Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών (ή Πόλεμος του Ιουνίου) υπήρξε ο τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος και διεξήχθη μεταξύ 5ης και 10ης Ιουνίου 1967. Εμπόλεμοι υπήρξαν το Ισραήλ, από τη μια πλευρά, και η Αίγυπτος (ή επισήμως Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία), η Ιορδανία και η Συρία. Η σύγκρουση έληξε με ολοκληρωτική και ταχύτατη νίκη του Ισραήλ, ενώ οι συνέπειες του πολέμου υπήρξαν εξαιρετικά βαρυσήμαντες και πολυεπίπεδες.
Καθ’ όλη την πενταετία πριν από την έκρηξη του πολέμου, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή παρέμενε τεταμένη, και σταδιακά πολλαπλές κρίσεις οδήγησαν σε κλιμάκωση της έντασης. Πάντως, σημείο καμπής για τη διολίσθηση προς την έκρηξη του πολέμου αποτέλεσε το νέο πραξικόπημα που έλαβε χώρα στη Συρία τον Φεβρουάριο του 1966. Οι ηγέτες του κόμματος Μπάαθ, που είχαν πρωταγωνιστήσει και στο προηγούμενο πραξικόπημα το 1963, ανέλαβαν εξ ολοκλήρου τη διακυβέρνηση της χώρας. Η νέα συριακή ηγεσία επέτρεψε στην PLO (Palestine Liberation Organization, οργάνωση «ομπρέλα» που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία κυρίως του Νάσερ το 1964 και αποσκοπούσε να συμπεριλάβει το σύνολο των επιμέρους πολιτικών και στρατιωτικών παλαιστινιακών οργανώσεων) να κλιμακώσει τις επιδρομές της εναντίον του Ισραήλ (παρέχοντάς της και πάσης φύσεως υποστήριξη) και στράφηκε αποφασιστικά προς τη Μόσχα (επιτυγχάνοντας και τη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας).
Αμυντική συμφωνία
Τον Νοέμβριο του 1966, Συρία και Αίγυπτος υπέγραψαν αμυντική συμφωνία βάσει της οποίας η μια θα προσέτρεχε σε βοήθεια της άλλης, σε περίπτωση επίθεσης τρίτου. Ενταση υπήρχε και στα σύνορα Ισραήλ – Λιβάνου και Ισραήλ – Ιορδανίας, αφού οι Παλαιστίνιοι ένοπλοι εξαπέλυαν επιδρομές και από τον Λίβανο και την Ιορδανία, παρότι εκείνες οι χώρες δεν ενθάρρυναν ανάλογες ενέργειες. Το φθινόπωρο του 1966 και τον χειμώνα του 1966-67 κλιμακώθηκαν οι επιδρομές από το έδαφος της Ιορδανίας και της Συρίας και το Ισραήλ άδραξε την ευκαιρία να προχωρήσει σε –ιδιαίτερης σκληρότητας– στρατιωτικά αντίποινα. Καθώς από τις αρχές του 1967 ο συριακός στρατός ξεκίνησε και βομβαρδισμούς πυροβολικού εναντίον παραμεθόριων οικισμών και εγκαταστάσεων, η ισραηλινή ηγεσία άρχισε να προσανατολίζεται στη διεξαγωγή ευρείας στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον της Συρίας.
Οι πρωτοβουλίες Νάσερ και η θέση ΕΣΣΔ – ΗΠΑ
Στη μεθόριο Αιγύπτου – Ισραήλ επικρατούσε ακόμη ηρεμία. Ο Νάσερ δεν επιθυμούσε εμπλοκή σε έναν νέο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, ενώ εκεί είχαν αναπτυχθεί, από το 1957, δυνάμεις του ΟΗΕ. Η υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας με τη Συρία αποσκοπούσε στο να αυξήσει τον έμμεσο έλεγχο του Καΐρου (η Αίγυπτος παρέμενε μακράν η ισχυρότερη αραβική χώρα) επί της Δαμασκού, ώστε να συγκρατηθούν οι «θερμοκέφαλοι» Σύροι ηγέτες. Τελικά όμως, η υπογραφή της συμφωνίας είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού ενθάρρυνε τη συριακή ηγεσία να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με το Ισραήλ.
Παράλληλα, ο Νάσερ δεχόταν πιέσεις τόσο από άλλες αραβικές κυβερνήσεις και τους Παλαιστινίους όσο και από το εσωτερικό (π.χ. την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων) να επιδείξει πυγμή έναντι του Ισραήλ. Τον Απρίλιο του 1967 η ένταση κλιμακώθηκε επικίνδυνα στη μεθόριο Ισραήλ – Συρίας. Επειτα, στα μέσα Μαΐου, οι Σοβιετικοί προειδοποίησαν τον Νάσερ ότι οι Ισραηλινοί επιστράτευαν δυνάμεις και κινούσαν στρατεύματα στη μεθόριο προκειμένου να εισβάλουν άμεσα στη Συρία. Τέτοια απόφαση όμως δεν είχε ακόμη ληφθεί – ενδεικτικό άλλωστε ήταν ότι ούτε ο ίδιες οι συριακές δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Η σοβιετική πληροφορία ήταν είτε εσφαλμένη είτε, πιθανότατα, σκόπιμη παραπληροφόρηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ενεργό στήριξη του συριακού καθεστώτος από την Αίγυπτο.
Λάδι στη φωτιά
Ο Νάσερ, διαισθανόμενος ότι διακυβευόταν το κύρος του ιδίου και της Αιγύπτου, προχώρησε σε πρωτοβουλίες που έριξαν λάδι στη φωτιά:
α. Προχώρησε σε επιστράτευση του αιγυπτιακού στρατού και διέταξε τη μετακίνηση δύναμης 100.000 ανδρών, εκατοντάδων τεθωρακισμένων και πυροβολικού στο Σινά, κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ.
β. Απαίτησε (και πέτυχε) την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΟΗΕ από την παραμεθόριο στο Σινά και τη Λωρίδα της Γάζας.
γ. Εκλεισε τα στενά του Τιράν στην ισραηλινή νασιπλοΐα, αποκλείοντας το Ισραήλ από την Ερυθρά Θάλασσα.
Ο Νάσερ εξακολουθούσε να μην επιθυμεί τη σύγκρουση και θεωρούσε ότι οι Ισραηλινοί δεν θα εξαπέλυαν πρώτοι επίθεση. Στις 30 Μαΐου, κι ενώ στην αραβική κοινή γνώμη και τον Τύπο είχε επικρατήσει φιλοπόλεμο κλίμα, η Ιορδανία προχώρησε στην υπογραφή αμυντικής συμφωνίας με την Αίγυπτο.
Η Ουάσιγκτον
Ο χρόνος μετρούσε πια αντίστροφα για την έκρηξη του πολέμου. Η ισραηλινή ηγεσία επιθυμούσε να εξασφαλίσει διαβεβαιώσεις από την προεδρία Λίντον Τζόνσον ότι οι ΗΠΑ δεν εναντιώνονταν σε μια στρατιωτική «λύση», ότι θα υποστήριζαν διπλωματικά το Ισραήλ την επαύριον του πολέμου (ιδίως στο πλαίσιο του ΟΗΕ) και ότι θα εμπόδιζαν ενδεχόμενη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση. Η Ουάσιγκτον δεν έδωσε το «πράσινο φως», αλλά δεν απέτρεψε και το Τελ Αβίβ από την ανάληψη δράσης. Στα τέλη Μαΐου, το Ισραήλ ολοκλήρωσε την επιστράτευση και τις πολεμικές προετοιμασίες.
Αεροπορικός αιφνιδιασμός στις 5 Ιουνίου
Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί. Νωρίς το πρωί της 5ης Ιουνίου, η ισραηλινή αεροπορία, εκμεταλλευόμενη την τεχνολογική της υπεροχή και την ανώτερη εκπαίδευση του προσωπικού της, καθώς και το ανεπαρκές σύστημα αεράμυνας και έγκαιρης προειδοποίησης των γειτονικών αραβικών κρατών, εξαπέλυσε αιφνιδιαστικά σειρά επιδρομών εναντίον των αεροδρομίων της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας (ενώ επλήγη ακόμα και το Ιράκ). Μέσα σε μερικές ώρες το σύνολο σχεδόν των αραβικών αεροποριών καταστράφηκε, καθιστώντας την ισραηλινή αεροπορία απόλυτο κυρίαρχο των αιθέρων.
Την ίδια ημέρα, διαθέτοντας ισχυρότατη εγγύς αεροπορική υποστήριξη, οι ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις ξεκίνησαν την προέλασή τους στο Σινά και στη Λωρίδα της Γάζας. Μέχρι τις 8 Ιουνίου οι ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν –με χαρακτηριστική ευκολία– το Σινά, φτάνοντας ώς την ανατολική πλευρά της Διώρυγας του Σουέζ και στη Λωρίδα της Γάζας (από την Αίγυπτο), καθώς και στη Δυτική Ιερουσαλήμ και στη Δυτική όχθη του Ιορδάνη (από την Ιορδανία).
Οι εμπόλεμοι αποδέχθηκαν τις εκκλήσεις του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός και τότε οι ισραηλινές δυνάμεις στράφηκαν εναντίον της Συρίας (η οποία δεν είχε σπεύσει σε βοήθεια της Αιγύπτου και της Ιορδανίας). Μέσα σε ένα διήμερο (9-10 Ιουνίου) οι Ισραηλινοί κατέλαβαν τα στρατηγικής σημασίας Υψίπεδα του Γκολάν. Φαινόταν δε ότι οι Ισραηλινοί θα προέλαυναν στη Δαμασκό ώστε να επιτύχουν την ανατροπή του συριακού καθεστώτος. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορούσε να το επιτρέψει το Κρεμλίνο. Τελικά, συνομολογήθηκε κατάπαυση του πυρός στις 10 Ιουνίου κατόπιν σοβιετικών προειδοποιήσεων και παρέμβασης των ΗΠΑ. Η νίκη πάντως του Ισραήλ ήταν από τις εντυπωσιακότερες στην Ιστορία: είχε λιγότερους από 800 νεκρούς, ενώ και οι απώλειες σε υλικό ήταν σχετικά μικρές. Οι Αιγύπτιοι είχαν 10.000-15.000 νεκρούς (επίσης 5.000 αιχμαλωτίστηκαν), αλλά οι απώλειες των Ιορδανών και των Σύρων ήταν σχετικά μικρές. Αντιθέτως, οι υλικές απώλειες (αεροσκάφη, τεθωρακισμένα, οχήματα, πυροβολικό κ.λπ.) των τριών αραβικών κρατών ήταν πολύ μεγάλες.
Ανατροπή των γεωπολιτικών συσχετισμών
Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τον πολιτικό και δημογραφικό χάρτη της περιοχής και ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων. Παγίωσε τη στρατιωτική κυριαρχία του Ισραήλ, το οποίο είχε σημαντικά εδαφικά κέρδη τα οποία ενίσχυαν και την ασφάλειά του, αφού προσέδιδαν σημαντικό στρατηγικό βάθος (κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα στον επόμενο μείζονα αραβοϊσραηλινό πόλεμο τον Οκτώβριο του 1973). Εκτοτε, η ισραηλινή ηγεσία θα ταύτιζε κατά κανόνα την ασφάλεια του Ισραήλ με τη διατήρηση των Κατεχομένων (εξαίρεση αποτέλεσε το Σινά, το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να επιστραφεί στην Αίγυπτο αν αυτή προχωρούσε στην εξομάλυνση των σχέσεων με το Τελ Αβίβ). Πάντως, ενώ ενισχύθηκε η εξωτερική ασφάλεια του Ισραήλ, η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη στο εσωτερικό, καθώς μέσα στα νέα (μη αναγνωρισμένα διεθνώς) σύνορά του διαβιούσαν πλέον πάνω από 1.000.000 Αραβες (κυρίως Παλαιστίνιοι). Ακόμα, 250.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Ιορδανία, αυξάνοντας την παρουσία του προσφυγικού παλαιστινιακού στοιχείου στη χώρα. Το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας αποτελούνταν πλέον από Παλαιστινίους, πιστούς πρωτίστως στην PLO παρά στον βασιλιά Χουσεΐν και στις Αρχές του Αμμάν.
Τα τρία «Οχι»
Η κατάπαυση του πυρός δεν αποτέλεσε αφετηρία για την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών. Στην παναραβική Διάσκεψη στο Χαρτούμ (Αύγουστος 1967), οι Αραβες ηγέτες υιοθέτησαν αδιάλλακτη στάση διακήρυξαν τα τρία «Οχι» («όχι αναγνώριση, όχι διαπραγματεύσεις, όχι ειρήνη με το Ισραήλ»). Μια άλλη εξέλιξη ήταν η ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων μετά την απογοήτευση που προκάλεσε η καταφανής στρατιωτική ανεπάρκεια τριών αραβικών κρατών να αναμετρηθούν δυναμικά με το Ισραήλ: οι Παλαιστίνιοι δεν έπρεπε να τρέφουν μεγάλες προσδοκίες (ή αυταπάτες) ότι ο αραβικός κόσμος θα προάσπιζε τα συμφέροντά τους· οι ίδιοι όφειλαν με ένοπλη πάλη και ανορθόδοξο πόλεμο να αναμετρηθούν με το Ισραήλ και να πιέσουν τη Δύση στην κατεύθυνση της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους. Ετσι, λίγο μετά ξεκίνησαν τρομοκρατικές ενέργειες (π.χ. αεροπειρατείες) εναντίον δυτικών και ισραηλινών στόχων. Επίσης, η κατάσταση παρέμεινε εξαιρετικά τεταμένη στα σύνορα του Ισραήλ με τα γειτονικά αραβικά κράτη. Ηδη, από το 1968 κλιμακώθηκαν οι επιδρομές της PLO (ιδίως με ορμητήριο την Ιορδανία) και τα ισραηλινά στρατιωτικά αντίποινα. Επίσης, από τον Αύγουστο του 1968 σημειώθηκαν ανταλλαγές πυροβολικού εκατέρωθεν της Διώρυγας του Σουέζ, που, από τον Ιούνιο του 1967 έως τα μέσα του 1975, παρέμεινε κλειστή.
Η ολοκληρωτική ισραηλινή επικράτηση στον πόλεμο επηρέασε τη θέση και την πολιτική των υπερδυνάμεων στην περιοχή. Το κύρος και η επιρροή των ΗΠΑ αυξήθηκε (παρά την πικρία και μνησικακία που είχε κυριεύσει μεγάλο μέρος της αραβικής κοινής γνώμης), ενώ ενισχύθηκε και παγιώθηκε η πολυεπίπεδη συνεργασία Ουάσιγκτον – Τελ Αβίβ. Ιδίως εφόσον η Γαλλία, μέχρι τότε παραδοσιακή σύμμαχος του Ισραήλ και ο κυριότερος προμηθευτής όπλων μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, έκανε στροφή και υιοθέτησε θέσεις εγγύτερα στους Αραβες. Η Σοβιετική Ενωση διείδε νέες ευκαιρίες για ενίσχυση της πολιτικής της επιρροής αλλά και της στρατιωτικής, και κυρίως ναυτικής, παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Βασικό όχημα αποτέλεσαν ο επανεξοπλισμός και η στρατιωτική εκπαίδευση των Αράβων. Κατά την επόμενη τριετία αναπτύχθηκαν ισχυρές σοβιετικές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο και χιλιάδες στρατιωτικών συμβούλων (ακόμα και μάχιμων μονάδων), ενώ σοβιετικά οπλικά συστήματα παραδόθηκαν σε γενναίες ποσότητες ώστε να αναπληρωθεί το υλικό που καταστράφηκε στον πόλεμο.
Σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η ταχύτατη αραβική στρατιωτική ήττα υπήρξε συντριπτικό πλήγμα για τον αραβικό εθνικισμό, τον παναραβισμό και τον βασικό εκφραστή τους, τον Νάσερ. Το σοκ που προκλήθηκε στο σύνολο του αραβικού κόσμου υπήρξε μεγάλο. Διανοητές και θρησκευτικοί ηγέτες έθεταν τα ερωτήματα μήπως οι Αραβες μουσουλμάνοι εγκαταλείφθηκαν από τον Αλλάχ, ή μήπως οι συνεχείς ήττες αποτελούσαν μια δοκιμασία, επειδή απομακρύνθηκαν από τον Αλλάχ. Ετσι, η ταπεινωτική ήττα συνέβαλε τα μέγιστα στην αναγέννηση της ισλαμικής πολιτικής σκέψης και στην άνοδο του πολιτικού/ριζοσπαστικού Ισλάμ.
* Ο Διονύσιος Χουρχούλης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.
Έντυπη