Οι περσικές δυνάμεις κυριεύουν τη Νάξο και την Ερέτρια – Οι πολεμικές προετοιμασίες των Αθηναίων – Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη οδηγεί τους Έλληνες σε θρίαμβο
Από το 491π.Χ., ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος, άρχισε να καταστρώνει σχέδια για επιδρομή, εναντίον της Ελλάδας. Κατά τον Ηρόδοτο, έστειλε κήρυκες στα νησιά του Αιγαίου και τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ζητώντας «γην και ύδωρ», δηλαδή υποταγή. Πολλά νησιά (ανάμεσά τους η Θάσος και η Αίγινα), δέχτηκαν την περσική απαίτηση. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, αφού κατηγόρησαν τους Αιγινήτες ως «προδότες της Ελλάδας», έριξαν τους κήρυκες του Δαρείου που έφτασαν στην πόλη, σε ένα βάραθρο, όπου βρήκαν τον θάνατο.
Αλλά και οι απεσταλμένοι του Δαρείου στη Σπάρτη δεν είχαν καλύτερη τύχη. Οι Σπαρτιάτες, τους έριξαν σ’ ένα πηγάδι, λέγοντάς τους να πάρουν από εκεί «γη και ύδωρ» και να τα πάνε στον βασιλιά τους! (Ηρόδοτος, 6, 133). Ήταν δεδομένο πλέον ότι η ρήξη με την Περσία, δεν μπορούσε να αποτραπεί.
Παράλληλα, οι Αθηναίοι, ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών στη διαμάχη τους με την «καραβοξάκουστη Αίγινα» (Πίνδαρος). Πραγματικά, οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον Κλεομένη, εκστράτευσαν εναντίον της Αίγινας. Οι νησιώτες, φοβούμενοι τη στρατιωτική δύναμη των Σπαρτιατών, συνθηκολόγησαν. ‘Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, ο Κλεομένης στην Αίγινα «εργαζόταν για το καλό της Ελλάδας» (6,61). Όμως, οι συμπολίτες του, δεν ενθουσιάστηκαν με την επιτυχία του Κλεομένη και με διάφορες μεθοδεύσεις και μηχανορραφίες, τον εξόρισαν.
Για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, ο Δαρείος διόρισε νέους στρατηγούς. Αντικατέστησε τον Μαρδόνιο, που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την καταστροφή του στόλου στον Άθω (την άνοιξη του 492 π.Χ., γύρω στα 300 περσικά πλοία καταποντίστηκαν και 20.000 άνδρες πνίγηκαν από την τρικυμία), με τον Μήδο Δάτη και τον Πέρση Αρταφέρνη, ανιψιό του Δαρείου και γιο του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων.
Ο περσικός στρατός, συγκεντρώθηκε την άνοιξη του 490 π.Χ. στο Αλήιον της Κιλικίας. Για την αριθμητική δύναμη των Περσών, όπως συνήθως, υπάρχουν πολλές απόψεις. Ο Ηρόδοτος, κάνει μνεία μόνο για «πεζόν στρατόν πολλόν τε και εν εσκευασμένον». Ο σύγχρονος επιγραμματοποιός Σιμωνίδης, αναφέρεται σε 200.000 άνδρες. Από τους μεταγενέστερους, ο Πλάτωνας γράφει για 500.000, ο Παυσανίας 300.000 και ο Ιουστίνος για 600.000. Από τους νεότερους ιστορικούς οι Busolt και Glotz, υπολογίζουν τους Πέρσες σε 50.000 άνδρες και άλλοι σε 20.000. Ο Peter Green, στο βιβλίο του «Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι» γράφει: «Ο Δάτης και ο Αρταφέρνης είχαν μια μαχητική δύναμη τουλάχιστον 25.000 ανδρών…οι συνολικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κωπηλατών και των επιστρατευομένων, υπερέβαιναν τις 80.000. Για τη διαμετακόμισή τους είχαν περίπου 400 εμπορικά πλοία και μια συνοδεία τουλάχιστον 200 τριήρων».
Οι Πέρσες στο Αιγαίο και την Εύβοια
Ο στρατός αυτός, επιβιβάστηκε σε πλοία και κινήθηκε, αιφνιδιαστικά, εναντίον της Νάξου. Οι κάτοικοι του νησιού, δεν πρόλαβαν να οργανώσουν την άμυνά τους, όπως το 499 π.Χ. Άλλοι κατέφυγαν στα ορεινά μέρη του νησιού και άλλοι εξανδραποδίσθηκαν. Οι ναοί και οι κατοικίες πυρπολήθηκαν και το νησί έμεινε υπόδουλο στους Πέρσες ως το 479 π.Χ.
Όταν οι κάτοικοι της Δήλου έμαθαν για την καταστροφή της Νάξου, κατέφυγαν στην Τήνο. Ο περσικός στόλος, κατέπλευσε στη Ρήνεια, γειτονικό νησί της Δήλου και ο Δάτης, αφού κάλεσε τους κατοίκους του ιερού νησιού να επιστρέψουν, πρόσφερε θυσία στον Απόλλωνα 300 τάλαντα θυμιάματος, όπως γράφει ο Ηρόδοτος. Μόλις οι Πέρσες έφυγαν από τη Δήλο, ισχυρός σεισμός κατέστρεψε το νησί.
Οι Πέρσες, αφού υπέταξαν τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, έφτασαν στην Κάρυστο. Οι κάτοικοι της πόλης δεν δέχτηκαν να παραδοθούν, τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Η ευβοϊκή πόλη λεηλατήθηκε από τους Πέρσες, οι οποίοι στη συνέχεια, έφτασαν στην Ερέτρια που συνταραζόταν από εμφύλιες διαμάχες. Οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη, είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν την πόλη με 2.000 κληρούχους εγκατεστημένους στη Χαλκίδα. Ωστόσο, αυτοί μόλις έμαθαν τις εμφύλιες διαμάχες στην Ερέτρια, έφυγαν και πήγαν στον Ωρωπό. Η Ερέτρια έπεσε στα χέρια των Περσών μετά από πολιορκία 6 ημερών και προδοσία του Ευφόρβου και του Φιλάγρου. Η πόλη ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν ως άποικοι στα Αρδέρικκα της Σονσιανής. Ωστόσο, η Ερέτρια, ανοικοδομήθηκε σχεδόν αμέσως μετά το 490 π.Χ. από κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά της Εύβοιας. Μάλιστα, το 480 π.Χ. έστειλε 7 τριήρεις στη Σαλαμίνα!
Αθηναίοι και Πέρσες στο Μαραθώνα
Επόμενος στόχος των Περσών, ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Ο γιος του Πεισίστρατου, Ιππίας, που είχαν μαζί τους και στον οποίον είχαν υποσχεθεί να τον επαναφέρουν στην εξουσία, τους συμβούλευσε, κατά τον Ηρόδοτο, να αποβιβασθούν στην πεδιάδα του Μαραθώνα, γιατί ήταν κοντά στην Ερέτρια αλλά και γιατί η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για δράση του ιππικού. Παράλληλα, ο Ιππίας γνώριζε ότι οι φτωχοί χωρικοί της περιοχής (διάκριοι), ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί των Πεισιστρατίδων. Οι Πέρσες τέλος, πίστευαν ότι αν ο αθηναϊκός στρατός εγκατέλειπε την Αθήνα για να τους αντιμετωπίσει στον Μαραθώνα, εύκολα οι οπαδοί των Πεισιστρατίδων θα επικρατούσαν στην πόλη και θα τους την παρέδιδαν.
Από την άλλη, οι Αθηναίοι, έχοντας πρόσφατο και το παράδειγμα της Ερέτριας, φοβόταν προδοσία σε περίπτωση πολιορκίας της πόλης. Ένας άλλος λόγος που τους έφερε στο Μαραθώνα, ήταν ότι η πόλη τους δεν προστατευόταν τότε από ισχυρά τείχη, δεν συνδεόταν με το, τότε λιμάνι της το Φάληρο, με τείχη και δεν είχε στόλο ώστε να αντιμετωπίσει με εξασφαλισμένο τον ανεφοδιασμό, πολιορκία διαρκείας. Το σχέδιο για την αντιμετώπιση των Περσών στον Μαραθώνα, ανήκει στον Μιλτιάδη. Αυτός έπεισε επίσης τον πολέμαρχο Καλλίμαχο και τους άλλους στρατηγούς να μην περιοριστούν σε άμυνα αλλά να ακολουθήσουν επιθετική τακτική. Βέβαια, η πεδιάδα του Μαραθώνα προσφερόταν σε μεγάλο τμήμα της για δράση του εχθρικού ιππικού, ωστόσο ήταν ιδανική και για την αθηναϊκή φάλαγγα των οπλιτών, που υπερείχε σαφώς των Περσών.
Μόλις οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στον Μαραθώνα, έστειλαν στη Σπάρτη έναν γρήγορο αγγελιοφόρο, τον Φειδιππίδη, για να ζητήσουν βοήθεια. Είτε για θρησκευτικούς λόγους (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος), είτε για στρατιωτικούς (πόλεμος εναντίον των Μεσσηνίων και των ειλώτων), η σπαρτιατική βοήθεια δεν ήρθε έγκαιρα. Ζήτησαν κι από άλλες πόλεις βοήθεια οι Αθηναίοι, ωστόσο, μόνο οι Πλαταιείς, έστειλαν 1.000 άνδρες (κατά τον Peter Green 600 – 1.000).
Η μάχη έγινε είτε στις 13 ή 14 Αυγούστου του 490 π.Χ. ,είτε στις 9 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ.
Το πεδίο της μάχης
Η πεδιάδα του Μαραθώνα, πλαισιώνεται στις 3 πλευρές της από τους πρόποδες της Πεντέλης και της Πάρνηθας και, στην ανατολική πλευρά, από τη θάλασσα. Κατά την εποχή της μάχης, στο ανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Μαραθώνα, υπήρχε εκτεταμένο έλος, ενώ ένα άλλο έλος, που λεγόταν Μπρεξίζα ή Βορός, υπήρχε στο ΝΔ στενό τμήμα της πεδιάδας μεταξύ της ακτής και του όρους Αγριλίκι. Στο κέντρο της πεδιάδας και ΝΔ από το μεγάλο έλος, βρισκόταν ο χείμαρρος Χάραδρος και στο ΒΔ τμήμα του έλους, η πηγή Μακαρία. Τέλος, το τμήμα προς τον μυχό του κόλπου του μεγάλου έλους, η παραλιακή περιοχή του Σχοινιά καλυπτόταν από δάσος.Δυτικά και βόρεια, ορίζεται από τα βουνά Αγριλίκι, Κοτρώνι και Σταυροκοράκι.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν κοντά σ’ ένα ναό του Ηρακλή, το «Ηράκλειον του Μαραθώνος», γράφει ο Ηρόδοτος. Η θέση της τοποθεσίας αυτής, δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια. Πιστεύεται όμως, ότι βρίσκεται σ’ ένα αντέρεισμα του όρους Αγριλίκι, σύμφωνα με τους Wilcken και Bengtson. Το ύψωμα αυτό, παρουσιάζει μεγάλα πλεονεκτήματα, τόσο για την άμυνα όσο και για την επίθεση. Η επιλογή της θέσης και ο τρόπος αντιμετώπισης των Περσών, οφείλονται στον Μιλτιάδη, ο έμπειρος και εφευρετικός νους του οποίου, για πρώτη φορά, πέτυχε σε τέτοιο βαθμό, να εφαρμόσει καινούργια στρατηγική και πρωτοποριακή τακτική και να πετύχει περίλαμπρη νίκη.
Λίγο πριν τη σύγκρουση
Οι Πέρσες, εγκαταστάθηκαν στην παραλία του σημερινού Σχοινιά, στην ανατολική πλευρά της πεδιάδας, ανάμεσα στον χείμαρρο Χάραδρο και το μεγάλο έλος.
Την αυγή της επόμενης μέρας, έφτασαν και οι Αθηναίοι. Ήταν 9.000 άνδρες και μαζί τους, όπως αναφέραμε, 1.000 Πλαταιείς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος: «Αθηναίοισι δε τεταγμένοισι εν τεμένεϊ Ηρακλέος επήλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημε». Αρχηγός των Πλαταιέων, ήταν ο Αρίμνηστος. Συμμετείχε και άγνωστος αριθμός δούλων που πολέμησαν και σκοτώθηκαν στη μάχη. Υλοτόμησαν δέντρα και τα τοποθέτησαν εγκάρσια στην πεδιάδα, ως άμυνα απέναντι στο ιππικό του Δάτη, με τα κλαδιά τους απέναντι στον εχθρό. Ο πολέμαρχος (διοικητής), ήταν ο Καλλίμαχος από τις Αφίδνες. Ο Μιλτιάδης, υπηρετούσε ως ένας από τους στρατηγούς που ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επί μια ημέρα. Ανάμεσα στους άλλους στρατηγούς, ήταν ο Αριστείδης ο Δίκαιος και ο Θεμιστοκλής, ίσως και ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή.
Η μάχη του Μαραθώνα
Όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ήταν φανερό ότι οι μεν Αθηναίοι δεν επιθυμούσαν την άμεση σύγκρουση, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για δράση, ίσως και τη σπαρτιατική βοήθεια, ενώ από την άλλη πλευρά, οι Πέρσες έχοντας πληροφορίες για κάποιες διχογνωμίες στις τάξεις των Αθηναίων και με πρόσφατο το παράδειγμα της προδοτικής παράδοσης της Ερέτριας, πίστευαν ότι ήταν θέμα χρόνου η συνθηκολόγηση των Ελλήνων.
Ωστόσο, κινήθηκαν προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη, καταλαμβάνοντας μια προωθημένη θέση κοντά στον χείμαρρο Χάραδρο. Οι Αθηναίοι δεν αντέδρασαν, θέλοντας, ίσως, να δημιουργήσουν κόπωση και εκνευρισμό στους αντιπάλους τους. Για επτά ημέρες, οι δύο στρατοί παρέμειναν στις θέσεις τους. Οι δέκα Αθηναίοι στρατηγοί, ήταν διχασμένοι για το αν έπρεπε να εμπλακούν σε μάχη με τους Πέρσες. Ο Μιλτιάδης, θιασώτης της άποψης ότι πρέπει να δοθεί μάχη, έπεισε τον πολέμαρχο Καλλίμαχο, που ήταν ο εντέκατος ψηφοφόρος στο συμβούλιο των αρχηγών, για την ορθότητα των επιχειρημάτων του. «Επιπλέον η απόσυρση θα ήταν μια αυτοκτονία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις», γράφει ο Peter Green. Φαίνεται ότι παράλληλα το πολεμικό συμβούλιο, ανέδειξε τον Μιλτιάδη ως αρχιστράτηγο.
Ο Μιλτιάδης, περίμενε να εξασφαλιστούν ορισμένες προϋποθέσεις για την επιτυχία του σχεδίου του. Μία από αυτές, ήταν η απόσυρση, έστω και για λίγο, του περσικού ιππικού από την πεδιάδα, όπου βρισκόταν ακόμα και τις νύχτες για να καλύπτει το πεζικό.
Λίγο πριν τα χαράματα της μέρας της μάχης, Ίωνες αυτόμολοι, από το περσικό στρατόπεδο, προχώρησαν μέσα στο σκοτάδι και φθάνοντας στο φράγμα από δέντρα του αθηναϊκού στρατοπέδου, ειδοποίησαν ότι το εχθρικό ιππικό είχε αποσυρθεί από την πεδιάδα. Σχετικές πληροφορίες μας δίνουν ο Έλληνας ιστορικός Έφορος (4ος π. Χ. αι.), ο Ρωμαίος ιστορικός Κορνήλιος Νέπως και το λεξικό Σουΐδα του 10ου αιώνα. Πραγματικά, το εχθρικό ιππικό είχε αποσυρθεί. Είτε γιατί στη σεληνοφώτιστη νύχτα είχε μεταφερθεί με πλοία, μαζί με τμήματα πεζικού στο Φάληρο, για την εκτέλεση αντιπερισπασμού των Περσών προς την αφρούρητη Αθήνα, είτε γιατί, όπως γράφει ο N. Hammond, είχε μεταφερθεί προσωρινά στο περσικό στρατόπεδο, για λίγες ώρες, ως την αυγή, καθώς είναι πολύ δύσκολο μέσα στο σκοτάδι, να ελεγχθούν και να παραμείνουν τα άλογα σε ανοιχτή πεδιάδα.
Ο Μιλτιάδης, συνειδητοποίησε ότι παρουσιάστηκε μια σημαντική ευκαιρία για να πάρουν οι Αθηναίοι τη νίκη. Υπήρχαν βέβαια δύο ακόμα προβλήματα: η αριθμητική υπεροπλία των Περσών και οι τοξότες τους. Γύρω στις 5.30 το πρωί, ξεκίνησε μια από τις σημαντικότερες μάχες της αρχαιότητας. Ο Μιλτιάδης, γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τα περσικά στρατιωτικά έθιμα, κάτι που αποδείχτηκε καθοριστικό για την τελική έκβαση της μάχης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σύμφωνα με τα ελληνικά θρησκευτικά έθιμα, ο πολέμαρχος (Καλλίμαχος), πρόσφερε πριν απ’ όλα ευλαβική θυσία στους θεούς του πολέμου. Οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί. Τότε ο Μιλτιάδης μίλησε στους στρατιώτες και τους είπε ότι πρέπει να πάνε γρήγορα προς την εχθρική παράταξη.
Αμέσως, αντήχησε ο παιάνας και οι σάλπιγγες. Μπήκαν μπροστά οι ασπίδες και οι Έλληνες όρμησαν προς τους Πέρσες, οι οποίοι έβλεπαν έκπληκτοι, λίγους σχετικά άντρες, χωρίς τοξότες και ιππικό, να εφορμούν εναντίον τους.
Άρχισαν λοιπόν να εκτοξεύουν βροχή από βέλη προς αυτούς. Ο Καλλίμαχος, ηγούνταν του δεξιού κέρατος, όπου ήταν τοποθετημένο το στρατιωτικό σώμα της φυλής του. Στο αριστερό κέρας, βρισκόταν οι Πλαταιείς. Η Λεοντίδα φυλή (στην οποία ανήκε ο Θεμιστοκλής) και η Αντιοχίδα φυλή (στην οποία ανήκε ο Αριστείδης), ήταν τοποθετημένες στο κέντρο της παράταξης και οι υπόλοιπες οχτώ φυλές ήταν ανά τέσσερις τοποθετημένες στις δύο πλευρές τους.
Στο κέντρο δόθηκε η πιο σκληρή μάχη. Σκόπιμα ο Μιλτιάδης και ο Καλλίμαχος, το είχαν «αδυνατίσει», διευρύνοντας το διάστημα μεταξύ των ανδρών και μείωσαν τον αριθμό των ζυγών σε 3 ή 4 το πολύ.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε ότι ο Αρταφέρνης, όπως και όλοι οι Πέρσες διοικητές, ήταν υποχρεωμένος να τοποθετήσει τα επίλεκτα στρατεύματά του στο κέντρο και αναγκαστικά επιστρατευμένους στις πτέρυγες. Ο Μιλτιάδης διακινδύνευσε τη ρήξη του κέντρου της ελληνικής παράταξης. Εκεί όντως, πήρε ένα ρίσκο. Αν όμως ο Καλλίμαχος και οι Πλαταιείς μπορούσαν να εξουδετερώσουν τις πτέρυγες του Αρταφέρνη γρήγορα και μετά στρέφονταν να ενισχύσουν το δικό τους εξασθενημένο κέντρο, η επικράτηση επί των Περσών, θα ήταν σχεδόν σίγουρη.
Πραγματικά, οι Πέρσες και οι Σάκες, οι πιο γενναίοι και καλύτερα οπλισμένοι από τους εχθρούς, ανάγκασαν το κέντρο της ελληνικής παράταξης, παρόλο ότι σ’ αυτό ηγούνταν δύο μεγάλοι στρατιωτικοί, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, να υποχωρήσει και άρχισαν να κυνηγούν τους Αθηναίους προς το πάνω μέρος της πεδιάδας. Ωστόσο, τα δύο άκρα της ελληνικής παράταξης, δεν πτοήθηκαν από το γεγονός αυτό. Έχοντας απέναντί τους κατώτερους αντιπάλους, τους κατανίκησαν τρέποντας τους σε φυγή. Ενεργώντας σοφά, ο Μιλτιάδης δεν τους καταδίωξε, αλλά συγκεντρώνοντας τα δύο άκρα της παράταξης, έπεσε πάνω στους επίλεκτους άνδρες των εχθρών. Οι στρατιώτες της Λεοντίδας και της Αντιοχίδας φυλής, ανασυντάχθηκαν και πλέον, όλοι μαζί σφυροκόπησαν τους Πέρσες και τους Σάκες, αναγκάζοντάς τους να τραπούν κι αυτοί σε φυγή.
Στην προσπάθεια τους να διασωθούν, έτρεξαν προς τη θάλασσα, στην παραλία του Σχοινιά, όπου βρισκόταν τα πλοία τους. Ο Μιλτιάδης διέταξε γενική καταδίωξη των Περσών, οι οποίοι, μην γνωρίζοντας καλά την περιοχή έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και πνίγηκαν στα έλη της περιοχής. Όπως γράφει ο Παυσανίας: «…της μάχης φεύγοντες εισίν οι βάρβαροι και εις το έλος ωθούντες αλλήλους» και «έστι δε εν τω Μαραθώνι λίμνη τα πολλά ελώδης – ες ταύτη απειρία των οδών εσπίπτουσιν οι βάρβαροι και σφίσι τον φόνον τον πολύν επί τούτω συμβήναι λέγοισιν». Οι υπόλοιποι Πέρσες, που ήταν και οι περισσότεροι, προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία ενώ τους καταδίωκαν οι Αθηναίοι, όπως γράψαμε. Εκείνες τις στιγμές, έγιναν συμπλοκές σώμα με σώμα. Τότε σκοτώθηκαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο αδελφός του Αισχύλου Κυνέγειρος (ή Κυναίγειρος), του οποίου ένας Πέρσης έκοψε το χέρι ενώ αγωνιζόταν να αιχμαλωτίσει ένα εχθρικό πλοίο.
Οι Αθηναίοι, κατάφεραν να κυριεύσουν 7 εχθρικά πλοία. Γύρω στις 8 – 8.30 το πρωί, ώρα που και το τελευταίο περσικό πλοίο απομακρυνόταν από την ακτή, τελείωσε η μάχη του Μαραθώνα. Όμως ο περσικός κίνδυνος για την Αθήνα, δεν είχε εκλείψει.
Στη μάχη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σκοτώθηκαν 192 Έλληνες και 6.400 Πέρσες. Ο περσικός στόλος, απέπλευσε από τον Μαραθώνα και αφού παρέλαβε τους αιχμάλωτους Ερετριείς από τη νησίδα Αιγιλία, που βρίσκεται απέναντι από τα Στύρα, κατευθύνθηκε προς το Σούνιο με σκοπό να φτάσει πρώτος στο Φάληρο και από εκεί να αποβιβαστεί και να κινηθεί προς την αφρούρητη Αθήνα.
Ο Μιλτιάδης, άφησε στο πεδίο της μάχης την Αντιοχίδα φυλή, με τον στρατηγό της Αριστείδη, για τη φύλαξη των λαφύρων και με τον υπόλοιπο στρατό μέσω της Κηφισιάς κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Παρά την κόπωση, οι Αθηναίοι ύστερα από πορεία 8 – 9 ωρών, κατόρθωσαν να φτάσουν στο ναό του Ηρακλή στους Κυνόσαργες. Με τη δύση του ήλιου, οι Πέρσες έφτασαν στο Φάληρο, έμειναν για λίγη ώρα με ανοιχτά πανιά και αναχώρησαν για την Ασία: «ανακωχεύσαντες τας νέας απέπλεον οπίσω εις Ασίην». Οι Σπαρτιάτες, με 2.000 άντρες, έφτασαν στον Μαραθώνα, πιθανότατα την επόμενη μέρα της μάχης (όπως γράφουν ο Πλάτωνας και ο Ισοκράτης), διανύοντας σε τρεις μέρες μια απόσταση 240 χιλιομέτρων! Ζήτησαν να δουν τους νεκρούς, άταφους ακόμα, Πέρσες και αφού συγχάρηκαν τους Αθηναίους για τη νίκη τους, αποχώρησαν.
Πρώτος τη νίκη στον Μαραθώνα, είχε αναγγείλει στους συμπολίτες του ένας Αθηναίος οπλίτης. Κατά τον Ηρακλείδη τον Ποντικό αυτός ήταν «ο Θέρσιππος ο Ερχιεύς», οι περισσότεροι ιστορικοί όμως λένε ότι ο Ευκλής έτρεξε με την πανοπλία του κάθιδρος από τη μάχη και καθώς έφθανε στις πόρτες των αρχόντων της πόλης, τόσο μόνο μπόρεσε να πει “χαίρετε, χαίρομεν”, και ευθύς ξεψύχησε».Αντίθετα, ο Λουκιανός αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης) ήταν αυτός που έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα και είπε στους άρχοντες που συνεδρίαζαν ανήσυχοι για την έκβαση της μάχης «χαίρετε, νικώμεν» και έπειτα ξεψύχησε. Πάντως, όπως είναι γνωστό σε όλους, σε ανάμνηση αυτού του κατορθώματος, καθιερώθηκε στα νεότερα χρόνια το αγώνισμα του Μαραθώνιου δρόμου (42.195 μέτρα).
Θεοί, ημίθεοι, ήρωες και ένας… σκύλος στη μάχη του Μαραθώνα
Ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης (εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία…), που, όπως αναφέραμε, πήγε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, είπε στους συμπολίτες του ότι κοντά στο Παρθένιον Όρος, που βρίσκεται πάνω από την Τεγέα, τον φώναξε ο θεός Παν με το όνομά του και τον διέταξε να ρωτήσει τους Αθηναίους για ποιο λόγο δεν του δίνουν σημασία, παρόλο ότι εκείνος θέλει το καλό του, βοήθησε στο παρελθόν και θα βοηθήσει και στο μέλλον, αν χρειαστεί.
Οι Αθηναίοι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους όλα αυτά και ίδρυσαν κάτω από την Ακρόπολη ένα ιερό του Πάνα. Πίστευαν μάλιστα ότι ο Πάνας με τις άγριες κραυγές του έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες στον Μαραθώνα. Άλλωστε η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα!
Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Αθηναίος Επίζηλος του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία εκ του συστάδην, έχασε το φως του χωρίς να χτυπηθεί πουθενά. Ο ίδιος ανέφερε ότι στάθηκε απέναντί του κάποιος υψηλόσωμος, που τα γένια του σκέπαζαν όλη την ασπίδα και πως το φάντασμα αυτό εκείνον τον προσπέρασε, σκότωσε όμως έναν συμπολεμιστή του (Ηρόδοτος). Ο Παυσανίας γράφει ότι πήρε μέρος στη μάχη κάποιος που έμοιαζε με αγρότη στην εμφάνιση και την περιβολή. Αυτός σκότωσε πολλούς βαρβάρους με ένα αλέτρι (άροτρο) και μετά τη μάχη εξαφανίστηκε. Όταν οι Αθηναίοι ρώτησαν τον θεό (προφανώς τον Απόλλωνα, στους Δελφούς) ποιος ήταν αυτός, έλαβαν μόνο την απάντηση ότι πρέπει να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο (εχέτλη=λαβή αρότρου). Έτσι, οι Αθηναίοι απεικόνισαν τον Εχετλαίο στη μεγάλη τοιχογραφία της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς της Αθήνας. Στη μάχη, σύμφωνα με πολλούς μαραθωνομάχους, εμφανίστηκε το «φάσμα Θησέως», το φάντασμα του μυθικού ήρωα, το οποίο τους οδηγούσε ένοπλο εναντίον των βαρβάρων. Και ο Θησέας απεικονιζόταν στην τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς. Στην ίδια τοιχογραφία απεικονίστηκε, σύμφωνα με τον Αιλιανό, και ένας… σκύλος. Κάποιος Αθηναίος είχε μαζί του στη μάχη του Μαραθώνα και ένα σκυλί, το οποίο έδειξε γενναιότητα και ως ανταμοιβή απεικονίστηκε μαζί με τον κύριό του δίπλα στους ηρωικούς μαραθωνομάχους!
Πάντως, πλην της ιστορίας με τον σκύλο, οι άλλες αναφορές ίσως οφείλονται σε θερμοπληξία ή αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας και ψευδαισθήσεις, ως αποτέλεσμα της κόπωσης και το άγχους της μάχης. Φαίνεται πάντως ότι η περιοχή όπου έγινε η μάχη του Μαραθώνα είχε αποκτήσει υπερφυσικές ιδιότητες. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην εποχή του, 700 χρόνια περίπου μετά τη μάχη, ακούγονταν στο πεδίο της μάχης άλογα να χρεμετίζουν και άντρες να πολεμούν.
Η σημασία της νίκης των Ελλήνων
Η νίκη των Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα έδειξε την ανωτερότητα των ελληνικών όπλων και της ελληνικής τακτικής. Όλοι οι Έλληνες απέκτησαν θάρρος και περηφάνια και δεν φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ο μύθος για το αήττητο των Περσών διαλύθηκε. Η απόπειρα παλινόρθωσης της τυραννίας στην Αθήνα απέτυχε. Επίσης, οι Έλληνες απέκτησαν πίστωση χρόνου 10 ετών και μπόρεσαν να προετοιμαστούν καλύτερα, ενώ η Αθήνα σύντομα έγινε η πρώτη δύναμη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Πάντως η νίκη των Αθηναίων (και των Πλαταιέων) στον Μαραθώνα αντιμετωπίστηκε ως μια νίκη ολόκληρης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι το επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους μαραθωνομάχους:
«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδωνεστόρεσαν δύναμιν»
Πηγές:
– ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. Β, Εκδοτική Αθηνών
– PeterGreen, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», εκδ. Τουρίκη, 2004
– Δημήτριος Ν. Γαρουφαλής «ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», εκδ. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ 2003
– Κ. Παπαρρηγόπουλος «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. 3, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ