Με την υπ’ αρίθμ. 65/2017 απόφαση που εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου απορρίφθηκε η αγωγή μιας δικηγόρου των Αθηνών κατά τριών υπηκόων Αλβανίας, κατοίκων Καρπάθου, για την ακύρωση διαθήκης ενός συγγενούς της με την οποία τους κατέλειπε σημαντικά περιουσιακά της στοιχεία.
Η ενάγουσα είναι πρώτη εξαδέλφη εξ αίματος με τον διαθέτη ο οποίος απεβίωσε την 3η Ιανουαρίου 2015 σε ηλικία 95 ετών και συνδεόταν μαζί του με στενούς οικογενειακούς δεσμούς.
Η ενάγουσα στην αγωγή της εξέθεσε ότι τον περιέθαλπτε και τον προστάτευε θεωρώντας τον ως δεύτερο πατέρα της, ενώ την ίδια αγάπη της ανταπέδιδε κι εκείνος.
Τους χειμερινούς μήνες τον φιλοξενούσε στην κατοικία της στην Αθήνα, τον πήγαινε στους ιατρούς, φρόντιζε για την υγεία του την καλή διατροφή του, την ψυχαγωγία του, την ένδυση και την υπόδηση του.
Τους καλοκαιρινούς μήνες μετέβαινε κάθε χρόνο για διακοπές στο νησί καταγωγής και διαμονής του και γενικά ζούσαν σαν μία οικογένεια.
Την είχε εγκαταστήσει μάλιστα με δύο διαθήκες, που συνέταξε, αποκλειστική του κληρονόμο σε όλη την κινητή και την ακίνητη περιουσία του, ενώ είχε ανοίξει από κοινού με τον αποβιώσαντα εξάδελφο της κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο – πέραν της μικρής σύνταξης που ελάμβανε ο ίδιος κατέθετε κι εκείνη εξ ιδίων διάφορα ποσά για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης.
Επεσήμανε επίσης ότι μετά την επιστροφή του στο νησί διαμονής του από νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν στα μέσα του μηνός Νοεμβρίου 2014, η υγεία του επιδεινωνόταν σταδιακά, με αποτέλεσμα και λόγω της ηλικίας του να μην μπορεί πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί.
Δεν μπορούσε να φάει, ήταν αδύναμος, είχε εμετούς, διάρροιες, αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα. Δεν μπορούσε να σηκωθεί ακόμη και από το κρεβάτι του και λόγω της έντονης δύσπνοιας χρειαζόταν βοήθεια με συσκευή οξυγόνου.
Εξ αιτίας της κλονισμένης υγείας του, ανέθεσε την φροντίδα και μέριμνα του άρρωστου υπέργηρου αποβιώσαντος εξαδέλφου της, στους εναγομένους αλλοδαπούς, τους οποίους γνώριζε και εμπιστευόταν, για να μένουν μαζί του (εκ περιτροπής) στην κατοικία του και να τον φροντίζουν.
Υποστήριξε ότι οι εναγόμενοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις μαζί του και απέσπασαν την εμπιστοσύνη του. Εν συνεχεία, όπως διατείνεται, εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη του, ότι αυτός ήταν ένας ανήμπορος και σοβαρά άρρωστος άνθρωπος, ανίκανος σωματικά να επιμεληθεί του εαυτού του και ότι είχε ανάγκη από υπηρεσίες τρίτων, ότι λόγω μη οξυγόνωσης του εγκεφάλου του παρουσίαζε διανοητικές διαταραχές και προθυμοποιήθηκαν να τον φροντίζουν σπίτι του.
Υποστήριξε ακόμη ότι αρχικά απαίτησαν από τον αποβιώσαντα εξάδελφό της να υπογράψει συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή, με το οποίο θα περιέρχετο στην ιδιοκτησία της θυγατέρας τους – η οικία του, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να πράξει.
Ισχυρίστηκε ακόμη ότι οι πιέσεις τους έγιναν εντονότερες μετά την επιστροφή του στο νησί και ότι τον μετέφεραν κατ’ επανάληψη σε συμβολαιογράφο προκειμένου να συνταχθεί το ως άνω συμβόλαιο.
Υποστήριξε ακόμη ότι οι προσπαθειες τους δεν επέτυχαν, διότι το νησί υπάγεται στις παραμεθόριες περιοχές του άρθρου 24 του ν. 1892/1990 και δεν ήτο κατά νόμο επιτρεπτή η δωρεά του ακινήτου στην τρίτη, που έχει Αλβανική υπηκοότητα, χωρίς την προηγούμενη άρση των απαγορεύσεων αυτών με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, της οποίας η έκδοση είναι χρονοβόρος και δύσκολη.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι του ασκούσαν ψυχολογική πίεση λέγοντας του ότι θα τον εγκατέλειπαν αβοήθητο και ότι όταν ενημερώθηκε σχετικά ανέλαβε να τους καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 1.000 ευρώ για τις υπηρεσίες τους.
Υποστήριξε ακόμη ότι εξανάγκασαν στην πορεία τον ηλικιωμένο να μεταφέρει το συνολικό ποσό των 17.870 ευρώ σε κοινό λογαριασμό που άνοιξαν μαζί του με ανάληψη από τον λογαριασμό που είχε με την ενάγουσα.
Διατείνεται ότι χρησιμοποιώντας τις ίδιες απειλές περί αποχωρήσεως τους και εγκαταλείψεως αυτού αβοήθητου τον εξανάγκασαν να συντάξει νέα διαθήκη με το οποίο κατέλειπε στην τρίτη εξ’ αυτόν ένα ακίνητο.
Υποστηρίζει ακόμη ότι αφού πήραν την κινητή και ακίνητη περιουσία του δεν επέδειξαν την κατάλληλη φροντίδα προς το πρόσωπό του και τον εγκατέλειψαν αβοήθητο.
Οι εναγόμενοι από την άλλη αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους καταλογίζονται με προτάσεις που υπέβαλαν στο δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κ.κ. Γιάννη Σταματιάδη και Μιχάλη Νιοτή.
Υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι γνώρισαν τον αποθανόντα οικογενειακώς πολύ καλά, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασης τους στο νησί, όχι μόνο επειδή ήταν συντοπίτης τους αλλά και επειδή τον βοηθούσαν.
Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι όσο ήταν σε ζωή ο ηλικιωμένος είχε αναλάβει, τη φροντίδα των κτημάτων της εξαδέλφης του και επειδή, ήταν όμως μεγάλης ηλικίας ανέθετε με τη σειρά του στον δεύτερο εναγόμενο τις γεωργικές εργασίες και τον πλήρωνε ο ίδιος από τα χρήματα που του κατέθετε ή του έδινε για αυτό το σκοπό η ενάγουσα.
Υποστήριξαν ακόμη ότι ο ίδιος ο εκλιπών τους ζήτησε να τον φροντίζουν όταν επιδεινώθηκε η υγεία του και ο δεύτερος εναγόμενος διανυκτέρευε στην οικία του, ενώ η πρώτη του καθάριζε, του μαγείρευε και τον φρόντιζε, πράγμα που υποστηρίζουν με επίκληση καταθέσεων τρίτων ατόμων.
Χαρακτήρισαν τους ισχυρισμούς της ενάγουσας ψευδείς και αντιφατικούς με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων ενώ τονίζουν ότι υπέστη μεταστατικό καρκίνο στους πνεύμονες, στο στομάχι και στο συκώτι, διαψεύδοντας τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι πέθανε επειδή δεν τον φρόντιζαν.
Διέψευσαν ακόμη ότι απειλούσαν τον ηλικιωμένο ότι θα τον αφήσουν αβοήθητο και ότι είχαν συμφωνήσει με την ενάγουσα να λαμβάνουν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους ενώ επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά για να αποδείξουν ότι ήταν επιθυμία του ηλικιωμένου να τους αφήσει το ακίνητο μετά το θάνατο του σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Επεσήμαναν ακόμη το περιεχόμενο της μυστικής διαθήκης του το πληροφορήθηκαν μετά το θάνατό του.
Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς των εναγόντων.
Η δικηγόρος εκπροσωπήθηκε στην δίκη δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της κ.κ. Κ. Σαρρή και Ι. Κουμπιάδη.