Οι ευρωπαϊκές εταιρείες επιστρέφουν στην αγορά των εξαγορών και συγχωνεύσεων, εστιάζοντας κυρίως στη Νότια Ευρώπη. Μεγάλες εταιρείες αναζητούν ευκαιρίες στην Ευρώπη, καθώς το επενδυτικό κλίμα έχει αλλάξει έπειτα από κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως η απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση και οι γαλλικές προεδρικές που οδήγησαν μετά μακρά περίοδο αβεβαιότητας στην εκλογή Μακρόν.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2017, η αξία των συμφωνιών στην Ευρώπη έφθασε τα 250 δισ. δολάρια ή 219 δισ. ευρώ, αντανακλώντας άνοδο 70% συγκριτικά με έναν χρόνο πριν, σύμφωνα με στοιχεία του πρακτορείου Bloomberg. Η σύναψη συμφωνιών στην Ευρώπη έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ και την Ασία, όπου η αξία τους έχει υποχωρήσει κατά 8,6% και 11%, αντίστοιχα. Από τις προαναφερόμενες συμφωνίες των 250 δισ. δολαρίων που έχουν ανακοινωθεί στην Ευρώπη, εξαγορές 200 δισ. δολαρίων αφορούν εταιρείες στη Γαλλία, στην Ισπανία και στην Ιταλία από τις αρχές του έτους έως τον Ιούνιο, αντανακλώντας αύξηση του όγκου κατά 60% από πέρυσι.
Η πολιτική και οικονομική σταθερότητα στις οικονομίες στη Νότια Ευρώπη προσελκύει τους διευθύνοντες συμβούλους των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 και τη συνακόλουθη κρίση χρέους στην Ευρωζώνη το 2010, ο ευρωπαϊκός Νότος κυριολεκτικά πάλευε για την ανάπτυξη, υπό το βάρος σκληρών δημοσιονομικών μέτρων, αυξανόμενης ανεργίας, πολιτικής αβεβαιότητας και στασιμότητας. Σήμερα, η ανάπτυξη έχει επανέλθει με δυναμικότερο ρυθμό, επιτρέποντας την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας σε αυτές τις χώρες.
Ενας ακόμη παράγοντας που ενθαρρύνει τη σύναψη συμφωνιών είναι οι υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών στα χρηματιστήρια. Ετσι, ενισχύεται η «αγοραστική δύναμη» των εταιρειών και διευκολύνεται η αποπεράτωση εξαγορών μέσω ανταλλαγής μετοχών. Οι μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών εμφανίζουν συνολικές αποδόσεις της τάξεως του 10% από τις αρχές του έτους, όσο δηλαδή ισχύει και στις ΗΠΑ. Επί σειράν ετών, οι αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών μετοχών παρέμεναν πεισματικά χαμηλότερες λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών.
Οσο βελτιώνεται το πολιτικό και οικονομικό τοπίο στην Ευρώπη, τόσο επιδεινώνεται σε άλλες γωνιές του κόσμου, παροτρύνοντας τα υψηλόβαθμα επιχειρηματικά στελέχη να εξερευνήσουν τις δυνατότητές τους εντός ευρωπαϊκού εδάφους. Η επενδυτική ανασφάλεια στις ΗΠΑ λόγω των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των υποσχέσεων για την οικονομία από τον Λευκό Οίκο και οι υψηλές εντάσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή «αναγκάζουν τους μεγάλους παίκτες στο ευρωπαϊκό επιχειρείν να εξετάσουν τη συνένωση των δυνάμεών τους», σχολιάζει ο Λουίτζι ντε Βέντσι, πρόεδρος επενδυτικής τραπεζικής για την Ευρώπη στη Citigroup. «Αυτήν τη στιγμή, το περιβάλλον είναι πρόσφορο για επενδύσεις στην Ευρώπη», συμπληρώνει ο ίδιος.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων παίζουν οι συμφωνίες άνω των 10 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Λόμερ, επικεφαλής του τομέα αυτού στην JPMorgan Chase. «Οι συγχωνεύσεις ξεχωρίζουν στο ευρωπαϊκό επιχειρείν το 2017, ιδιαίτερα στη Βρετανία και τη Νότια Ευρώπη», συμπληρώνει ο ίδιος.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές συμφωνίες ήταν η πρόταση εξαγοράς της ισπανικής Abertis Infraestructuras S.A. από την ιταλική Atlantia SpΑ, η οποία ελέγχεται από την οικογένεια Μπένετον, έναντι 16,3 δισ. ευρώ – συμφωνία που θα οδηγήσει στη δημιουργία της μεγαλύτερης εταιρείας στη διαχείριση διοδίων. Τέλος, έναντι 22,8 δισ. ευρώ εξαγόρασε η γαλλική κατασκευάστρια φακών Essilor International την ιταλική Luxottica, η οποία κατασκευάζει τα γυαλιά ηλίου Ray-Ban.