Υπ. Οικονομικών: Παρά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η «φορολογική μνήμη» μπορεί να επεκταθεί υπό προϋποθέσεις
Την οριστική παραγραφή χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων των ετών 2000-2010 συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με την οποία προβλέπεται ότι οι φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου δεν μπορούν να ανατρέχουν στο παρελθόν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας από τη λήξη του έτους στο οποίο έπρεπε να υποβληθεί η σχετική φορολογική δήλωση.
Ωστόσο, το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ένα «παράθυρο» της ισχύουσας νομοθεσίας και να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των παραγραφόμενων υποθέσεων: Μπορεί σε πολλές από τις υποθέσεις αυτές να επικαλεστεί το γεγονός ότι σε χρονική στιγμή μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής περιήλθαν σε γνώση των φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία» για τη διάπραξη φοροδιαφυγής σε έτη παραγεγραμμένα κι ότι ως εκ τούτου ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994, βάσει των οποίων, σε κάθε τέτοια περίπτωση, η περίοδος παραγραφής για χρήσεις μέχρι και το 2013 παρατείνεται από τα 5 στα 10 έτη.
Βάσει του γενικού κανόνα περί πενταετούς περιόδου παραγραφής που αποκαθιστά η απόφαση του ΣτΕ, κρίνοντας αντισυνταγματικές τις αλλεπάλληλες παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής που νομοθετούνταν επί πολλά συναπτά έτη, στις θεωρούμενες ως παραγραφείσες υποθέσεις μπορούν να περιληφθούν όχι μόνο αυτές για τις οποίες δεν έχουν καν εκδοθεί εντολές ελέγχου, αλλά ακόμη κι αυτές για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι εντολές ελέγχου και οι φορολογικοί έλεγχοι είτε βρίσκονται σε εξέλιξη είτε έχουν ήδη ολοκληρωθεί και έχουν οδηγήσει στην επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων. Μπορούν, επίσης, να περιληφθούν και ελεγχθείσες υποθέσεις των φορολογικών ετών ή χρήσεων 2000-2010, για τις οποίες οι ελεγχθέντες φορολογούμενοι έχουν ασκήσει ενδικοφανείς προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή έχουν φτάσει μέχρι και τα διοικητικά δικαστήρια, ακόμη δε και υποθέσεις των ετών αυτών που έχουν ελεγχθεί και οι φορολογούμενοι έχουν αποδεχτεί κι έχουν πληρώσει τα ποσά των φόρων και των προστίμων που τους καταλογίστηκαν.
Οι φορολογούμενοι που περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού είναι δυνατό να ελεγχθούν για τα έτη 2006-2016.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι φορολογικοί έλεγχοι που έγιναν τουλάχιστον τα τελευταία 5,5 χρόνια μπορούν να θεωρηθούν ως μη γενόμενοι και όποια ποσά έχουν αναγκαστεί να πληρώσουν οι φορολογούμενοι εντός της τελευταίας τριετίας, εξαιτίας αυτών των ελέγχων, θα απαιτηθεί να τους επιστραφούν από το Δημόσιο. Στις υποθέσεις που είναι πολύ πιθανό να ακυρωθούν οι διενεργηθέντες έλεγχοι και τα τυχόν καταλογισθέντα ποσά φόρων και προστίμων περιλαμβάνονται και πολλές από τις περιπτώσεις μεγάλης φοροδιαφυγής οικονομικά ισχυρών προσώπων που ελέγχθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) και αφορούσαν χρήσεις των ετών 2000-2010. Σε πολλές απ’ τις περιπτώσεις αυτές έχουν καταλογιστεί φόροι και πρόστιμα για περιόδους από το 2000 έως και το 2012, οπότε για ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα ποσά που βεβαιώθηκαν είναι πιθανό να απαιτηθεί η διαγραφή. Σύμφωνα, ωστόσο, με ορισμένες πηγές από το υπουργείο Οικονομικών:
1. Το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει για τα φορολογικά έτη 2006-2010 δεκάδες χιλιάδες φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού, όπως η λίστα Λαγκάρντ και η λίστα Μπόργιανς, δεν έχει ακόμη παραγραφεί, διότι, στις εν λόγω περιπτώσεις, η παραλαβή των συγκεκριμένων καταλόγων με τα στοιχεία για τις καταθέσεις ή τα εμβάσματα των προσώπων αυτών σε τράπεζες της Ελβετίας έγινε από το εξωτερικό και μπορεί να εξομοιωθεί με γνωστοποίηση στις ελληνικές φορολογικές αρχές συμπληρωματικών στοιχείων από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις απόκρυψης σημαντικού ύψους εισοδημάτων από δραστηριότητες στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με την ισχύουσα νομοθεσία, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία περιέρχονται εις γνώση των ελληνικών φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία», τα οποία δεν ήταν και δεν μπορούσαν να είναι στη διάθεσή τους πριν από την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής κι από τα οποία προκύπτουν σαφείς ενδείξεις ότι ήταν ανακριβείς οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν για έτη που έχουν παραγραφεί, η περίοδος παραγραφής μπορεί να παραταθεί για άλλα πέντε έτη, δηλαδή από πενταετής γίνεται δεκαετής.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την άποψη αυτή, από τις υποθέσεις φορολογουμένων που περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού παραγράφονται, βάσει της απόφασης του ΣτΕ, μόνο εκείνες που αφορούν τα έτη 2000-2005, οπότε οι ελληνικές φορολογικές αρχές έχουν δικαίωμα ελέγχου και επιβολής φόρων και προστίμων στους συγκεκριμένους φορολογούμενους και για τα έτη 2006-2010. Συνολικά δε οι φορολογούμενοι που περιλαμβάνονται στις συγκεκριμένες λίστες είναι δυνατό να ελεγχθούν για την περίοδο 2006-2016, δηλαδή για περίοδο 11 ετών συνολικά.
Υπενθυμίζεται ότι:
α) Η λίστα Λαγκάρντ περιλαμβάνει στοιχεία για 2.062 φυσικά και νομικά πρόσωπα με ελληνική υπηκοότητα ή δηλωθείσα διεύθυνση στην Ελλάδα που εμφανίζονται να κατέχουν επενδυτικές μερίδες (τραπεζικούς λογαριασμούς ή/και λοιπά επενδυτικά προϊόντα) στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007.
β) Η λίστα Μπόργιανς περιλαμβάνει στοιχεία για 10.588 περιπτώσεις Ελλήνων με καταθέσεις σε άλλη ελβετική τράπεζα. Η λίστα παρελήφθη από τη φορολογική διοίκηση της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας μέσω της Κεντρικής Φορολογικής Αρχής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και παρεδόθη στους οικονομικούς εισαγγελείς το φθινόπωρο του 2015. Περιλαμβάνει στοιχεία για τραπεζικούς λογαριασμούς, το συνολικό υπόλοιπο των οποίων ανέρχεται σε 3,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2006 και 2,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2008.
Η περίοδος παραγραφής για χρήσεις μέχρι και το 2013 δύναται να παραταθεί από τα 5 στα 10 έτη εφόσον περιέλθουν σε γνώση των αρχών συμπληρωματικά στοιχεία για τη διάπραξη φοροδιαφυγής σε παραγεγραμμένα έτη.
Καλά πληροφορημένες πηγές επισημαίνουν ότι τα στοιχεία από τις δύο αυτές λίστες μπορούν να συνεχίσουν να αξιοποιούνται ως «συμπληρωματικά» από τις αρμόδιες φοροελεγκτικές υπηρεσίες για τη διενέργεια ελέγχων σε βάθος 11ετίας, από το 2006 έως και το 2016. Όμως όσοι φορολογικοί έλεγχοι έγιναν από το 2012 μέχρι σήμερα σε υποθέσεις των ετών 2000-2005 που περιλαμβάνονται στις συγκεκριμένες λίστες θα πρέπει να θεωρηθούν ως μη γενόμενοι και τα όποια αποτελέσματά τους να ακυρωθούν, διότι τη στιγμή που διενεργήθηκαν οι έλεγχοι αυτοί έχει παρέλθει ακόμη και η 10ετής περίοδος παραγραφής. Τυχόν ποσά που έχουν ήδη καταβάλει οι φορολογούμενοι, την τελευταία τριετία, για να εξοφλήσουν φόρους και πρόστιμα που προέκυψαν από τους ελέγχους αυτούς θα πρέπει να τους επιστραφούν.
2. Το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει για τα έτη 2006-2010 και χιλιάδες άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν μπορεί -βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 68 και της παρ. 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994- να παραγραφεί εντός πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, εφόσον:
α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου,
β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, όσες περιπτώσεις Ελλήνων φορολογουμένων (φυσικών προσώπων) περιλαμβάνονται στην τεράστια ηλεκτρονική λίστα με τα στοιχεία για τις συναλλαγές μεγάλων ποσών μέσω λογαριασμών σε ελληνικές τράπεζες, αλλά δεν περιλαμβάνονται ταυτόχρονα και στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς είναι πλέον πολύ πιθανό, στη συντριπτική τους πλειονότητα, να παραγραφούν. Η τεράστια αυτή λίστα, που είχε περιέλθει στις φορολογικές αρχές το 2013 με τη μορφή 65 CD, περιλαμβάνει στοιχεία για κινήσεις λογαριασμών 1.300.000 Ελλήνων φορολογουμένων σε τράπεζες του εσωτερικού, κατά την περίοδο από 1/1/2000 έως 8/6/2012 (συναλλαγές άνω των 300.000 ευρώ ή εμβάσματα προς το εξωτερικό άνω των 100.000 ευρώ, τουλάχιστον σε ένα έτος της συγκεκριμένης περιόδου).
Τα στοιχεία αυτά, όμως, σύμφωνα με νομολογία που έχει ήδη διαμορφωθεί με αποφάσεις του Β’ Τμήματος του ΣτΕ και διοικητικών δικαστηρίων, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικά», διότι προέρχονται από ελληνικές τράπεζες και θα μπορούσαν να είχαν αναζητηθεί και συλλεχθεί από τις ελληνικές φορολογικές αρχές πριν από την παρέλευση της πενταετούς περιόδου παραγραφής. Συνεπώς, όλες οι υποθέσεις φορολογουμένων που περιλαμβάνονται στην τεράστια αυτή λίστα και αφορούν τα έτη 2000-2010 κινδυνεύουν με παραγραφή.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν σε βάθος 15ετίας, 12ετίας ή 10ετίας σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια και βασίστηκαν στις συνεχείς παρατάσεις προθεσμιών παραγραφής, η απόφαση του ΣτΕ μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματική λύτρωση για τους ελεγχθέντες επιχειρηματίες. Κι αυτό διότι αποκαθιστά τη νομιμότητα όσον αφορά την τήρηση της βασικής αρχής για την πενταετή περίοδο της «φορολογικής μνήμης», δηλαδή για την πενταετή διάρκεια που θα πρέπει να έχει το χρονικό διάστημα στο οποίο το Δημόσιο μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα του φορολογικού ελέγχου. Ο κανόνας αυτός είχε καταπατηθεί με τις συνεχείς παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής που νομοθετούνταν κατά καιρούς και χιλιάδες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν σε μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους έναν τεράστιο όγκο φορολογικών στοιχείων που είχαν εκδώσει από το 2000 περιμένοντας κάποια στιγμή να ελεγχθούν.
Σε περίπτωση δε ελέγχου μετά την πάροδο 10ετίας ή 15ετίας από το έτος γένεσης φορολογικής υποχρέωσης ακόμη και μικροπαραβάσεις που εντοπίζονταν επέσυραν πρόσθετους φόρους σημαντικού ύψους, ακριβώς λόγω της παρόδου πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι τη διενέργεια του ελέγχου.