ΑΡΙΘΜΟΣ 1455/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Λ. Φ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαπέτρο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτές, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1279/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μεταξύ των λόγων αναιρέσεως κατά ποινικής αποφάσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. περιλαμβάνεται υπό στοιχείο Η’ και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία, με βάση το γενικό ορισμό, υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Έτσι στην περίπτωση που το δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο, ενώ ήταν κατά το νόμο αρμόδιο, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του (Ολ. Α.Π. 10/2005), ενώ στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο ενώ ήταν αναρμόδιο καθ’ ύλην δεν κήρυξε την αναρμοδιότητά του αλλά δίκασε την υπόθεση, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις ιδρύεται ο προαναφερθείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 119 και 120 του Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης. Έτσι, πριν από την έναρξη της συζητήσεως εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν η εισαχθείσα σ’ αυτό υπόθεση, όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απ’ ευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τις κείμενες διατάξεις στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του και αν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σ’ αυτό ή σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρ. 502 παρ. 3), σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Έτσι, αν το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, παρόλο που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε πρώτο βαθμό σ’ αυτό, δεν ακυρώσει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δεν δικάσει το ίδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την υπόθεση (ανέκκλητα), αλλά δικάσει την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό αναγινώσκοντας και λαμβάνοντας υπόψη του την εκκαλούμενη απόφαση με τα πρακτικά της που εκδόθηκε από το αναρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και υπερβαίνει θετικά την εξουσία του. Τέλος, για τα εγκλήματα (πλημμελήματα και κακουργήματα) που προβλέπονταν από τα άρθρα 17 έως 19 του Ν. 2523/1997, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 71 παρ. 1 του Ν. 4174/2014, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, ΦΕΚ Α 129/17.10.2015 και κατά το οποίο “όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του Ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 66-70”, με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίηση και αντικατάστασή της με το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 3888/2010 κατά το χρόνο της εκδικάσεως των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, οριζόταν ότι: “Αρμόδιο δικαστήριο είναι κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας”. Με το δικονομικό αυτό νόμο, ο οποίος δεν περιείχε ειδική μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις, δεν οριζόταν αν η νέα καθιερούμενη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τα πλημμελήματα που προβλέπονταν από τα άρθρα 17 έως 19 του Ν. 2523/1997 καταλάμβανε και τις ποινικές υποθέσεις που δεν είχαν εκδικασθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, για τις οποίες είχαν επιδοθεί τα κλητήρια θεσπίσματα για να εκδικασθούν από τα κατά τόπους Μονομελή Πλημμελειοδικεία σύμφωνα με την προϊσχύουσα δικονομική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997. Όμως, με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, συναγόμενη από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 596 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Δηλαδή η διαδικασία χωρεί κατά το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και συνεπώς συνάγεται ότι οι μεν πράξεις οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας, επομένως και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο, από το καθοριζόμενο με το νεότερο νόμο ως αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα για διερεύνηση του βάσιμου ή μη των λόγων αναιρέσεως έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τρία κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν στις 19-8-2009, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλήθηκε για να εμφανισθεί και δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου για τρία πλημμελήματα του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 και συγκεκριμένα για τρεις περιπτώσεις εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων). Στις τρεις δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που έγιναν στις 26 Νοεμβρίου, 1 και 2 Δεκεμβρίου του έτους 2010, πρόβαλε ένσταση αναρμοδιότητας καθ’ ύλην του δικαστηρίου λόγω της προαναφερθείσας νομοθετικής μεταβολής που επήλθε στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997 με το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 3888/2010, κατά την οποία, από 30-9-2010 που ίσχυε ο Ν. 3888/2010, αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση των φορολογικών πλημμελημάτων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 ήταν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και όχι το Μονομελές. Η ένσταση του απορρίφθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, το οποίο δίκασε τις υποθέσεις και με την 7339/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δώδεκα (12) μηνών, με την 7340/2010 απόφαση του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση είκοσι πέντε (25) μηνών και με την 7341/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δεκαπέντε (15) μηνών. Ο αναιρεσείων άσκησε τις υπ’ αριθμ. 503/2-12-2010, 504/2-12-2010 και 505/2-12-2010 εφέσεις του κατά των ως άνω αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου ενώπιον του αρμοδίου προς εκδίκαση των εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, όπου, μετά από αίτημά του συνεκδικάσθηκαν οι τρεις υποθέσεις και επανέφερε νόμιμα την ένσταση της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πλην όμως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με τις προσβαλλόμενες υπ’ αριθμ. 2033/2014 και 2074/2015 αποφάσεις του, αντί, με βάση την προαναφερθείσα γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου ότι οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, να δεχθεί την ένσταση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ενόψει του ότι η υπόθεση υπαγόταν σε πρώτο βαθμό στην αρμοδιότητά του, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 121 του Κ.Ποιν.Δ. που προαναφέρθηκε, να ακυρώσει τις πρωτόδικες αποφάσεις που προσβάλλονταν με τις εφέσεις και να δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ανέκκλητα το ίδιο τις υποθέσεις στην ουσία τους, απέρριψε εσφαλμένα την ένσταση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επειδή είχαν επιδοθεί τα κλητήρια θεσπίσματα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πριν από την ισχύ του νέου δικονομικού νόμου και δίκασε σε δεύτερο βαθμό τις υποθέσεις, αναγιγνώσκοντας και λαμβάνοντας υπόψη του για την καταδίκη του αναιρεσείοντος και τις ως άνω εκκληθείσες αποφάσεις του αναρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου με τα πρακτικά τους, τις οποίες έπρεπε να ακυρώσει και να μη λάβει καθόλου υπόψη του, αλλά να δικάσει τις υποθέσεις ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Έτσι όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση και έλαβε υπόψη του τις αναρμοδίως εκδοθείσες πρωτόδικες αποφάσεις με τα πρακτικά τους και όχι σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, χωρίς να λάβει υπόψη του τις αναρμοδίως εκδοθείσες πρωτόδικες αποφάσεις με τα πρακτικά τους, υπερέβη θετικά την εξουσία του και κατέστησε για το λόγο αυτόν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του αναιρετέες, κατά τον βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικό πρώτο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως.
Επομένως, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως ως καλυπτομένων από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθούν οι προσβαλλόμενες 2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τις 2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ