Η κατηγορία της υπεξαγωγής εγγράφων αποδίδεται σε δύο κατοίκους της Ιαλυσού, διευθυντή και υπάλληλο, συστημικής τράπεζας, που καταμηνύθηκαν από έναν κάτοικο της Ρόδου, διότι του αρνήθηκαν χωρίς δικαίωμα να του χορηγήσουν αντίγραφα των δύο συμβάσεων στεγαστικών δανείων σε ευρώ τις οποίες είχε συνάψει, καθώς και των τροποποιήσεών τους με τις οποίες μετετράπησαν τα οφειλόμενα ποσά των δανείων σε ελβετικό φράγκο!
Ο πρώτος φέρεται συγκεκριμένα να αρνήθηκε να παραλάβει σχετική αίτηση χορήγησης αντιγράφων που υπέβαλε ο μηνυτής και η δεύτερη φέρεται να του ζήτησε για τη χορήγηση των αντιγράφων το ποσό των 300€ αντί του ποσού των 30€ που προβλεπόταν από το ισχύον τότε τιμολόγιο χρεώσεων της τράπεζας, προκειμένου να τον αποτρέψει από τη λήψη των αντιγράφων που εδικαιούτο.
Όπως εξέθεσε ο μηνυτής στην αναφορά που υπέβαλε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του κ. Μιχαήλ Τσίμπλη, τα έτη 2007 και 2008, συνήφθησαν δύο συμβάσεις Στεγαστικών Δανείων σε Ελβετικό Φράγκο το περιεχόμενο των οποίων ήταν προδιατυπωμένο από την τράπεζα, δυνάμει των οποίων συνομολογήθηκαν δύο τοκοχρεωλυτικά στεγαστικά δάνεια ποσού 223.000 ευρώ και 61.900 ευρώ αντίστοιχα.
Τον Οκτώβριο του 2015 διαπίστωσε χωρίς να έχει επίσημη ενημέρωση από την τράπεζα ότι οι δόσεις που έπρεπε να καταβάλει είχαν αυξηθεί υπερβολικά και ανήλθαν από 750 ευρώ σε 1550 ευρώ και για τα δύο δάνεια.
Μη δυνάμενος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απευθύνθηκε αμέσως στο υποκατάστημα της τράπεζας ζητώντας επιτακτικά εξηγήσεις και αναλυτική έγγραφη ενημέρωση.
Εκεί ο διευθυντής του καταστήματος, φέρεται να τον καθησύχασε και να του είπε ότι μπορούσαν να τροποποιήσουν τα δάνεια και με αυτόν τον τρόπο να μειώσουν το ποσό των μηνιαίων δόσεων συνολικά στο ποσό των 750 ευρώ ενώ οι συμβάσεις, σε κάθε περίπτωση θα παρέμεναν συμβάσεις στεγαστικών δανείων και δεν θα επέρχονταν καμία άλλη μεταβολή στην ήδη υπάρχουσα συμφωνία.
Υπό αυτά τα δεδομένα υπέγραψε τον Οκτώβριο του 2015 πρόσθετες πράξεις και πριν αποχωρήσει από το κατάστημα, ζήτησε αντίγραφά τους καθώς και αντίγραφα των αρχικών συμβάσεων των δανείων του.
Ο διευθυντής του υποκαταστήματος φέρεται να του απάντησε ότι επειδή το συγκεκριμένο υποκατάστημα επρόκειτο να κλείσει, οι φάκελοι των δανείων του θα μεταφέρονταν και θα έπρεπε να τα ζητήσει από το υποκατάστημα Ρόδου.
Πράγματι περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2015 επισκέφθηκε το υποκατάστημα Ρόδου της τράπεζας και αιτήθηκε προφορικά από την αρμόδια υπάλληλο στα στεγαστικά δάνεια και από τον διευθυντή αντίγραφα των συμβάσεών του και των τροποποιητικών τους πράξεων.
Το μόνο έγγραφο που ελάμβανε από την τράπεζα ήταν η μηνιαία ενημερωτική επιστολή που αφορούσε το ύψος της τρέχουσας μηνιαίας του δόσης.
Μετά από αναμονή περίπου τεσσάρων μηνών για την αποστολή των αιτουμένων αντιγράφων από την τράπεζα επισκέφθηκε στις 3 Μαρτίου 2016 το υποκατάστημα για να τα ζητήσει για άλλη μία φορά.
Με έκπληξη διαπίστωσε ότι η αρμόδια υπάλληλος στα στεγαστικά δάνεια του ζήτησε να καταβάλει το ποσό των 300 ευρώ προκειμένου να τα παραλάβει.
Στις 16 Μαϊου 2016 ο διευθυντής της τράπεζας, αρνήθηκε αδικαιολόγητα να παραλάβει αίτηση του δικηγόρου του για την χορήγηση αντιγράφων.
Ακολούθησε η αποστολή εξωδίκου χωρίς ανταπόκριση και ο μηνυτής θεωρεί ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας του αποκρύπτουν από τον Δεκέμβριο του 2015 μέχρι σήμερα τα αποδεικτικά έγγραφα των δανείων του.
ΔΕΚΤΗ ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ
Με απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, έγινε δεκτή η αγωγή ενός κατοίκου τηςΡόδου κατά συστημικής τράπεζας για δάνεια που έλαβε σε ελβετικό φράγκο.
Πιο συγκεκριμένα το δικαστήριο αναγνωρίζει με την απόφαση του ότι δύο όροι της δανειακής συμβάσεως σύμφωνα με τους οποίους «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα σε ελβετικά φράγκα με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής» τυγχάνουν καταχρηστικοί, και ως εκ τούτου, άκυροι με συνέπεια οι καταβολές, που ο ενάγων πραγματοποιεί σε ευρώ προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τις συμβάσεις να πρέπει να υπολογίζονται από την τράπεζα με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία, που ίσχυε κατά τη μέρα εκταμιεύσης του δανείου.
Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Εριέτα Βενετσάνου.