Τέτοιας μορφής «σύγκλιση» ήθελε από το 2011 η Πολιτεία και, από ό,τι φαίνεται, θα πετύχει τον στόχο της. Προς τι όμως οι αποφάσεις της Ιεραρχίας, οι λεονταρισμοί, οι ανακοινώσεις και οι συνεντεύξεις εκκλησιαστικών ηγητόρων;
Πολλές φορές από αυτή τη στήλη έχουμε επισημάνει την ευθύνη της Εκκλησίας ως προς τη διατήρηση στα ελληνικά σχολεία του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών. Ωστόσο είδαμε να δημοσιεύεται άρθρο στον ημερήσιο Τύπο τις τελευταίες ημέρες, που δεν διαψεύστηκε από την πλευρά της Εκκλησίας, στο οποίο αναφέρονται ορισμένες πληροφορίες εκ μέρους παραγόντων του υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), που, κατά τη γνώμη μας, παρουσιάζει ουσιαστικές αντιφάσεις λόγων και έργων. Στο συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται ότι «οι δύο πλευρές παρουσιάζονται ικανοποιημένες, καθώς και η πλειονότητα των παρατηρήσεων της Εκκλησίας έγιναν δεκτές, ενώ δεν αλλοιώνεται η φιλοσοφία των νέων προγραμμάτων».
Τι σημαίνει αυτό; Πώς είναι δυνατόν, αφενός, να μην αλλοιώνεται η φιλοσοφία των νέων προγραμμάτων, που είναι «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές», «γνώσεις για τις θρησκείες και από τις θρησκείες», και ταυτόχρονα να γίνονται δεκτά οι παρατηρήσεις και ο απαράβατος όρος της Εκκλησίας για «ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών»; Από την πλευρά της ομάδας των εμπνευστών και συντακτών των νέων προγραμμάτων έχει προταθεί ως λύση το πλουραλιστικό μάθημα. Τι εννοούν όταν προτείνουν να διδάσκεται ένα πλουραλιστικό μάθημα; Το είπε σε πρόσφατη εισήγησή του σε διεξαχθείσα ημερίδα ο νομικός της ομάδας συντακτών: Πρόκειται για ένα μάθημα «με όλες τις θρησκείες και ο καθένας βρίσκει κάτι από τη θρησκεία του, και σε κάποια μεγαλύτερη έκταση (βρίσκεται) η επικρατούσα θρησκεία».
Ετσι, «δεν μπορεί εύκολα κάποιος να θεωρήσει ούτε ότι παραβιάζεται το άρθρο 2 ούτε ότι προσβάλλεται η θρησκευτική του ελευθερία». Τι περιεχόμενο έχει, επομένως, η «σύγκλιση» από την πλευρά της Εκκλησίας; Υποχώρησε, συμβιβάστηκε, συμφώνησε, υπέγραψε για να ισχύσουν στα σχολεία τα πλουραλιστικά και πολυθρησκειακά προγράμματα; Το υπουργείο και το ΙΕΠ δεν έχουν πρόβλημα να ομιλούν για «σύγκλιση». Αυτή, άλλωστε, είναι συνήθως η γνώριμη πολιτική τακτική. Να διαλέγεται, να συμφωνεί, να ασκεί διπλωματία, να συμβιβάζεται, να υποχωρεί. Η Εκκλησία όμως δεν μπορεί να υποχωρεί και να κάνει συγκλίσεις σε κάποια θέματα, όπως αυτό του ορθόδοξου χαρακτήρα της διδασκαλίας της. «Ορθή δόξα» σημαίνει «ορθή πίστη», αλήθεια σύμφωνη με την αγιογραφική, δογματική και πατερική παράδοση της Εκκλησίας.
Τα παιδιά του ελληνικού λαού έχουν ορθή δόξα – πίστη και έχουν μητέρα Εκκλησία, που είναι υποχρεωμένη όχι απλώς να εποπτεύει και να παρακολουθεί τι ακριβώς και από ποιους διδάσκονται όλα τα ανήλικα και τα ενήλικα μέλη της, αλλά και να διεξάγει αγώνες που απαιτούνται, για να προστατεύονται και να μην προσβάλλονται από αιρετικές ή άλλες κακόδοξες ή παρεκκλίνουσες διδασκαλίες τα μέλη της. Κανένας άλλος φορέας εκτός της Εκκλησίας τους δεν υπάρχει και δεν μπορεί να στηρίζει και να προστατεύει τους ορθόδοξους χριστιανούς από κακοδιδασκαλίες. Αυτό, άλλωστε, αναφέρεται και στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας σε σχέση με τη φροντίδα της Εκκλησίας όσον αφορά τη χριστιανική αγωγή της νεότητας.
Η ευθύνη, επομένως, της Εκκλησίας σε αυτή την περίπτωση δεν καλύπτεται με «συγκλίσεις», διότι η χριστιανική διδασκαλία και αγωγή των νέων δεν είναι ένα περιφερειακό θέμα, αλλά ένα κεντρικό και ουσιαστικό ζήτημα ύψιστης σημασίας, που αφορά την αλήθεια και το νόημα του ανθρώπου, που αφορά την πίστη, τον τρόπο σκέψης, ζωής και συμπεριφοράς, και που επηρεάζει οντολογικά την οικοδόμηση της ύπαρξης των νέων με βάση τον θεμέλιο λίθο, που είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής Χριστός. Η ορθή δόξα και η ορθή διδασκαλία προσανατολίζουν τους νέους στον αληθινό δρόμο που οδηγεί στον Χριστό και διαμορφώνει τη συνείδηση και την ταυτότητα, την πυξίδα ζωής καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί ως πνευματικής συλλογικότητας, ως Εκκλησίας.
Το υπουργείο Παιδείας, από την άλλη πλευρά, είναι εκείνο που, αφενός, είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί και να προσαρμόζεται στο ισχύον Σύνταγμα, στους νόμους και στην ισχύουσα νομολογία που αφορά τον σχεδιασμό της θρησκευτικής διδασκαλίας. Είναι όμως σαφές και έχει επισημανθεί και από την ίδια την Εκκλησία ότι το υπουργείο και το ΙΕΠ στην πλειονότητα των αλλαγών που επιχειρούν, είτε αφορούν τα Θρησκευτικά είτε την Ιστορία είτε τη Γλώσσα και τον πολιτισμό, ενεργούν παρανόμως, καταπατώντας το νομικό σύστημα της χώρας. Με τη διαφορά ότι, επειδή φοβούνται το πολιτικό κόστος, έχουν ειδικό σύστημα αυτοπροστασίας, διαφήμισης ή προπαγάνδας για να παρερμηνεύουν, να διαστρεβλώνουν, να παραλλάζουν όλα αυτά που αποφασίζουν, προκειμένου να μη γίνεται αντιληπτή η πνευματική βλάβη που προξενούν, να αποσοβούν με αυτό τον τρόπο τους κραδασμούς, να κάνουν όσο γίνεται πιο αφανείς και ακατανόητες την αποδόμηση και την επίδραση που ασκούν οι κάθε μορφής κακοδοξίες στη θρησκευτική ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων μας.
Τα ερωτήματα είναι: Ποια είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι σε αυτή την τακτική του υπουργείου; Γνωρίζει τι ακριβώς γίνεται στο επίπεδο των Προγραμμάτων Σπουδών; Γνωρίζει ότι το επιχείρημα του υπουργείου και του ΙΕΠ, δηλαδή πως οι αλλαγές γίνονται διότι άλλαξε συνολικά η μέθοδος διδασκαλίας στο σχολείο σε όλα τα μαθήματα, είναι παραπλανητικό; Και είναι παραπλανητικό διότι, αφενός, δεν ισχύει για κανένα άλλο μάθημα και, αφετέρου, κάθε καθηγητής για κάθε μάθημα εφαρμόζει και μπορεί να εφαρμόζει δική του μεθοδολογία. Η μέθοδος δεν επηρεάζει τη μορφή, τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό κάθε μαθήματος. Η Εκκλησία θέλει ή δεν θέλει να διδάσκονται τα παιδιά ένα μάθημα με ορθόδοξο χαρακτήρα και προσανατολισμό;
Αν το θέλει, τότε δεν μπορεί να υπαναχωρεί σε «συγκλίσεις», που έχουν αποτέλεσμα να ισχύσει ένα μάθημα με δομή πολυθρησκειακή, «θρησκευτικά για όλους τους μαθητές», στο οποίο, όπως γράφεται, θα συνεχίσει να εφαρμόζεται «η φιλοσοφία των νέων προγραμμάτων». Και, φυσικά, στην περίπτωση αυτή, στην Ελλάδα θα έχουμε πλέον μάθημα όχι χριστοκεντρικό, όπως έχουν γράψει και θέλουν ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος, αλλά μάθημα πολυθρησκειακό, όπως θέλει και έχει σχεδιάσει η ελληνική Πολιτεία, για να οδηγούνται τα παιδιά στον θρησκευτικό συγκρητισμό και στη σύγχυση.
Τέτοιας μορφής «σύγκλιση» ήθελε εξαρχής, από το 2011, η Πολιτεία και, από ό,τι φαίνεται, θα πετύχει τον στόχο της. Το ερώτημα όμως είναι: Η Εκκλησία, από την πλευρά της, τι πέτυχε για τα ορθόδοξα τέκνα της; Προς τι όλα όσα προηγήθηκαν εκ μέρους της Εκκλησίας; Προς τι η διενέργεια και οι αποφάσεις των Συνόδων της Ιεραρχίας, προς τι οι λεονταρισμοί, οι ανακοινώσεις, οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις ορισμένων εκκλησιαστικών ηγητόρων;
*Καθηγητής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ