Η ΚΥΠ παρακολουθoύσε τους Γερμανούς διπλωμάτες, μετά τη μεταπολίτευση, χωρίς οι τελευταίοι να είναι σε θέση να εξηγήσουν τους λόγους. Ο Εριχ Σμιτ Εενμπουμ, ένας από τους τρεις συγγραφείς του πολύκροτου βιβλίου «Κατασκοπεία μεταξύ φίλων» (εκδοτικός οίκος Λινκς, Βερολίνο, Απρίλιος 2017), μίλησε στην «Κ» για τις έρευνές του με τους Kρίστοφ Φραντσεσκίνι και Τόμας Βέγκενερ Φρις στα αρχεία της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών (BND), με αφορμή τη δήλωση της Μέρκελ ότι «κατασκοπεία μεταξύ φίλων είναι αδιανόητη».
Στο βιβλίο του ο Εενμπουμ γράφει ότι «ο σταθμάρχης του BND, Πέτερ Βέγιερ, μετατέθηκε από την Ελλάδα στην Ιταλία το 1973. Στη Ρώμη ακολούθησε μια μάλλον διαφορετική πολιτική απ’ ό,τι ο προκάτοχός του, που ήταν αντικομμουνιστής και αντίθετος στο άνοιγμα στην ανατολική Ευρώπη. Ο Βέγιερ είχε διαδεχθεί στην Αθήνα τον πρώην αξιωματικό της Βέρμαχτ, Ντιτζ φον ντεμ Κνέζεμπεκ (συνωμοτικό ψευδώνυμο “Κνουτ”) που είχε έρθει στην Αθήνα από την Ισπανία του Φράνκο και είχε υποστηρίξει τους πραξικοπηματίες» λέει ο Εενμπουμ στην «Κ».
«Για τον Βέγιερ δεν βρήκαμε κάτι, γνωρίζαμε όμως ότι τον είχε στείλει στην Αθήνα ο στενός συνεργάτης του καγκελαρίου Μπραντ, Χορστ Εμκε, που ήταν αντίθετος στη χούντα. Παρ’ όλα αυτά, το 1970 ο επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών συνάντησε τον υπαρχηγό του BND, Πέτερ Μπλετζ. Ωστόσο, οι εκπλήξεις περίμεναν τον Μπλετζ μετά την πτώση της δικτατορίας, καθώς τον Απρίλιο του 1976 ο υφυπουργός παρά τω καγκελαρίω (Χέλμουτ Σμιτ) παρέδωσε στον Μπλετζ μια αναφορά για παρακολούθηση του προσωπικού της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα».
Οι Γερμανοί απέδιδαν την παρακολούθηση αυτή στο γεγονός ότι η αποχουντοποίηση της ΚΥΠ –«γιασεμί» την έλεγαν συνθηματικά στο Πούλαχ, την έδρα της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών– είχε γίνει «μόνο στην κορυφή» και όχι στο σώμα της υπηρεσίας, όπως αναφέρει ο Εενμπουμ. Τον Ιούλιο του 1976, η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών αναφέρει: «Η παρακολούθηση διπλωματών και πολιτών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα από ελληνικές αρχές και την ΚΥΠ συνεχίζονται συστηματικά…».
Επεισοδιακή σχέση
Η σχέση της Γερμανίας με την Ελλάδα σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών ήταν αντίστοιχα επεισοδιακή με τη σχέση που διατηρούσαν οι γερμανικές υπηρεσίες με τις ιταλικές. «Ο αδελφός του ιδρυτή της γερμανικής υπηρεσίας, Ράινχαρντ Γκέλεν, Γιόχανες, είχε οργανώσει τη γερμανική υπηρεσία στη Ρώμη και με εντολή των χριστιανοδημοκρατικών κυβερνήσεων έκανε ώς το 1969 τα πάντα για να εμποδίσει το προσεκτικό άνοιγμα του Βατικανού στη Μόσχα. Αυτή ήταν μια πολιτική που είχαν αποφασίσει οι προκαθήμενοι της Καθολικής Εκκλησίας για να ελαφρύνουν το βάρος των πιστών στην ανατολική Ευρώπη. Με την επικράτηση της Οστπολιτίκ του Βίλι Μπραντ, άλλαξε η κατεύθυνση αυτής της πολιτικής της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών».
Μια άλλη δουλειά του αδελφού του Γκέλαν ήταν να παρακολουθεί τις επαφές των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και ιδιαίτερα του Εγκον Μπαρ με το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα, ενώ για την «πολιτική της έντασης απέναντι στους Ιταλούς κομμουνιστές» αρμόδια ήταν η CIA.
Κατασκοπεία μεταξύ φίλων
«Η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών φερόταν διαφορετικά σε άλλες υπηρεσίες ανάλογα με το μέγεθός τους. Ανάμεσα στις δυτικές υπηρεσίες κυριαρχούσε η καχυποψία στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και η μοναδική εξαίρεση ήταν η σχέση των γερμανικών με τις δανέζικες υπηρεσίες που είχαν δεσμευθεί μέσω του Ναυτικού να συλλέγουν πληροφορίες στην περιοχή της Βαλτικής. Η συνεργασία αυτή έφτασε τόσο μακριά, ώστε οι δύο υπηρεσίες να ανταλλάσσουν πηγές στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αλλά στην Αυστρία, π.χ., και στην Ελβετία, οι Γερμανοί φέρονταν υπεροπτικά, όπως ακριβώς οι αμερικανικές υπηρεσίες στις γερμανικές. Στρατολογούσαν Αυστριακούς και Ελβετούς πληροφοριοδότες και προσπαθούσαν να επιβάλουν φιλική προς τη Γερμανία γραμμή…».
«Με τους μεγάλους εταίρους οι Γερμανοί δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι ανάλογο. Αλλά και οι μεγάλες υπηρεσίες, όπως π.χ. η ιταλική, τους αντιμετώπιζαν ως εχθρούς. Οι συνεργάτες της γερμανικής υπηρεσίας παρακολουθούνταν συστηματικά και τα τηλεφωνήματά τους καταγράφονταν» λέει στην «Κ» ο Σμιτ Εενμπουμ. «Τουλάχιστον από το 1970 ώς το 1978…».
Στο βιβλίο ο Εενμπουμ και οι συνάδελφοί του περιγράφουν απίστευτα διασκεδαστικές ιστορίες διπλών πρακτόρων που οι Γερμανοί νόμιζαν ότι ήταν «δικοί» τους, ενώ ήταν «των Ιταλών». Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών δεν εμπιστευόταν τον μηχανισμό του Γκέλεν, καθώς θεωρούσε ότι απασχολούσε πρώην ναζί, αλλά –και αυτός ο φόβος αποδείχθηκε σωστός– και ότι είχε ανατολικούς διπλούς πράκτορες στις τάξεις του. «Μέχρι σήμερα υπάρχουν στο Λονδίνο μεγάλοι ενδοιασμοί για στενότερη συνεργασία με τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών…». Αλλά και οι σχέσεις των γερμανικών με τις γαλλικές υπηρεσίες πέρασαν μεγάλα «σκαμπανεβάσματα», καθώς, μετά τον πόλεμο της Αλγερίας, η Γαλλία προσεταιρίστηκε τη γερμανική υπηρεσία χωρίς να πάψει να παρακολουθεί «τη γερμανική πολιτική αλλά και φορείς της γερμανικής οικονομίας όπως έκαναν και οι αμερικανικές υπηρεσίες…» λέει στην «Κ» ο Εενμπουμ.
Και οι Αμερικανοί;
«…Οι αμερικανικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν όλους τους καγκελάριους της Γερμανίας, από τον Κόνραντ Αντενάουερ ώς την Αγκελα Μέρκελ» λέει ο Σμιτ Εενμπουμ. «Ανεξάρτητα από την κομματική ένταξη, όλοι οι Γερμανοί καγκελάριοι συνεργάζονταν με τις αμερικανικές υπηρεσίες. Η θέση του Εγκον Μπαρ ότι “όλοι οι καγκελάριοι ήταν πληροφοριοδότες της CIA”» είναι μια υπερβολή. Αφορούσε κυρίως τον Βίλι Μπραντ που υποστήριξαν στην πολιτική του πορεία οι αμερικανικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 (σ.σ.: ήταν δήμαρχος του δυτικού Βερολίνου). «Τη μεγαλύτερη απόσταση με τις αμερικανικές υπηρεσίες δημιούργησε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ όταν διαχώρισε τη θέση του για τον πόλεμο του Ιράκ το 2003 από τα ψέματα των αμερικανικών υπηρεσιών. Η κυβέρνηση της Αγκελα Μέρκελ, από την άλλη πλευρά, επιχειρεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την παρακολούθηση της γερμανικής πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας από τις αμερικανικές υπηρεσίες, ζητάει την ένταση μιας ήδη βαθιάς συνεργασίας των υπηρεσιών, αποκρύπτοντας, ωστόσο, ότι αυτή δεν λαμβάνει χώρα ισότιμα…».
Ο Εενμπουμ με τους άλλους δύο ερευνητές γράφει ότι ενώ τα στελέχη της γερμανικής υπηρεσίας επισκέπτονται συχνά-πυκνά τις ΗΠΑ, μόνο το 1989 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους έστειλε τον υπεύθυνο για τις μυστικές υπηρεσίες Ντάγκλας Μουλχόλαντ για να μάθει η Ουάσιγκτον τι πληροφορίες είχαν συγκεντρώσει οι γερμανικές υπηρεσίες μετά την κατάρρευση της ΛΔ της Γερμανίας.
Πολλές φορές οι αποκαλύψεις στον γερμανικό ή στον αμερικανικό Τύπο οδηγούσαν τις υπηρεσίες στο να περιορίζουν τη ροή των πληροφοριών στην αντίστοιχη υπηρεσία της άλλης χώρας. Δύο, τουλάχιστον, υπουργοί της καγκελαρίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν συστήσει στη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών να «συγκρατήσει τη ροή πληροφοριών προς τις αμερικανικές αρχές».