Στην πιο «φιλόδοξη» εκδοχή, το 2060 το χρέος θα υποχωρήσει στο 75,4% του ΑΕΠ, στην πιο απαισιόδοξη θα εκτιναχθεί στο 241,4%
Τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους της χώρας, έως το 2060, αλλά και τους κινδύνους που τα συνοδεύουν καλύπτει η έκθεση βιωσιμότητας που κατήρτισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περιέχεται στην έκθεση που εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Όπως αποκαλύπτεται από το πλήρες κείμενο της έκθεσης που παρουσιάζει σήμερα η «Ν», με το πιο αισιόδοξο σενάριο το χρέος το 2060 θα υποχωρήσει στο 75,4%, ενώ με το πιο απαισιόδοξο θα εκτιναχθεί στο 241,4% του ΑΕΠ, από το 179% του ΑΕΠ που διαμορφώθηκε στο τέλος του 2016.
Στην έκθεσή της η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ανησυχίες αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω:
* Της συνεχούς εφαρμογής του εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιέχεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, διαδικασία που απαιτεί ισχυρή κυριότητα εκ μέρους των ελληνικών αρχών.
* Της εφαρμογής πρόσθετων μέτρων απομείωσης του χρέους, με βάση τους όρους και τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017, που περιλαμβάνουν την επέκταση ωριμάνσεων των δανείων, περιόδους χάριτος για κεφάλαιο και τόκους, καθώς και την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος που αποκομίστηκαν από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs).
Ωστόσο καταγράφει και άλλους κινδύνους που μπορούν να απειλήσουν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του χρέους και είναι:
* Η αβεβαιότητα για τη διατήρηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για αρκετές δεκαετίες, αλλά και
* η γήρανση του πληθυσμού.
Στην ανάλυση βιωσιμότητας της Κομισιόν τονίζεται πως ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά από το 2017. Οι προβλέψεις της DSA υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει το πρόγραμμα εκκαθάρισης των καθυστερήσεων κατά τα έτη 2017 και 2018, ώστε να εκκαθαρίσει όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές 6,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Η αποπληρωμή θα γίνει και με κεφάλαια από τον ESM αλλά και από «ίδια κεφάλαια» του κράτους, λόγω των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Επίσης, οι προβλέψεις υποθέτουν ότι η συνολική εκταμίευση του προγράμματος θα ανέλθει σε 58,6 δισ. ευρώ, ήτοι κατά 27,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το συνολικό δάνειο των 86 δισ. ευρώ που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Η μείωση της εκτίμησης για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες ανάγκες αναδιάρθρωσης των τραπεζών, στο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα και στην αποτελεσματικότερη χρήση των οικονομικών πόρων των υποτομέων. Ακόμη, το DSA ενσωματώνει όλα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ανακούφισης χρέους που περιγράφονται στη δήλωση του Eurogroup του Μαΐου 2016 και εγκρίθηκαν από τα όργανα διοίκησης του EFSF/ESM τον Ιανουάριο του 2017.
Οι παραδοχές στο σενάριο DSA σχετικά με τις άλλες βασικές παραμέτρους εισόδου είναι οι εξής:
1 Η βραχυπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής. Η μακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 1,5% μετά το 2021, όταν θα έχει κλείσει το κενό παραγωγής και θα μειωθεί στο 1,25% μετά το 2030 λόγω των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού. Ο πληθωρισμός αναμένεται να συγκλίνει σταδιακά από 1,2% το 2017 σε περίπου 2% το 2024 και να διατηρήσει το επίπεδο αυτό στη συνέχεια. Ως αποτέλεσμα, η ονομαστική ανάπτυξη αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε περίπου 3,25% σε μακροπρόθεσμη βάση.
2 Τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις τραπεζικών και μη τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων υπολογίζονται σε περίπου 17 δισ. ευρώ μεταξύ 2017 και 2060, εκ των οποίων 13 δισ. ευρώ από την ιδιωτικοποίηση μη τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Αυτές οι προβλέψεις για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις βασίζονται σε ήδη συμφωνημένες πωλήσεις και παραχωρήσεις. Δεν προβλέπεται περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών σε αυτό το στάδιο και θεωρείται ότι περισσότερα από τα τρία τέταρτα των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2015 μπορούν να ανακτηθούν από την ιδιωτικοποίηση τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων (4,5 δισ. ευρώ), εκ των οποίων 2 δισ. ευρώ ήδη έχουν εξοφληθεί τον Φεβρουάριο του 2017.
3 Όσον αφορά την πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, η Ελλάδα αναμένεται να φθάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018. Στη συνέχεια, η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% μέχρι και το 2022. Κατόπιν το πλεόνασμα υποχωρεί κατά μισή εκατοστιαία μονάδα και εκτιμάται πως θα διαμορφωθεί στο 2,2% από το 2025. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, πρόκειται για μια ουσιαστική μεταβολή σε σύγκριση με το DSA του Ιουνίου του 2016, όταν το πρωτογενές πλεόνασμα αναμενόταν να παραμείνει στο 3,5% μέχρι το 2028.
4 Τα επιτόκια της αγοράς, που διαμορφώνονται ως το αναμενόμενο ποσοστό χωρίς κινδύνους, συν ένα ασφάλιστρο κινδύνου, εκτιμάται πως θα φτάσουν στο 5,1% το 2019, θα αυξηθούν σε 5,5% το 2021 σύμφωνα με την προβλεπόμενη αύξηση του ποσοστού άνευ κινδύνου και να συγκλίνουν αργά σε 4,3% έως το 2060 στη συνέχεια. Το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους εκτιμάται πως θα διαμορφωθεί στο 4,9% μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018).
Πού θα φτάσει το χρέος
Το DSA της Κομισιόν περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, αλλά μόνο δύο εξ αυτών είναι σε τροχιά βιωσιμότητας, ενώ εάν επιβεβαιωθούν τα άλλα δύο, το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο.
Αναλυτικότερα, με βάση αυτές τις παραδοχές για το σενάριο Α, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει το 176,5% το 2017, το 159,9% το 2020, το 123,1% το 2030 και το 91,2% το 2060.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) από το 17,5% του ΑΕΠ το 2017, θα μειωθούν σημαντικά στο 9,3% του ΑΕΠ το 2020. Το ποσοστό των χρηματοδοτικών αναγκών ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από το 2020 και μετά, υπερβαίνοντας το 20% μετά το 2045 και φθάνοντας το 20,8% έως το 2060. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, αυτό είναι υψηλότερο από τα όρια που έθεσε το Eurogroup τον Μάιο του 2016.
Ακόμη αναφέρει πως η προβλεπόμενη δυναμική του χρέους αντικατοπτρίζει ήδη τον θετικό αντίκτυπο της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία εκτιμάται ότι θα μειώσουν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ το 2060 κατά περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο σημειώνει ότι «δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου».
Στο σενάριο Β ο εκτιμώμενος ρυθμός ανάπτυξης για το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,25 μονάδα βάσης ετησίως σε σύγκριση με το σενάριο Α για την περίοδο μεταξύ 2023 και 2060. Επίσης το πρωτογενές πλεόνασμα θα κυμανθεί στο 2% από το 2025 και μετά.
Στο σενάριο Γ ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,55 μονάδα βάσης ανά έτος σε σύγκριση με το σενάριο Α μεταξύ 2023 και 2060, φθάνοντας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο 2,7%.
Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται ότι ακολουθεί το σενάριο A μέχρι το 2022 και στη συνέχεια αμέσως μειώνεται στο 1,5% από το 2023. Στο σενάριο Γ το μακροπρόθεσμο επιτόκιο για τα δάνεια EFSF / ESM είναι 3,8% μετά το 2030 σε σύγκριση με 3,3% στα σενάρια Α και Β. Επιπλέον, τα χαμηλότερα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις αναλαμβάνονται σε ολόκληρο τον ορίζοντα της DSA.
Στο πλαίσιο των προβλέψεων αυτών, το χρέος προς το ΑΕΠ σταθεροποιείται σε υψηλότερο επίπεδο στο σενάριο Β και αρχίζει να αυξάνεται αργά από το 2045 και μετά, φθάνοντας το 139% το 2060.
Η δυναμική του χρέους στο σενάριο Γ γίνεται εκρηκτική από τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και μετά και το χρέος φτάνει το 241,4% το 2060.
Παρόμοια είναι η εικόνα και για τις χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στο σενάριο Β θα υπερβούν το κατώτατο όριο του 20% το 2037 και θα φτάσουν το 32% έως το 2060. Στο σενάριο Γ θα υπερβούν το 20% το 2033 και θα φτάσουν στο 56% μέχρι το 2060.
Το σενάριο Δ, που είναι και το πιο φιλόδοξο, προϋποθέτει ευνοϊκότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και καλύτερη δημοσιονομική επίδοση. Η ανάπτυξη εκτιμάται ότι είναι 0,2 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερη σε σύγκριση με το σενάριο Α μετά το 2030. Το συνολικό πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,3% του ΑΕΠ το 2023-60. Σε αυτό το σενάριο, το χρέος προς το ΑΕΠ ανέρχεται σε 160% το 2020 και 122% το 2030, ενώ θα μειωθεί στο 75,4% του ΑΕΠ το έτος 2060.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται πως θα αυξάνονται αργά μετά το 2021, αλλά θα παραμένουν κάτω από το όριο του 20% για ολόκληρο τον ορίζοντα προβολής, φθάνοντας το 16,9% του ΑΕΠ το 2060.
Σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα
Με βάση τα τέσσερα σενάρια που πραγματεύεται, η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
«Αυτές οι ανησυχίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω της συνεχούς εφαρμογής του εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιέχεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, διαδικασία που απαιτεί ισχυρή κυριότητα εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Θα απαιτήσει επίσης την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων μετριασμού του χρέους, με βάση τους όρους και τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017.
Ο κατάλληλος συνδυασμός μέτρων διαχείρισης του χρέους (συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων που εφαρμόζονται ήδη) περιλαμβάνουν την επέκταση ωριμάνσεων των δανείων, περιόδους χάριτος για κεφάλαιο και τόκους, καθώς και την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος, που αποκομίστηκαν από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs). Το μίγμα αυτό θα επέτρεπε την επιστροφή του ελληνικού χρέους σε βιώσιμο επίπεδο σε όρους ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης».
Καταλήγοντας η έκθεση της Κομισιόν τονίζει τα ακόλουθα:
«Η βιωσιμότητα του χρέους και συνεπώς η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το χρέος θα πρέπει να αξιολογείται κατά τρόπο που να καλύπτει και έναν αριθμό κινδύνων, οι οποίοι υποβαθμίζονται» και προσθέτει πως «υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της εξέλιξης της συνολικής παραγωγικότητας».