθηκευμένη αγροτική τους περιουσία.
Εκείνων που δεν έχουν βιώσιμη εκχωρείται για χρήση σε άλλα συνεργατικά σχήματα της περιοχής που πληρούν τις προϋποθέσεις.
Ετσι και η αστική περιουσία μπορεί να καλύψει ένα μέρος των οφειλών και η αγροτική να συμβάλει στην υπηρέτηση του σκοπού της, που είναι η αγροτική δραστηριότητα. Ολα αυτά βέβαια περνούν μέσα από αντίστοιχη νομοθετική πρωτοβουλία.
Ο κ. Βαγγέλης Αποστόλου είναι υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.