ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρα 3 έως 5 –Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Εξαιρέσεις – Διαδικασία αφερεγγυότητας – “pre‑pack” – Επιβίωση επιχειρήσεως»
Στην υπόθεση C‑126/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank Midden‑Nederland (πρωτοδικείο των κεντρικών Κάτω Χωρών) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Federatie Nederlandse Vakvereniging,
Karin van den Burg-Vergeer,
Lyoba Tanja Alida Kukupessy,
Danielle Paase-Teeuwen,
Astrid Johanna Geertruda Petronelle Schenk
κατά
Smallsteps BV,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský (εισηγητή), M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2017,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Federatie Nederlandse Vakvereniging, καθώς και οι K. van den Burg‑Vergeer, L. T. A. Kukupessy, D. Paase‑Teeuwen και A. J. G. P. Schenk, εκπροσωπούμενες από την A. Simsek, advocaat,
– η Smallsteps BV, εκπροσωπούμενη από την B.F.H. Rumora‑Scheltema, τον H.T. ten Have και τον R.J. van Galen, advocaten,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Langer και την M. Bulterman,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και M. Kellerbauer,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 5 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Federatie Nederlandse Vakvereniging (στο εξής: FNV), μιας ολλανδικής συνδικαλιστικής οργανώσεως, καθώς και των Karin van den Burg-Vergeer, Lyoba Tanja Alida Kukupessy, Danielle Paase-Teeuwen και Astrid Johanna Geertruda Petronelle Schenk και, αφετέρου, της Smallsteps BV, με αντικείμενο τη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων προς την εταιρία αυτή.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η οδηγία 2001/23 αποτελεί κωδικοποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 201, σ. 88).
4 Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2001/23 αναφέρει τα εξής:
«Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους.»
5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.»
6 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»
7 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.»
8 Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).
2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του [μεταβιβάζοντος] (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος]), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία), ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι:
α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 1, οι οφειλές του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακές σχέσεις και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον [διάδοχο], υπό την προϋπόθεση ότι με αυτήν τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις που διέπονται από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη [EE ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35],
ή/και
β) ο [διάδοχος], ο [μεταβιβάζων] ή το ή τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα [μεταβιβάζοντος], αφενός, και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, αφετέρου, είναι δυνατό να συμφωνήσουν μεταβολές, στο βαθμό που το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία ή πρακτική, των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των εργαζομένων, προκειμένου να διατηρηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης, μέσω της επιβίωσης της επιχείρησης, ή του τμήματος αυτών.
3. Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει την παράγραφο 2 στοιχείο β) στις μεταβιβάσεις όπου ο [μεταβιβάζων] ευρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής οικονομικής κρίσης, όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον η κατάσταση κηρύσσεται από αρμόδια δημόσια αρχή και είναι ανοιχτή στη δικαστική εποπτεία, και με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές υπήρχαν ήδη στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 17 Ιουλίου 1998.
[…]
4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.»
Το ολλανδικό δίκαιο
9 Οι διατάξεις του ολλανδικού δικαίου που διέπουν τα δικαιώματα των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων είναι τα άρθρα 7:662 έως 7:666 και το άρθρο 7:670, παράγραφος 8, του Burgerlijk Wetboek (αστικού κώδικα, στο εξής: BW).
10 Το άρθρο 7:662, παράγραφος 2, στοιχείο a, του BW ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος τμήματος, νοείται ως:
a) μεταβίβαση: η μεταβίβαση, κατόπιν συμφωνίας, συγχωνεύσεως ή διασπάσεως, οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της,
[…]».
11 Ειδικότερα, το άρθρο 7:663 του BW ορίζει τα ακόλουθα:
«Η μεταβίβαση επιχειρήσεως συνεπάγεται αυτοδικαίως τη μεταβίβαση στον διάδοχο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που υπέχει κατά τον χρόνο εκείνο ως εργοδότης η επιχείρηση από σύμβαση εργασίας μεταξύ της ίδιας και εργαζομένου απασχολούμενου στην επιχείρηση αυτή. Εντούτοις, για διάστημα ενός έτους από τη μεταβίβαση, ο εν λόγω εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται αλληλεγγύως με τον διάδοχο για την τήρηση των απορρεουσών από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων οι οποίες γεννήθηκαν προ της μεταβιβάσεως.»
12 Το άρθρο 7:666 του BW προβλέπει τα ακόλουθα:
«Τα άρθρα 7:662 έως 7:665 και το άρθρο 7:670, παράγραφος 8, δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχειρήσεως οσάκις:
a) ο εργοδότης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση και η επιχείρηση ανήκει στην πτωχευτική περιουσία […]».
13 Το άρθρο 7:670 του BW ορίζει τα ακόλουθα:
«[…]
8. Ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με τον εργαζόμενο που απασχολείται στην επιχείρησή του λόγω της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως αυτής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7:662, παράγραφος 2, στοιχείο a,
[…]».
14 Από το 2012, πολλά ολλανδικά δικαστήρια κάνουν χρήση της διαδικασίας pre‑pack. Πρόκειται περί πράξεως που αφορά στοιχεία του ενεργητικού, η οποία προετοιμάζεται πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως με τη συνδρομή του δικαστικώς ορισθέντος προαλειφόμενου συνδίκου και η οποία τίθεται σε εφαρμογή από τον τελευταίο αμέσως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας pre‑pack, ορίζεται επίσης δικαστικώς και ένας προαλειφόμενος εισηγητής δικαστής.
15 Μέχρι σήμερα, ούτε το προπαρασκευαστικό στάδιο ούτε το pre‑pack αυτό καθαυτό έχουν ρυθμιστεί νομοθετικώς στις Κάτω Χώρες, εφαρμόζονται, όμως, στην πράξη.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Μέχρι την πτώχευσή της, η Estro Groep BV ήταν η μεγαλύτερη εταιρία παιδικών σταθμών στις Κάτω Χώρες. Διέθετε 380 περίπου παιδικούς σταθμούς σε όλη την ολλανδική επικράτεια και απασχολούσε περί τους 3 600 εργαζόμενους.
17 Από τον Νοέμβριο του 2013, είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι, χωρίς νέα χρηματοδότηση, η Estro Groep δεν θα ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για το καλοκαίρι του 2014.
18 Κατά την αναζήτηση τέτοιας χρηματοδοτήσεως, η Estro Groep διαβουλεύθηκε αρχικώς με τους χρηματοδότες και τους κύριους μετόχους της, καθώς και με άλλους χρηματοδότες ή ενδεχόμενους επενδυτές, προς εξεύρεση νέας χρηματοδοτήσεως. Ωστόσο, η διαβούλευση αυτή, την οποία η Estro Groep ονόμασε «Σχέδιο A», απέβη άκαρπη.
19 Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε στο πλαίσιο του Σχεδίου A, η Estro Groep εκπόνησε ένα εναλλακτικό σχέδιο που ονομάστηκε «Σχέδιο Butterfly». Τούτο προέβλεπε την επαναλειτουργία σημαντικού μέρους της επιχειρήσεως Estro Groep κατόπιν διαδικασίας pre‑pack. Η εν λόγω επαναλειτουργία θα στηριζόταν στην επαναλειτουργία των 243 από τους 380 σταθμούς, στη διατήρηση των θέσεων εργασίας 2 500 περίπου εργαζομένων επί συνόλου περίπου 3 600 και στη συνέχιση της λειτουργίας σε όλους τους σταθμούς τον Ιούλιο του 2014.
20 Κατά την εφαρμογή του Σχεδίου Butterfly, η Estro Groep προσέγγισε, ως εν δυνάμει αγοράστρια, μόνον την H.I.G. Capital, αδελφή εταιρία της κύριας μετόχου της Bayside Capital. Δεν εξετάστηκε καμία άλλη πιθανή επιλογή.
21 Στις 5 Ιουνίου 2014, η Estro Groep υπέβαλε στο rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) αίτηση για ορισμό προαλειφόμενου συνδίκου. Αυτός ορίστηκε στις 10 Ιουνίου 2014.
22 Στις 20 Ιουνίου 2014, συστάθηκε η εταιρεία Smallsteps προκειμένου να αναλάβει, για λογαριασμό της H.I.G. Capital, ως εταιρία επαναλειτουργίας, σημαντικό μέρος των παιδικών σταθμών της Estro Groep στο πλαίσιο του Σχεδίου Butterfly.
23 Στις 3 Ιουλίου 2014, όλο το προσωπικό της Estro Groep έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο ανέφερε ότι η αίτηση κηρύξεως πτωχεύσεως θα κατετίθετο στις 4 Ιουλίου 2014 και διευκρίνιζε ότι θα συγκαλείτο ενδεχομένως συγκέντρωση του προσωπικού πριν από την αίτηση αυτή.
24 Στις 4 Ιουλίου 2014, η Estro Groep υπέβαλε στο rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ) αίτηση αναστολής πληρωμών. Στις 5 Ιουλίου 2014, η αίτηση αυτή μετετράπη σε αίτηση κηρύξεως πτωχεύσεως, η οποία κηρύχθηκε αυθημερόν.
25 Την ίδια πάντοτε ημέρα, στις 5 Ιουλίου 2014, υπεγράφη συμφωνία pre‑pack μεταξύ του συνδίκου και της Smallsteps, σύμφωνα με την οποία η τελευταία αγόρασε 250 περίπου σταθμούς και δεσμεύτηκε να προσφέρει εργασία σε 2 600 περίπου εργαζομένους της Estro Groep κατά την ημερομηνία κηρύξεως της πτωχεύσεως.
26 Στις 7 Ιουλίου 2014, ο σύνδικος απέλυσε όλους τους εργαζομένους της Estro Groep. Η Smallsteps προσέφερε νέα σύμβαση εργασίας σε 2 600 περίπου εργαζομένους που απασχολούνταν προηγουμένως στην Estro Groep, ενώ απέλυσε τελικώς περισσότερους από χίλιους εργαζομένους.
27 Η FNV και τέσσερις ακόμη ενάγουσες, οι οποίες εργάζονταν σε κέντρα που ανέλαβε η Smallsteps, αλλά στις οποίες, μετά την κήρυξη πτωχεύσεως της Estro Groep, δεν προσφέρθηκαν νέες συμβάσεις εργασίας, άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή στη συμφωνία pre‑pack που συνήψαν η Estro Groep και η Smallsteps και ότι, επομένως, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι τέσσερις αυτές ενάγουσες εργάζονται πλέον αυτοδικαίως για τη Smallsteps με τους ίδιους όρους εργασίας. Επικουρικώς, ζητούν να αναγνωριστεί ότι έχουν εφαρμογή τα άρθρα 7:662 επ. του BW, καθότι η μεταβίβαση της επιχειρήσεως επήλθε πριν από την ημέρα κηρύξεως της πτωχεύσεως της Estro Groep. Η Smallsteps ζητεί να απορριφθούν τα αιτήματα των εναγουσών.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Midden‑Nederland (πρωτοδικείο των κεντρικών Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Σε περίπτωση μεταβιβάσεως της πτωχεύσασας επιχειρήσεως, όταν προηγήθηκε της πτωχεύσεως μια διαδικασία pre‑pack υπό τον έλεγχο του δικαστή, η οποία ρητώς αποσκοπεί στη συνέχιση της λειτουργίας (μέρους) της επιχειρήσεως, συνάδει η ολλανδική πτωχευτική διαδικασία με τον σκοπό της οδηγίας 2001/23 και, υπό το πρίσμα αυτό, είναι το άρθρο 7:666, παράγραφος 1, initio και στοιχείο a, του BW (πάντοτε) σύμφωνο με την οδηγία;
2) Έχει εφαρμογή η οδηγία 2001/23 σε περίπτωση που, ήδη πριν από την έναρξη της πτωχεύσεως, ο ορισθείς από το δικαστήριο “προαλειφόμενος σύνδικος” ενημερώνεται σχετικά με την κατάσταση του οφειλέτη, εξετάζει τις δυνατότητες ενδεχόμενης επανενάρξεως των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως από τρίτον και επίσης προετοιμάζεται για ενέργειες οι οποίες πρέπει να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την πτώχευση προκειμένου η επανέναρξη αυτή να υλοποιηθεί μέσω πράξεως σχετικής με στοιχεία ενεργητικού με την οποία η επιχείρηση του οφειλέτη ή μέρος αυτής μεταβιβάζεται από την ημερομηνία πτωχεύσεως ή αμέσως μετά από αυτήν, όταν οι δραστηριότητες αυτές εν όλω ή εν μέρει συνεχίζονται (σχεδόν) αδιαλείπτως;
3) Έχει εν προκειμένω σημασία αν το pre‑pack έχει ως κύριο σκοπό τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως ή αν, μέσω του pre‑pack και της πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού με τη μορφή “μονάδας που εξακολουθεί να λειτουργεί” αμέσως μετά την πτώχευση, ο (προαλειφόμενος) σύνδικος αποσκοπεί κυρίως στην ικανοποίηση όλων των πιστωτών από τη μεταβίβαση ή αν η σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως για τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού έλαβε χώρα στο πλαίσιο του pre‑pack πριν από την πτώχευση (συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως) και η εκτέλεση της συμφωνίας αυτής επισημοποιείται ή τίθεται σε εφαρμογή μετά την πτώχευση; Και πώς πρέπει αυτό να αξιολογηθεί αν επιδιώκεται τόσο η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως όσο και η ικανοποίηση των πιστωτών σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό από τη μεταβίβαση;
4) Για την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 και των απορρεόντων από αυτήν άρθρων 7:662 επ. του BW, μήπως, στο πλαίσιο ενός pre‑pack το οποίο προηγείται της πτωχεύσεως της επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως καθορίζεται από την προ της πτωχεύσεως πραγματική σύμπτωση δηλώσεων βουλήσεως για τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως ή το χρονικό αυτό σημείο καθορίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία πράγματι συντελείται η μεταβίβαση, από τον μεταβιβάζοντα στον προς ον η μεταβίβαση, της ιδιότητας του επιχειρηματία που είναι υπεύθυνος για την εκμετάλλευση της συγκεκριμένης μονάδας;»
Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας
29 Αφότου ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του, η Smallsteps, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2017, ζήτησε να της δοθεί η δυνατότητα να τις αντικρούσει, ενδεχομένως με επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η Smallsteps υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα περιέχουν παρανοήσεις σε σχέση με τη διαδικασία pre‑pack.
30 Συναφώς, πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν ότι οι ενδιαφερόμενοι του άρθρου 23 του Οργανισμού αυτού έχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Vnuk, C‑162/13, EU:C:2014:2146, σκέψη 30).
31 Βάσει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Banif Plus Bank, C‑312/14, EU:C:2015:794, σκέψη 33).
32 Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με αυτές, δεν συνιστά per se επαρκή λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 26).
33 Πάντως, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού του Διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή ακόμη όταν η διαφορά πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων (βλ., απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Pesce κ.λπ., C‑78/16 και C‑79/16, EU:C:2016:428, σκέψη 27).
34 Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί.
35 Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να επαναληφθεί η προφορική διαδικασία.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος
36 Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Município de Palmela, C‑144/16, EU:C:2017:76, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Εν προκειμένω, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, πρέπει να εκληφθούν ως αφορώντα κατ’ ουσίαν το ζήτημα κατά πόσον η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι η προστασία των εργαζομένων που εγγυώνται τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής διατηρείται, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία η μεταβίβαση επιχειρήσεως πραγματοποιείται αφότου κηρυχθεί η πτώχευση μέσω συμφωνίας pre‑pack, η οποία προετοιμάστηκε πριν από την πτώχευση και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την κήρυξή της, στο πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, ο δικαστικώς ορισθείς «προαλειφόμενος σύνδικος» εξετάζει τις δυνατότητες ενδεχόμενης συνεχίσεως από τρίτον των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής και προετοιμάζεται για ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως προκειμένου να υλοποιηθεί η συνέχιση αυτή, και, επιπλέον, κατά πόσον έχει συναφώς σημασία ότι σκοπός της διαδικασίας pre‑pack είναι τόσο η συνέχιση των δραστηριοτήτων της επίμαχης επιχειρήσεως όσο και η μεγιστοποίηση του προϊόντος που αποκομίζει από τη μεταβίβαση το σύνολο των πιστωτών της επιχειρήσεως αυτής.
38 Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3, η οδηγία 2001/23 σκοπεί στην προστασία των εργαζομένων, εξασφαλίζοντας ιδίως τη διατήρηση των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα.
39 Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφιστάμενη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον διάδοχο. Το δε άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προστατεύει τους εργαζόμενους έναντι κάθε απολύσεως εκ μέρους του μεταβιβάζοντος ή του διάδοχου, η οποία γίνεται βάσει της εν λόγω μεταβιβάσεως και μόνον.
40 Κατά παρέκκλιση, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ορίζει ότι το καθεστώς προστασίας των προμνησθέντων άρθρων 3 και 4 δεν έχει εφαρμογή στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται υπό τις διευκρινιζόμενες στη διάταξη αυτή συνθήκες, εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως.
41 Πλην όμως, το ως άνω άρθρο 5, παράγραφος 1, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται συσταλτικά, καθόσον καθιστά, κατ’ αρχήν, ανεφάρμοστο το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ορισμένων μεταβιβάσεων επιχειρήσεως, αποκλίνοντας επομένως από τον βαθύτερο κύριο σκοπό της οδηγίας 2001/23 (βλ., όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2002, Beckmann, C‑164/00, EU:C:2002:330, σκέψη 29).
42 Καίτοι από το ίδιο το γράμμα της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, υπό περιστάσεις που δικαιολογούν την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, να εφαρμόζουν το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων που καθιερώνεται στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής, εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης το οικείο κράτος μέλος δεν έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας, όπως επιβεβαίωσε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
43 Ως εκ τούτου, στο μέτρο που επιτρέπει απόκλιση από το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 τυγχάνει εφαρμογής σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη διαδικασία πληροί τους όρους της διατάξεως αυτής.
44 Συναφώς, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 διευκρινίζει, σωρευτικά, ότι ο μεταβιβάζων πρέπει να υπόκειται σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας. Επιπροσθέτως, η διαδικασία αυτή πρέπει να έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και να τελεί υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δημόσιας αρχής.
45 Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την προϋπόθεση να υπόκειται ο μεταβιβάζων σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, τούτη δεν είναι δυνατόν να καταλαμβάνει, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως απαιτήσεως περί συσταλτικής ερμηνείας, πράξη η οποία προετοιμάζει την πτώχευση, χωρίς όμως να καταλήγει σε αυτήν, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 76 των προτάσεών του.
46 Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συμφωνία pre‑pack προετοιμάστηκε μεν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, αλλά ετέθη σε εφαρμογή μετά απ’ αυτήν. Μια τέτοια πράξη, της οποίας πράγματι έπεται πτώχευση, είναι επομένως ικανή να εμπίπτει στον όρο «διαδικασία πτωχεύσεως» υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.
47 Κατά δεύτερο λόγο, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 απαιτεί η διαδικασία πτωχεύσεως ή η ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας να έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος. Εξυπακούεται συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή μια διαδικασία που σκοπεί στη συνέχιση της δραστηριότητας της οικείας επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, d’Urso κ.λπ., C‑362/89, EU:C:1991:326, σκέψεις 31 και 32, καθώς και της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Spano κ.λπ., C‑472/93, EU:C:1995:421, σκέψη 25).
48 Όσον αφορά τις διαφορές των δύο αυτών ειδών διαδικασίας, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, μια διαδικασία σκοπεί στη συνέχιση της δραστηριότητας οσάκις αποβλέπει στη διατήρηση της λειτουργικότητας της επιχειρήσεως ή των βιώσιμων μονάδων της. Αντιθέτως, μια στοχεύουσα στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων διαδικασία αποβλέπει στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Καίτοι δεν αποκλείεται ορισμένη αλληλεπικάλυψη μεταξύ των δύο αυτών σκοπών που επιδιώκει δεδομένη διαδικασία, κύριος σκοπός μιας διαδικασίας που αποβλέπει στη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως παραμένει σε κάθε περίπτωση η διατήρηση της οικείας επιχειρήσεως.
49 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι μια συμφωνίαpre‑pack, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, σκοπεί στην προετοιμασία, με κάθε λεπτομέρεια, της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως προκειμένου να καταστεί εφικτή η γρήγορη επανέναρξη των βιώσιμων μονάδων της επιχειρήσεως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως, ούτως ώστε να αποτραπεί η ρήξη την οποία θα προκαλούσε η απότομη παύση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής κατά την ημερομηνία κηρύξεως της πτωχεύσεως και να διατηρηθεί η αξία της επιχειρήσεως και η απασχόληση.
50 Υπ’ αυτές τις συνθήκες και υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή δεν αποβλέπει εν τέλει στην εκκαθάριση της επιχειρήσεως, ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός που αυτή επιδιώκει δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε να δικαιολογήσει το ότι, όταν η οικεία επιχείρηση μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει, οι εργαζόμενοί της στερούνται των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει η οδηγία 2001/23 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Spano κ.λπ., C‑472/93, EU:C:1995:421, σκέψεις 28 καθώς και 30).
51 Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που αντλήθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η περίσταση και μόνον ότι η εν λόγω διαδικασία pre‑pack ενδέχεται να αποβλέπει επίσης στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση των πιστωτών δεν είναι δυνατόν να τη μετατρέψει σε διαδικασία που κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.
52 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια διαδικασία έχει ως κύριο σκοπό τη διάσωση της υπό πτώχευση επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να εμπίπτει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως.
53 Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά την προϋπόθεση να τελεί η διαδικασία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 υπό τον έλεγχο δημόσιας αρχής, πρέπει να επισημανθεί ότι το στάδιο του pre‑pack, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο προηγείται της κηρύξεως της πτωχεύσεως, δεν έχει κανένα έρεισμα στην οικεία εθνική νομοθεσία.
54 Στο μέτρο αυτό, η εν λόγω διαδικασία διεξάγεται επομένως όχι υπό δικαστικό έλεγχο, αλλά, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, υπό τη διεύθυνση της επιχειρήσεως η οποία διεξάγει τις διαπραγματεύσεις και λαμβάνει τις αποφάσεις για την προετοιμασία της πωλήσεως της υπό πτώχευση επιχειρήσεως.
55 Πράγματι, μολονότι ορίζονται δικαστικώς κατόπιν αιτήματος της υπό πτώχευση επιχειρήσεως, ο προαλειφόμενος σύνδικος, όπως και ο προαλειφόμενος εισηγητής δικαστής, δεν διαθέτουν τυπικά καμία εξουσία. Ως εκ τούτου, ουδόλως υπόκεινται σε έλεγχο εκ μέρους κάποιας δημόσιας αρχής.
56 Επιπλέον, στο μέτρο που, πολύ σύντομα μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως, ο σύνδικος ζητεί και λαμβάνει άδεια από τον εισηγητή δικαστή για τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, ο τελευταίος πρέπει να έχει ενημερωθεί και ουσιαστικά να μην έχει αντιταχθεί στη μεταβίβαση αυτή πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως.
57 Πλην όμως, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 82 των προτάσεών του, η διαδικασία αυτή μπορεί να καταστήσει σε μεγάλο βαθμό άνευ περιεχομένου κάθε ενδεχόμενο έλεγχο εκ μέρους της αρμόδιας δημόσιας αρχής επί της διαδικασίας πτωχεύσεως και, ως εκ τούτου, δεν πληροί την οριζόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 προϋπόθεση ελέγχου εκ μέρους τέτοιας αρχής.
58 Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι διαδικασία pre‑pack όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 και ότι, κατά συνέπεια, δεν χωρεί παρέκκλιση από το προβλεπόμενο στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής καθεστώς προστασίας.
59 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγηθεισών σκέψεων, στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι η προστασία των εργαζομένων που εγγυώνται τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής διατηρείται σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία η μεταβίβαση επιχειρήσεως πραγματοποιείται αφότου κηρυχθεί η πτώχευση μέσω συμφωνίας pre‑pack, η οποία προετοιμάστηκε πριν από την πτώχευση και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την κήρυξή της, στο δε πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, ο δικαστικώς ορισθείς «προαλειφόμενος σύνδικος» εξετάζει τις δυνατότητες ενδεχόμενης συνεχίσεως από τρίτον των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής και προετοιμάζεται για ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως προκειμένου να υλοποιηθεί η συνέχιση, ενώ δεν έχει συναφώς σημασία το ότι η διαδικασία pre‑pack σκοπεί επίσης στη μεγιστοποίηση του προϊόντος που αποκομίζει από τη μεταβίβαση το σύνολο των πιστωτών της οικείας επιχειρήσεως.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
60 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
61 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων,και ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι η προστασία των εργαζομένων που εγγυώνται τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής διατηρείται σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία η μεταβίβαση επιχειρήσεως πραγματοποιείται αφότου κηρυχθεί η πτώχευση μέσω συμφωνίας pre‑pack, η οποία προετοιμάστηκε πριν από την πτώχευση και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την κήρυξή της, στο δε πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, ο δικαστικώς ορισθείς «προαλειφόμενος σύνδικος» εξετάζει τις δυνατότητες ενδεχόμενης συνεχίσεως από τρίτον των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής και προετοιμάζεται για ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως προκειμένου να υλοποιηθεί η συνέχιση, ενώ δεν έχει συναφώς σημασία το ότι η διαδικασία pre‑pack σκοπεί επίσης στη μεγιστοποίηση του προϊόντος που αποκομίζει από τη μεταβίβαση το σύνολο των πιστωτών της οικείας επιχειρήσεως.