Βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις αποφάσεις που εκδίδει
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διακρίνει ανάμεσα σε δύο ειδών προσφυγές: τις ατομικές, που εισάγονται από έναν ή περισσότερους ιδιώτες ή μη κυβερνητικό οργανισμό, οι οποίοι θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους παραβιάσθηκαν και τις διακρατικές προσφυγές, οι οποίες εισάγονται από Κράτος μέλος κατά άλλου Κράτους μέλους. Από την ίδρυση του Δικαστηρίου, σχεδόν όλες οι προσφυγές που έχουν κατατεθεί ενώπιόν του αφορούν ατομικές προσφυγές.
Κατά ποίου μπορούν οι προσφυγές να στρέφονται;
Οι προσφυγές πρέπει να στρέφονται απαραίτητα κατά ενός ή περισσοτέρων Κρατών που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση. Σε περίπτωση που η προσφυγή στρέφεται κατά τρίτου Κράτους ή ιδιώτη, τότε απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Πώς μπορεί κάποιος να προσφύγει στο Δικαστήριο;
Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει απευθείας ο ίδιος, χωρίς να απαιτείται η εκπροσώπηση από δικηγόρο στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Απαιτείται η αποστολή στο Δικαστήριο του εντύπου της προσφυγής επιμελώς συμπληρωμένου. Θα πρέπει να έχουν επισυναφθεί στο τελευταίο τα απαραίτητα σχετικά έγγραφα. Ωστόσο, η καταχώριση της προσφυγής δεν προεξοφλεί καθ’ εαυτήν το παραδεκτό ή βάσιμο της προσφυγής.
Το σύστημα της Σύμβασης προβλέπει μία απλοποιημένη διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο, έτσι ώστε οιοσδήποτε να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό, ακόμα και εάν βρίσκεται σε ακριτική περιοχή ή δεν έχει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα. Αντανακλώντας την ίδια λογική, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι δωρεάν.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ατομική και διακρατική προσφυγή;
Η πλειονότητα των προσφυγών που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ατομικές και προέρχονται από ιδιώτες. Γίνεται λόγος για διακρατική προσφυγή, όταν ένα Κράτος μέλος προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά άλλου Κράτους μέλους.
Είναι απαραίτητη η εκπροσώπηση ενώπιον του Δικαστηρίου από δικηγόρο;
Η εκπροσώπηση από δικηγόρο δεν είναι απαραίτητη στην αρχή της διαδικασίας, και άρα ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει ο ίδιος, απευθείας. Παρά ταύτα, η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι απαραίτητη από τη στιγμή που η προσφυγή κοινοποιηθεί στο εγκαλούμενο Κράτος για να υποβάλει παρατηρήσεις. Δικαστική αρωγή μπορεί να χορηγηθεί στον προσφεύγοντα σε αυτό το στάδιο της δίκης, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.
Δεν υφίσταται κατάλογος δικηγόρων, οι οποίοι μπορούν να παρασταθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Κάθε συνήγορος που έχει τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος σε ένα από τα Κράτη μέλη της Σύμβασης ή έχει λάβει σχετική άδεια από τον πρόεδρο Τμήματος μπορεί να εκπροσωπήσει προσφεύγοντα.
Ποια είναι τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου;
Τα στάδια είναι βασικά δύο.
Η εξέταση του παραδεκτού και της ουσίας της προσφυγής. Μία προσφυγή μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές κατά την εξέτασή της από το Δικαστήριο.
Η μονομελής σύνθεση θα κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη, όπου αυτό είναι προφανές. Η απόφαση αυτή δεν επιδέχεται άσκηση ενδίκου μέσου.
Η τριμελής Επιτροπή θα αποφανθεί σχετικά με υπόθεση, η οποία εγείρει ζητήματα για τα οποία υφίσταται πάγια νομολογία.
Το Τμήμα θα κοινοποιήσει την υπόθεση στο εγκαλούμενο Κράτος για παρατηρήσεις. Σε αυτήν την περίπτωση θα γίνει ανταλλαγή παρατηρήσεων μεταξύ των μερών. Το Δικαστήριο αποφασίζει στη συνέχεια αν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, κάτι που λαμβάνει χώρα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου του υψηλού αριθμού των υπό κρίση υποθέσεων.
Τέλος, το Τμήμα εκδίδει απόφαση η οποία δεν καθίσταται οριστική παρά μόνο αφού εκπνεύσει η προθεσμία των τριών μηνών εντός της οποίας ο προσφεύγων ή η Κυβέρνηση μπορούν να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης για επανεξέταση. Εάν η παραπομπή γίνει δεκτή από το Συμβούλιο του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, η υπόθεση εξετάζεται εκ νέου, ενδεχομένως και με τη διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας. Η υπόθεση που εκδίδει το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης είναι τελεσίδικη.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού;
Οι προσφυγές πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ειδάλλως μπορεί να απορριφθούν ως απαράδεκτες από το Δικαστήριο, χωρίς καν αυτό να εξετάσει τις αιτιάσεις. Το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί μιας προσφυγής μόνο αφού έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Αυτό σημαίνει ότι αυτός που παραπονείται για παραβίαση των δικαιωμάτων του οφείλει προηγουμένως να έχει φέρει την υπόθεσή του ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας του έως τον ανώτατο βαθμό δικαιοδοσίας. Έτσι το Κράτος είναι σε θέση να επανορθώσει το ίδιο, σε εθνικό επίπεδο, την προβαλλόμενη παραβίαση. Οι προσφεύγοντες πρέπει να επικαλεσθούν ένα ή περισσότερα δικαιώματα που αναφέρονται στη Σύμβαση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει παράπονα σχετικά με παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων από αυτά που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση. Η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία της τελεσίδικης εσωτερικής απόφασης. Ο προσφεύγων πρέπει να είναι προσωπικά και άμεσα θύμα της παραβίασης και θα πρέπει να έχει υποστεί σημαντική βλάβη. Η προσφυγή πρέπει να απευθύνεται κατά ενός Κράτους μέλους της Σύμβασης και όχι κατά τρίτου Κράτους ή ιδιώτη.
Τι είναι η παρέμβαση τρίτου;
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να επιτρέψει σε πρόσωπο, διαφορετικό από τον προσφεύγοντα, ή σε Κράτος μέλος της Σύμβασης, διαφορετικό από αυτό κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, να παρέμβει στη διαδικασία. Γίνεται σε αυτήν την περίπτωση λόγος για παρέμβαση τρίτου. Αυτό το πρόσωπο ή το Κράτος μπορεί να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις ή να λάβει μέρος στην ακροαματική διαδικασία.
Μπορεί το Δικαστήριο να διορίσει εμπειρογνώμονες ή να εξετάσει μάρτυρες;
Ναι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε διερευνητικές αποστολές μεταβαίνοντας στα εγκαλούμενα Κράτη προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά ορισμένων υποθέσεων.
Η αντιπροσωπεία του Δικαστηρίου μπορεί έτσι να εξετάσει μάρτυρες και να πραγματοποιήσει αυτοψία. Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να διορίσει εμπειρογνώμονες, όπως στην περίπτωση που ζητεί από γιατρούς να εξετάσουν προσφεύγοντες, οι οποίοι τελούν υπό κράτηση.
Το Δικαστήριο πραγματοποιεί δημόσιες συνεδριάσεις;
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι γραπτή, αλλά το ίδιο μπορεί να αποφασίσει να διεξαχθεί και προφορική διαδικασία σε κάποιες υποθέσεις.
Η ακροαματική διαδικασία λαμβάνει χώρα στην έδρα του Δικαστηρίου, στο Στρασβούργο. Είναι δημόσια, εκτός αν ληφθεί απόφαση από τον πρόεδρο του επταμελούς Τμήματος ή από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, ανάλογα με την περίπτωση, να γίνει κεκλεισμένων των θυρών.
Ο Τύπος και το κοινό μπορούν να παρακολουθήσουν αυτήν τη διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιδείξουν στην υποδοχή την κάρτα τύπου ή την ταυτότητά τους.
Η ακροαματική διαδικασία βιντεοσκοπείται και αναμεταδίδεται στον ιστότοπο του Δικαστηρίου αυθημερόν, μετά τις 14:30 (τοπική ώρα).
Τι σημαίνουν οι προκαταρκτικές ενστάσεις;
Οι προκαταρκτικές ενστάσεις είναι τα επιχειρήματα που προβάλλει το εγκαλούμενο Κράτος για να αποτρέψει την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας.
Τι είναι ο φιλικός διακανονισμός;
Φιλικός διακανονισμός είναι η συμφωνία ανάμεσα στους διαδίκους που έχει σκοπό να θέσει τέλος στην προσφυγή. Ο προσφεύγων και το εγκαλούμενο Κράτος συμφωνούν να θέσουν τέρμα στην αντιδικία και τις περισσότερες φορές αυτό μεταφράζεται με την καταβολή ενός χρηματικού ποσού στον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο διαγράφει την υπόθεση από το πινάκιο, αφού πρώτα εξετάσει τους όρους του φιλικού διακανονισμού και θεωρήσει ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της προσφυγής.
Το Δικαστήριο παρακινεί τους διαδίκους να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό. Εάν δεν καταλήξουν σε συμφωνία, προχωρεί στην εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας.
Το Δικαστήριο μπορεί να υποδείξει προσωρινά μέτρα;
Όταν επιλαμβάνεται υπόθεσης, το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από ένα Κράτος να λάβει προσωρινά μέτρα έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης. Τις περισσότερες φορές ζητεί από το Κράτος να μην απελάσει κάποιον σε κράτος όπου θα μπορούσε να καταδικαστεί σε θάνατο ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια.
Οι διασκέψεις είναι δημόσιες;
Όχι, οι διασκέψεις του Δικαστηρίου γίνονται πάντα κεκλεισμένων των θυρών.
Έχει συμβεί τα Κράτη να αρνηθούν να συνεργαστούν με το Δικαστήριο;
Συμβαίνει ενίοτε τα Κράτη να παραλείπουν ή ακόμη και να αρνούνται να υποβάλουν στο Δικαστήριο τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αυτό χρειάζεται για να κρίνει την υπόθεση.
Σε αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει αυτά τα Κράτη για παραβίαση του άρθρου 38 (υποχρέωση να παρέχουν τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την εξέταση μιας υπόθεσης) της Σύμβασης.
Πόσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου;
Δεν είναι δυνατόν να πούμε εκ των προτέρων πόσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο προσπαθεί να εξετάζει τις υποθέσεις μέσα σε διάστημα τριών ετών από την εισαγωγή τους, αλλά η εξέταση ορισμένων υποθέσεων απαιτεί κάποιες φορές περισσότερο χρόνο, όπως συμβαίνει επίσης και ορισμένες από αυτές να εξετάζονται ταχύτερα.
Η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ποικίλει ανάλογα με την υπόθεση, με τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο θα ανατεθεί, με την επιμέλεια που επιδεικνύουν τα μέρη στο να παρέχουν πληροφορίες στο Δικαστήριο καθώς και με άλλους παράγοντες, π.χ. τη διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας, την παραπομπή ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, κ.α.
Ορισμένες προσφυγές μπορούν να χαρακτηριστούν ως επείγουσες και να εξεταστούν κατά προτεραιότητα.
Μερικές προσφυγές μπορεί να καταχωρισθούν ως επείγουσες και να διεκπεραιωθούν με προτεραιότητα, ειδικά σε υποθέσεις όπου ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο φυσικής βλάβης.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ απόφασης επί του παραδεκτού και απόφασης επί της ουσίας;
Απόφαση επί του παραδεκτού λαμβάνεται συνήθως από ένα δικαστή, Επιτροπή ή Τμήμα του Δικαστηρίου. Αφορά μόνο ζητήματα επί του παραδεκτού και όχι σχετικά με την ουσία της υπόθεσης. Κανονικά, το Τμήμα εξετάζει το παραδεκτό και την ουσία μιας προσφυγής ταυτόχρονα, και μετά δημοσιεύει την απόφαση επί της ουσίας.
Τα Κράτη μέλη δεσμεύονται από καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους;
Αποφάσεις επί της ουσίας που βρίσκουν παραβιάσεις δεσμεύουν τα Κράτη μέλη και είναι υποχρεωμένα να τις εκτελούν. Η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεων επί της ουσίας, ιδιαίτερα για να διασφαλίζει την καταβολή ποσών που επιδικάσθηκαν στους προσφεύγοντες ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν.
Μπορούν οι αποφάσεις να εφεσιβληθούν;
Αποφάσεις επί του παραδεκτού, όπως και αποφάσεις επί τις ουσίας που εκδίδονται από Επιτροπές ή το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, είναι τελεσίδικες και δεν μπορούν να εφεσιβληθούν.
Ωστόσο, εντός τρίμηνης προθεσμίας από την έκδοση απόφασης του Τμήματος, οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης για επανεξέταση. Αιτήματα παραπομπής ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης εξετάζονται από Συμβούλιο πέντε δικαστών, το οποίο αποφασίζει αν πρέπει ή όχι να παραπεμφθεί.
Πώς εκτελούνται οι αποφάσεις του Δικαστηρίου;
Όταν το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία κρίνεται ότι υπήρξε παραβίαση, διαβιβάζει το φάκελο στην Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο συνεργάζεται με το εμπλεκόμενο κράτος και το τμήμα που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση των αποφάσεων για να αποφασίσει με ποιον τρόπο η απόφαση πρέπει να εκτελεστεί και πώς θα αποφευχθούν ομοειδείς παραβιάσεις της Σύμβασης στο μέλλον.
Αυτό θα οδηγήσει σε γενικά μέτρα, ειδικότερα, νομοθετικές τροποποιήσεις, και εξατομικευμένα μέτρα όπου αυτά κρίνονται αναγκαία.
Ποιες είναι οι συνέπειες μιας απόφασης που διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση;
Σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης, το εγκαλούμενο Κράτος πρέπει επιμελώς να διασφαλίσει ότι τέτοιες παραβιάσεις δε θα συντελεσθούν ξανά στο μέλλον, ειδάλλως εκτίθεται σε νέες καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο.
Σε ορισμένες υποθέσεις το Κράτος θα υποχρεωθεί να τροποποιήσει το νομοθετικό του πλαίσιο ώστε να αυτό να εναρμονίζεται με τη Σύμβαση.
Τι είναι η δίκαιη ικανοποίηση;
Εάν το Δικαστήριο καταδικάσει Κράτος μέλος και διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων έχει υποστεί ζημία, κατά κανόνα επιδικάζει στον προσφεύγοντα δίκαιη ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ως αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστη.
Η Επιτροπή των Υπουργών διασφαλίζει ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση θα καταβληθεί στον προσφεύγοντα.
Τι είναι η πιλοτική υπόθεση;
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, το Δικαστήριο έχει αναπτύξει μια νέα διαδικασία ώστε να αντιμετωπισθεί η μαζική εισροή προσφυγών που αφορούν παρόμοια προβλήματα, γνωστά επίσης και ως «συστημικά προβλήματα» – δηλαδή αυτά που ανακύπτουν λόγω της ασυμβατότητας του εσωτερικού δικαίου προς την Σύμβαση.
Το Δικαστήριο ανέπτυξε προσφάτως αυτήν τη διαδικασία κατά την οποία εξετάζεται μόνο μία ή ορισμένες από τις προαναφερθείσες προσφυγές και αναβάλλεται η εξέταση υπολοίπων ομοειδών προσφυγών. Αφού εκδώσει μία «πιλοτική» απόφαση, το Δικαστήριο καλεί το εμπλεκόμενο Κράτος να προσαρμόσει τη νομοθεσία του στις επιταγές της Σύμβασης και του υποδεικνύει γενικώς τα ληπτέα μέτρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο χειρίζεται τις υπόλοιπες παρόμοιες υποθέσεις.
Τι είναι η χωριστή προσωπική γνώμη;
Οι δικαστές μπορούν να εκφράσουν την προσωπική τους γνώμη αναφορικά με μία υπόθεση στης οποίας την εκδίκαση έχουν συμμετάσχει. Η γνώμη επισυνάπτεται στην απόφαση.
Όταν οι δικαστές εξηγούν γιατί ψήφισαν σύμφωνα με την πλειοψηφία, πρόκειται για σύμφωνη γνώμη.
Αντιθέτως, όταν εξηγούν γιατί δεν συμφωνούν με τη γνώμη της πλειοψηφίας, τότε πρόκειται για μειοψηφούσα γνώμη.