Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα με απόφασή του στις 29/6/2017 (υπόθεση 20086/13) σε αποζημίωση 75.000 ευρώ για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και συγκεκριμένα όσον αφορά στο δικαίωμα προστασίας της περιουσίας. Ειδικότερα οι προσφεύγοντες ήταν μια πενταμελής οικογένεια Ελλήνων και η υπόθεση αφορούσε τα προνόμια των Μοναστηριών όσον αφορά στην ακίνητη περιουσία και τη διεκδίκηση κυριότητας ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Ο προσφεύγων πατέρας Γιώργος Κοσμάς διεκδικούσε τη κυριότητα ακινήτου στο Γλιστέρι της Σκοπέλου, στο ένα άκρο του οποίου διατηρούσε ταβέρνα την οποία λειτουργούσε για δεκαετίες. Το χειμώνα ο προσφεύγων και η σύζυγός του, ήταν οι μόνοι κάτοικοι στο σημείο αυτό της ακτής του νησιού. Το όμορο ακίνητο ανήκε στην Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας και ήταν ακατοίκητο, ενώ το μοναστήρι αποφάσισε πρόσφατα να το αξιοποιήσει.Τα παιδιά της οικογένειας είχαν επίσης δύο βάρκες στο επίδικο ακίνητο με τις οποίες μετέφεραν τους τουρίστες από την πόλη της Σκοπέλου στην παραλία και στην ταβέρνα. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η λειτουργική αξία της περιουσίας τους εκτιμάται στο ποσό των 2.400.000 ευρώ.
Το 2004 η Μονή αποφάσισε να διεκδικήσει την κυριότητα της αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας ενώπιον των δικαστηρίων. Το Δικαστήριο του Βόλου δικαίωσε τη Μονή και αναγνώρισε την κυριότητα της στην επίδικη γη. Το Φεβρουάριο του 2007 ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης στο Εφετείο της Λάρισας, το οποίο έκρινε ότι η Μονή είχε αποκτήσει το ακίνητο από τον πραγματικό ιδιοκτήτη με πράξη μεταβίβασης κυριότητας που πιστοποιήθηκε από τις Αρχές της Σκοπέλου και ότι κατείχε το ακίνητο με καλή πίστη από το 1824. Επίσης το Εφετείο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε τίποτα στους τίτλους των προκτητόρων του προσφεύγοντος χρονολογίας 1883, 1902 και 1909, που προσκόμισε, που να αποδεικνύει ότι οι προκάτοχοι του είχαν συντάξει τίτλους ιδιοκτησίας συνδεόμενους με το επίδικο ακίνητο. Ενόψει αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση.
Τον Ιανουάριο του 2011 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Εφετείου, ωστόσο ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση το 2012 και οι προσφεύγοντες εκδιώχθηκαν από το επίδικο τον Οκτώβριο του 2013.
Επικαλούμενοι παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, μεταξύ άλλων, ότι οι Μονές, συμπεριλαμβανομένης αυτής της Μεγίστης Λαύρας, ως ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων, μεταχειρίζονται σε ισότιμη βάση με το Κράτος, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύεται το δικαίωμα των ιδιωτών να διεκδικήσουν με αντιδικία επίδικες εκτάσεις γης και να ενθαρρύνονται τα ελληνικά δικαστήρια στο να απορρίπτουν αιτιάσεις για κατάχρηση δικαιωμάτων σε ακίνητα από τα μοναστήρια.
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι υπήρξαν διαδικαστικά εμπόδια που τους απέτρεψαν από την απόδειξη των ισχυρισμών τους για την ιδιοκτησία τους επί του επίδικου ακινήτου. Τέλος επέκριναν τη μη εφαρμογή των νομίμων περιορισμών που ισχύουν για τη διεκδίκηση περιουσιών από τα μοναστήρια.
Το Δικαστήριο δικαίωσε την οικογένεια και έκρινε ότι υπήρξε εν προκειμένω παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τον πρώτο προσφεύγοντα και του επιδίκασε αποζημίωση 75.000 ευρώ και επιπλέον 3000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. (HUDOC/Legalnews24.gr)