Το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αυτοματοποιείται. Η χρήση νέων μέσων σε όλες τις φάσεις απόδοσης της ποινικής δικαιοσύνης, από την αστυνόμευση, τη συλλογή στοιχείων έως τα συστήματα εκτίμησης κινδύνου, που ορίζουν ποιος θα φυλακιστεί και για πόσο διάστημα, είναι εξελίξεις θεωρητικά ευπρόσδεκτες. Στην πράξη όμως, τα αυτοματοποιημένα συστήματα μπορούν να αδικήσουν τους κατηγορουμένους. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι οι τεχνολογίες αυτές έχουν αναπτυχθεί ως εμπορικά προϊόντα και ο τρόπος λειτουργίας τους είναι μυστικός, καθώς θεωρείται εμπορικό μυστικό. Ως αποτέλεσμα, πολλές φορές ούτε οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροί τους δεν γνωρίζουν πώς λειτούργησαν τα εργαλεία με βάση τα οποία καταδικάστηκαν.
Πέρυσι, δικαστήριο της Νέας Υόρκης αρνήθηκε να αφήσει ελεύθερο με εγγύηση τον Γκλεν Ροντρίγκεζ, παρόλο που η διαγωγή του ήταν σχεδόν άριστη, βασιζόμενο στους κακούς βαθμούς που του έδωσε το σύστημα Compas. Η στάθμιση των δεδομένων από το σύστημα αυτό θεωρείται εμπορικό μυστικό της εταιρείας, έτσι ο Ροντρίγκεζ έπρεπε να ψάξει μόνος του να βρει τι πήγε στραβά.
Στην Καλιφόρνια, ο Μπίλι Ρέι Τζόνσον καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή για κλοπές και σεξουαλικές επιθέσεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι δεν διέπραξε. Η εισαγγελία βασίστηκε στο πρόγραμμα TrueAllele, το οποίο ανέλυσε DNA από τις σκηνές των εγκλημάτων. Ο δικηγόρος του προσφέρθηκε να υπογράψει όρκο εμπιστευτικότητας, ώστε να μπορέσει να καλέσει τους δημιουργούς του προγράμματος στο δικαστήριο και να τους ρωτήσει για τις μεθόδους με βάση τις οποίες το πρόγραμμα εξάγει συμπεράσματα. Η εταιρεία αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα προξενούσε «ανήκεστο βλάβη» στα συμφέροντά της, εφόσον θα επέτρεπε στους ανταγωνιστές να κλέψουν τον πηγαίο κώδικα (τις εντολές που έδωσαν οι προγραμματιστές). Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση πιθανοτήτων στην εξέταση δακτυλικών αποτυπωμάτων και στην έρευνα σε αρχεία βαλλιστικών ερευνών αντιμετωπίζονται ως εμπορικά μυστικά, τα οποία απαγορεύεται να εξετάσουν ανεξάρτητοι ελεγκτές.
Ομως, κατά κανόνα, τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να στερήσουν από τους κατηγορουμένους πρόσβαση στα στοιχεία που τους ενοχοποιούν. Εξάλλου, δεν ήταν αυτή η αρχική ιδέα πίσω από τη νομοθεσία περί εμπορικών μυστικών. Η νομοθεσία φτιάχτηκε για να αποτραπεί η κλοπή εμπορικών μυστικών, όχι για να δικαιολογείται η απόκρυψη πληροφοριών από την υπεράσπιση σε ποινικές δίκες. Οι συνήγοροι υπεράσπισης είναι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, όχι επίδοξοι κλέφτες.
Μια υπόθεση στην οποία εγείρονται τέτοιου είδους ζητήματα (Winsconsin vs Loomis) βρίσκεται τώρα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Από την έκβαση της δίκης μπορεί να εξαρτηθεί το μέλλον της ποινικής δικαιοσύνης.