Αριθμός 385/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάρα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Τ. του Ε., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σινέλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1147/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Π. Μ. του Κ., κάτοικο …, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 991/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, ορίζεται ότι “όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών” και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης από αμέλεια συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο “όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή, ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του υπαιτίου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμβαση ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διαταγή νόμου.
Περαιτέρω με το ΠΔ 17/1996 προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία περί ασφαλείας και υγιεινής των εργαζομένων προς τις διατάξεις 89/391/ΕΟΚ της 12ης Ιουνίου 1989 “Σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία” και 91/383/ΕΟΚ της 25ης Ιουνίου 1991 “Για την συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας” και οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα, ενώ για τον κλάδο των λατομείων έχουν επί πλέον εφαρμογή και οι πλέον δεσμευτικές διατάξεις ή και ειδικές διατάξεις της Υ.Α. ΙΙ-5η/Φ/17402/84 “Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών” (931/Β/31-12-1984).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των άλλων πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος για την ενοχή του κατηγορουμένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο επιλεκτικώς μερικά από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη με αρ. 1147/2013 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας που την εξέδωσε και που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, μετ’ αναίρεση προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεως, κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφού στο αιτιολογικό της, ανέλεγκτα αναιρετικώς, δέχθηκε ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: “Επειδή από τη χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, την ανάγνωση της εκκαλουμένης απόφασης και των πρακτικών αυτής, καθώς και των Λοιπών εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε, ότι στη θέση “Γ. Π. Α. Ν. Μ., στις 2-10-2006 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επέφερε τον θάνατο άλλου. Ειδικότερα, με την ιδιότητα του εργοδότη-ιδιοκτήτη λατομείου αδρανών υλικών που βρίσκεται στην ανωτέρω θέση, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας αυτών, δεν τήρησε την υποχρέωσή του αυτή και: α) χωρίς να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, την συντήρηση από εξειδικευμένο προσωπικό και την άμεση αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών σε ευρισκόμενο (εντός) του λατομείου μηχάνημα έργων-διάνοιξης οπών (“wagon-drill”, τύπου “Bolher”, DTC 111 LC-L123), το οποίο ήταν όχι μόνο πεπαλαιωμένο, καθώς είχε κατασκευασθεί το έτος 1987, αλλά επιπλέον βρισκόταν εκτός λειτουργίας και δεν είχε χρησιμοποιηθεί επί τουλάχιστον δύο έτη και β) χωρίς να γνωστοποιήσει στους εργαζομένους τους επαγγελματικούς κίνδυνους από την εργασία τους και να παράσχει σε αυτούς κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας και σε θέματα τήρησης των διατάξεων του Κώδικα Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (Α. Υπ. Εν. ΙΙ-5/Φ/17402/1984, ΦΕΚ Β’ 931/31-12-1984), έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία επαγγελματικών κινδύνων, ανέθεσε, μεταξύ άλλων εργαζομένων, και στον παθόντα Κ. Μ. του Β., την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του νοτιοδυτικού ορίου του οποίου βρισκόταν το προαναφερόμενο μηχάνημα διάνοιξης οπών – wagon-drill, το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα, ενώ ο Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της εργασίας του στεκόταν πλησίον του ανωτέρω μηχανήματος έργων που ήταν εκεί σταθμευμένο, χωρίς να διενεργεί εργασίες διάτρησης, τη στιγμή εκείνη ο πύρρος που συγκρατούσε το διατρητικό στέλεχος (“μπούμα”) του εν λόγω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της εντεύθεν μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσε απότομα, το δε διατρητικό στέλεχος να αποσπασθεί αιφνιδίως και να επιπέσει στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες κα καθιστώντας τον πολυτραυματία, καθώς υπέστη αιμοπεριτόναιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες, που ήταν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του, ο οποίος επισυνέβη στις 3-11-2006 στο Γενικό Νοσοκομείο …, όπου νοσηλευόταν. Κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α1 ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι έως το χρόνο που τελέστηκε η πράξη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”.
Κατά το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι: “στη θέση …, στις 2-10-2006 από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επέφερε τον θάνατο άλλου. Ειδικότερα, με την ιδιότητα του εργοδότη-ιδιοκτήτη λατομείου αδρανών υλικών που βρίσκεται στην ανωτέρω θέση, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας αυτών, δεν τήρησε την υποχρέωση του αυτή και: α) χωρίς να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, την συντήρηση από εξειδικευμένο προσωπικό και την άμεση αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών σε ευρισκόμενο (εντός) του λατομείου μηχάνημα έργων – διάνοιξης οπών, (Wagon – drill- Bolher), το οποίο ήταν όχι μόνο πεπαλαιωμένο, καθώς είχε κατασκευασθεί το έτος 1987, αλλά επιπλέον βρισκόταν εκτός λειτουργίας και δεν είχε χρησιμοποιηθεί επί τουλάχιστον δύο έτη και β) χωρίς να γνωστοποιήσει στους εργαζομένους τους επαγγελματικούς κίνδυνους από την εργασία τους και να παράσχει σε αυτούς κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας και σε θέματα τήρησης των διατάξεων του Κώδικα Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών, έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεση του μια γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία επαγγελματικών κινδύνων, ανέθεσε, μεταξύ άλλων εργαζομένων, και στον παθόντα Κ. Μ. του Β., την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του νοτιοδυτικού ορίου του οποίου βρισκόταν το προαναφερόμενο μηχάνημα διάνοιξης οπών, το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα, ενώ ο Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της εργασίας του στεκόταν πλησίον του ανωτέρω μηχανήματος έργων που ήταν εκεί σταθμευμένο, χωρίς να διενεργεί εργασίες διάτρησης, τη στιγμή εκείνη ο πείρος που συγκρατούσε το διατρητικό στέλεχος (“μπούμα”) του εν λόγω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της εντεύθεν μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσει απότομα, το δε διατρητικό στέλεχος να αποσπασθεί αιφνιδίως και να επιπέσει στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες και καθιστώντας τον πολυτραυματία, καθώς υπέστη αιμοπεριτόναιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες, που ήταν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του, ο οποίος επισυνέβη στις 3-11-2006 στο Γενικό Νοσοκομείο …, όπου νοσηλευόταν”.
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο κατά επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος εργοδότης λατομικής επιχείρησης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα συνήγαγε, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 15, 26, 28 και 302 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθενται οι συγκεκριμένες παραλείψεις του ήδη αναιρεσείοντος που στοιχειοθετούν την προεκτεθείσα αμέλεια αυτού, την ευθύνη του, η οποία δεν βασίζεται σε ειδικότερη συμπεριφορά του, αλλά στην ιδιότητά του, ως εργοδότη – ιδιοκτήτη επιχείρησης λατομείου αδρανών υλικών, που λειτουργούσε παραγωγικά παλαιότερα και ως εργοδότη μίας οργανωμένης επιχείρησης με οικονομική ενότητα, που με την προοπτική επαναλειτουργίας και ενάρξεως εκμεταλλεύσεως της άνω λατομικής επιχείρησης, με σύμβαση εργασίας ανέθεσε στον παθόντα χειριστή μηχανήματος την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του οποίου βρισκόταν το προαναφερθέν μηχάνημα διάνοιξης οπών, με ανεβασμένη την “μπούμα”, το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με την προοπτική επισκευής του, εκ της οποίας και μόνο ιδιότητας όφειλε ο κατηγορούμενος κατά τις περιστάσεις και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του λατομείου, και δη να φροντίσει, ώστε ο εργαζόμενος Κ. Μ., που απασχολήθηκε ως παραπάνω κατ’ εντολή του στο λατομείο της επιχειρήσεώς του, να μην εκτεθεί σε κίνδυνο ατυχήματος, εργαζόμενος πλησίον ενός άλλου εκτός λειτουργίας επί διετία και χωρίς συντήρηση σταθμευμένου πεπαλαιωμένου έτους 1987 μηχανήματος διάνοιξης οπών και ειδικότερα, αδιάφορα του ότι δεν λειτουργούσε την άνω περίοδο το λατομείο, αφού κατά τις παραδοχές υπήρχε ενεργός η εν γένει επιχείρηση και κατ’ εντολήν του γινόντουσαν εργασίες συντήρησης και προετοιμασίας για λειτουργία του λατομείου, οπότε όφειλε αφενός να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, τη συντήρηση και αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών στο άνω μηχάνημα διάνοιξης οπών, αφετέρου όφειλε να γνωστοποιήσει στους εργαζόμενους στην επιχείρηση αυτή, όπως στον άνω παθόντα που εργάσθηκε πλησίον του παραπάνω ακινητοποιημένου μηχανήματος, που διέθετε διατρητικό στέλεχος (μπούμα), που συγκρατείτο με παλαιό μη συντηρημένο πύρρο ασφαλείας, με αποτέλεσμα, ο παθών εργαζόμενος Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας από τον κατηγορούμενο εργασίας του, τη στιγμή που στεκόταν πλησίον του άνω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσει απότομα, το διατρητικό στέλεχος να αποσπαστεί αιφνιδίως και να επιπέσει πάνω στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες, με αιμοπεριτόνιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες που ήσαν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του που επισυνέβη στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν στις 3-11-2006. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως ο υφιστάμενος, μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδης σύνδεσμος, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και δεν υφίσταται ασάφεια ως προς το αν υπήρχεν ή όχι επιχείρηση λατομείου, ούτε ως προς τη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του εργοδότη κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος ήταν εργοδότης και ιδιοκτήτης της υπάρχουσας επιχείρησης παλαιού λατομείου και αδιάφορα του ότι δεν είχε ακόμα εφοδιασθεί με άδεια λατόμευσης και δε λειτουργούσε σαν λατομείο αδρανών υλικών, εφόσον με σύμβαση ανέθεσε σε εργαζόμενους μεταξύ των οποίων και στον παθόντα, την με μηχανήματα εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του άνω λατομείου, στην επιχείρησή του αυτή λατομείου, που υπήρχαν οι εγκαταστάσεις και παλαιά μηχανήματα, με την προοπτική επαναλειτουργίας του λατομείου, υπήρχεν επιχείρηση με ιδιοκτήτη τον κατηγορούμενο, ο οποίος και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, σαν ιδιοκτήτης της επιχείρησης αυτής, κατ’ άρθρο 15 ΠΚ, με απασχολούμενους σε αυτή εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και τον παθόντα, αλλά και σαν εργοδότης από τη συγκεκριμένη σύμβαση αυτή εργασίας με τον παθόντα στην επιχείρησή του αυτή λατομείου, όφειλε να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο παθόντα τους επαγγελματικούς κινδύνους από την ανατεθείσα σε αυτόν εργασία του πλησίον μηχανημάτων πεπαλαιωμένων και χωρίς συντήρηση, με μακροχρόνια φθορά και κόπωση υλικών, ώστε ο παθών να είναι προσεκτικός κατά την ανατεθείσα εργασία του και για τον άνω υπάρχοντα και πραγματοποιηθέντα κίνδυνο πτώσης της μπούμας και καταπλάκωσης αυτού. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, ότι δεν υπήρχε επιχείρηση, ώστε να ανακύπτουν οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις του κατηγορουμένου ως ιδιοκτήτη επιχείρησης και ότι το δικαστήριο δεν απάντησε στο θέμα που τέθηκε με την αναιρετική απόφαση, αν το λατομείο βρισκόταν ή όχι σε λειτουργία, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου ότι την ημέρα του ατυχήματος υπήρχε επιχείρηση λατομείου, στο οποίο κατ’ εντολή του κατηγορουμένου γινόντουσαν εργασίες με μηχανήματα με ιδιοκτήτη τον κατηγορούμενο και είναι αδιάφορο το ότι δε λειτουργούσε ακόμη η παραγωγική λειτουργία λατόμευσης αδρανών υλικών και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης το προεκτεθέν αιτιολογικό δε συνιστά πιστή αντιγραφή του διατακτικού, είναι σαφές και πλήρες και χωρίς αντιφάσεις, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη – αντιγραφή του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει όπως το προπαρατεθέν και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της αποφάσεως και εκ τούτου δεν φαλκιδεύονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ούτε παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αναιρέσεως ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη των προβληθέντων στο ακροατήριο αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, ότι “οι αποδιδόμενες κατηγορίες είναι ουσιαστικώς και νομικώς αβάσιμες και ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την τέλεση από αυτόν της αποδιδόμενης πράξεως”, αναφερόμενος στο σκεπτικό της με αρ. 921/2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προηγούμενη καταδικαστική απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, γιατί δεν εκτίθεται αν το λατομείο του κατηγορουμένου λειτουργούσε ήδη ως επιχείρηση ή όχι, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί οι παραπάνω προβληθέντες ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της αποδιδόμενης κατηγορίας και το δικαστήριο, με τις παραδοχές του στο αιτιολογικό, συμπληρούμενο από το διατακτικό, απάντησε και δέχθηκε συνδρομή όλων των απαιτούμενων στοιχείων της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο και κήρυξε, κατά τα παραπάνω, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο.
Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη νόμιμης βάσης με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 19/8-10-2014 αίτηση του Σ. Τ. του Ε., περί αναιρέσεως της με αριθμό 1147/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ