Δυνατότητα επανέγερσης αγωγής σε περίπτωση απορρίψεώς της για έλλειψη δικαιοδοσίας εντός διμήνου από της κοινοποιήσεως της τελεσίδικης απόφασης με βάση διάταξη Α9 παρ. 4 Ν. 1649/1986. Μη απόδειξη διακοπής της παραγραφής. Κρίση ότι παρεγράφη η αγωγή προ της ασκήσεως αυτής και κατά την κύρια βάση της και κατά την επικουρική βάση με βάση τον αδικαιολόγητος πλουτισμό. Απορρίπτει έφεση.
Αριθμός απόφασης: 4041/2013
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 17ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Παναγή Κουτρίκη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Θεοφανώ Λαδοπούλου – Εισηγήτρια και Ελένη Δημοπούλου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Βασίλη Βουδούρη, δικαστικό υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Απριλίου 2013, για να δικάσει την με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 2011 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 446/11-1-2012) έφεση
του φιλανθρωπικού ιδρύματος με την επωνυμία «Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών», όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στη Βουλιαγμένη Αττικής (οδός Απόλλωνος, αριθμ. 28) και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευάγγελου Μπίκα, με δήλωση στη γραμματεία ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να εμφανιστεί στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της (άρθρο 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.),
κατά του Δήμου Αθηναίων, που εκπροσωπείται από το Δήμαρχο του και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέλιου Μπεζαντέ, με δήλωση στη γραμματεία ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να εμφανιστεί στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της (άρθρο 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.)
μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
- Επειδή με την υπό κρίση έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο … και …/2011 ειδικά έντυπα παραβόλου) ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 4950/2011 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 24-3-2005 αγωγή του εκκαλούντος Ιδρύματος. Με την εν λόγω αγωγή του το εκκαλούν Ίδρυμα ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δήμου Αθηναίων να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 89.995 ευρώ ως αποζημίωση (διαφυγόντα κέρδη), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ποσό, που κατά την άποψη του, απώλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 ΟΙ 988 έως 31-12-1993, κατά το οποίο διάστημα ο εφεσίβλητος Δήμος Αθηναίων είχε καταλάβει, παρανόμως, οικόπεδο ιδιοκτησίας του, που, με τη σχετική τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, είχε χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος χώρος.
- Επειδή, το ν.δ. 321 της 18/18.10.1969 «Περί κωδικός Δημοσίου Λογιστικού» (Α’ 205), το οποίο ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο άρθρο 91 ορίζει, ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ότι «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε ετών, εφ’ όσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής», στο άρθρο 93 ότι «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του σικ. έτους, καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις», στο άρθρο 95 ότι «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β)…» και στο άρθρο 96 ότι «….Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων». Οι εν λόγω ρυθμίσεις για την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου επανελήφθησαν καθ’ όμοιο τρόπο με τις σχετικές διατάξεις του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α’ 247), ο οποίος ορίζει, ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, στο άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2, 3>>, στο άρθρο 91 ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από τρ τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής», στο άρθρο 93 ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β)….» και στο άρθρο 94 ότι «Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια».
- Επειδή, στο άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 1649 της 1/3.10.86 «Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων και άλλες διατάξεις» (Α’ 149) ορίζεται ότι «Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενόψει των ρυθμίσεων του ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε».
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο εκκαλούν Ιδρυμα ανήκει κατά πλήρη κυριότητα οικόπεδο, έκτασης 2.135 τ.μ. μετά της επ’ αυτού παλαιάς οικίας, το οποίο βρίσκεται στη συνοικία Κολωνός του Δήμου Αθηναίων και περικλείεται από τις οδούς Ξανθίππης, Δράμας, Διστόμου και Ευσταθίου Μπεκιάρη. Με το από 28-2-1982 π.δ. «περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της Αθήνας» (ΦΕΚ Δ’ 196) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της Αθήνας με το χαρακτηρισμό του χώρου, που περικλείεται από τις προαναφερόμενες οδούς, ως χώρου κοινόχρηστου πρασίνου και παιδικής χαράς, καθώς και με το χαρακτηρισμό της οδού Διστόμου ως πεζόδρομου.
Κατόπιν αυτών, συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών η 21/1988 πράξη προσκύρωσης, τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, με την οποία καθορίσθηκαν οι υποχρεώσεις του Δήμου και των τρίτων έναντι του Ιδρύματος. Εν συνεχεία, αν και η πράξη αυτή κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 22794/713/30-9-1988 απόφαση της Διευθύντριας της ίδιας υπηρεσίας, η συντέλεση της απαλλοτρίωσης ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Πάρα ταύτα, ο εφεσίβλητος Δήμος κατέλαβε το ένδικο ακίνητο και το διαμόρφωσε σε πλατεία, παραδίδοντας την προς χρήση στους δημότες του στις 6-10-1988, έκτοτε δε ο εν λόγω χώρος χρησιμοποιείται ως πλατεία. Υστερα από αυτά, το Ίδρυμα με αιτήσεις του προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, τη Νομαρχία Αθηνών και τον εφεσίβλητο Δήμο ζήτησε την άρση της απαλλοτρίωσης, οι δε σχετικές αιτήσεις του απορρίφθηκαν σιωπηρώς. Τελικώς, η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση ακυρώθηκε με την 1868/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης και την ανάλογη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Με την από 24/3/2005 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αρ. κατ. δικογρ. 3572/24-3-2005) το εκκαλούν Ίδρυμα ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος Δήμος μη νομίμως του αφαίρεσε από τις 6-10-1988 τη νομή και κατοχή, που ασκούσε μέχρι τότε το ίδιο ως κύριος επί του ανωτέρω ακινήτου, διαμορφώνοντας το σε πλατεία που παραδόθηκε προς χρήση στους δημότες του, ενώ εξακολουθεί να το χρησιμοποιεί για τον ανωτέρω σκοπό και δεν το παραδίδει κενό και ελεύθερο, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Περαιτέρω ζήτησε με την εν λόγω αγωγή από τον εφεσίβλητο Δήμο αποζημίωση ποσού 89.995 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-10-1988 έως 31-12-1993, κατά τα αναλυόμενα ειδικότερον στην αγωγή, το οποίο ποσό υποστήριξε ότι μετά βεβαιότητας, άλλως μετά πιθανότητας, θα εισέπραττε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκμίσθωση του ακινήτου αυτού. Προσκόμισε δε την 8596/22-10-2010 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Αθηνών …., στην οποία περιέχεται η κατάθεση του μάρτυρα …, αρχιτέκτονα -μηχανικού, σχετικά με τα διαφυγόντα κέρδη που φέρεται ότι απώλεσε το εκκαλούν. Περαιτέρω αυτό υποστήριξε ότι κατά του εφεσίβλητου είχε ασκήσει την από 20 Δεκεμβρίου 1993 αγωγή ενώπιον των Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. κατ. δικογρ. 14714/1993), όμοιου ακριβώς περιεχομένου με την ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του, τελεσιδίκως με την 228/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, για έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ως υπαγόμενης της διαφοράς στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων κατ’ εφαρμογή του ν. 1406/1983, και ότι η απόφαση αυτή ουδέποτε κοινοποιήθηκε στο εκκαλούν και, επομένως, νομίμως ασκήθηκε η από 24/3/2005 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρθρον 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986. Τέλος το παραπάνω αιτούμενο ποσό αποζημίωσης το εκκαλούν το ζήτησε επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο εφεσίβλητος με το από 14/2/2011 υπόμνημα του υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η φερόμενη αξίωση του εκκαλούντος έχει παραγραφεί γιατί έχει παρέλθει εικοσαετία και πλέον από τη διαμόρφωση του ένδικου ακινήτου σε πλατεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή κατά την κύρια βάση της με την αιτιολογία ότι δεν πιθανολογείται η ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους και κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού με την αιτιολογία ότι εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ως προσδοκώμενο το διαφυγόν κέρδος ο εφεσίβλητος δεν κατέστη πλουσιότερος από την αιτία αυτή. Με την υπό κρίση έφεση και για τους λόγους που σε αυτή αναφέρονται το εκκαλούν Ιδρυμα θεωρεί εσφαλμένη την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του.
- Επειδή, λαμβάνοντας το παρόν Δικαστήριο υπόψη ότι από τη γέννηση των αξιώσεων του εκκαλούντος για το χρονικό διάστημα από 1-10-1988 έως 31-12-1993 μέχρι την κατάθεση στις 24-3-2005 της παραπάνω αγωγής μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και ότι το εκκαλούν δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει διακοπή της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του, και ειδικότερα δεν αποδεικνύει ότι άσκησε την επικαλούμενη αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και μάλιστα με περιεχόμενο το αυτό με της αγωγής του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση επ’ αυτής απορριπτική για έλλειψη δικαιοδοσίας (σημειωτέον ότι την παραπάνω 228/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών την επικαλείται ως απορριπτική τελεσιδίκως και άλλης αγωγής του της από 5/12/1994 με αρ. κατ. δικογρ. 10666/1994 βλ. πιν. 63 ίδιας δικασίμου) κλπ., κρίνει ότι οι αξιώσεις του αυτές είχαν υποπέσει, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής του (24-3-2005), στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 91 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969 (ήδη άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995) παραγραφή και, συνεπώς, δεν δικαιούται για το λόγο αυτό, που όφειλε αυτεπάγγελτα να ελέγξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για το ένδικο χρονικό διάστημα, αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Περαιτέρω, και με την εκδοχή ότι η αγωγή κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα εν όλω ή εν μέρει, από αυτά στα οποία στηρίζεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της από αδικοπραξία (βλ. ΣτΕ 318/2012, ΑΠ 1468/2010 και Ολ. ΑΠ 22/2003), είναι για τον ίδιο παραπάνω λόγο της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων απορριπτέα ως αβάσιμη. Συνεπώς, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή του εκκαλούντος τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος ως αβάσιμου.
- Επειδή, κατ’ ακολουθία, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί, να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου το παράβολο που κατατέθηκε (άρθρο 277 παρ. 9 ΚΔΔ) εκτιμώμενων, όμως, των περιστάσεων, να απαλλαγεί το εκκαλούν από τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 του ίδιου κώδικα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Απαλλάσσει το εκκαλούν από τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 13 Σεπτεμβρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ