Δεκτή εν μέρει έγινε χθες με την υπ’ αρίθμ. 114/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου η αγωγή που άσκησε Ρόδιος επενδυτής εις βάρος ασφαλιστικής εταιρείας και πρώην διευθυντικού της στελέχους, που ενεπλάκη σε σκάνδαλο επενδύσεων με εικονικά αμοιβαία κεφάλαια.
Με την αγωγή διεκδικείται χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 260.758,39 ευρώ από την ασφαλιστική και τον πρώην υπάλληλο της.
Το δικαστήριο επεδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 246.058,39 ευρώ σε βάρος των εναγόντων εις ολόκληρο έκαστο, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 130.000 ευρώ.
Επέβαλε εξάλλου σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία όρισε στο ποσό των 7.400 ευρώ.
Ο ενάγων διατείνεται ότι με τη διαμεσολάβηση κουνιάδου του ιατρού, περί τα τέλη Μαΐου του 2009, επισκέφθηκε τα γραφεία της ασφαλιστικής εταιρείας, προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο επένδυσης των χρημάτων, που είχε αποταμιεύσει από την εργασία του στην Αμερική και στην Ελλάδα.
Ο εναγόμενος του συστήθηκε ως ο διευθυντής και εκπρόσωπος στη Ρόδο της ασφαλιστικής εταιρείας καθώς και άλλων εταιρειών του ιδίου ομίλου. Όπως υποστηρίζει, του ανέλυσε το πρόγραμμα και του πρότεινε να επενδύσει σε προγράμματα της ασφαλιστικής εταιρείας, εκθειάζοντας τα άριστα αποτελέσματα των επενδύσεών της. Φέρεται να τον διαβεβαίωσε επιπλέον ότι το ποσό που θα επένδυε θα ήταν εγγυημένο ως προς το κεφάλαιο αλλά και ότι οι αποδόσεις θα προσέγγιζαν μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τα τραπεζικά επιτόκια, καθώς και ότι τα ομόλογα που εξέδιδε η εταιρεία μπορούσαν οποτεδήποτε να εξαργυρωθούν και να λάβει πίσω τα χρήματά του με τις έως τότε αποδόσεις.
Μάλιστα, ο ίδιος εκθείαζε το οικονομικό μέγεθος της ασφαλιστικής εταιρείας και του ομίλου στον οποίο ανήκε καθώς και τον όγκο των επενδυθέντων κεφαλαίων σ’ αυτήν, βεβαιώνοντάς τον ταυτόχρονα ότι ήταν εξασφαλισμένη η υψηλή απόδοσή τους, διότι του εξήγησε από την πρώτη στιγμή ότι δεν επιθυμούσε επ΄ ουδενί να ρισκάρει τις οικονομίες του και ότι δεν γνωρίζει από χρηματοοικονομικά.
Φέρεται, επιπλέον, να τον παρότρυνε να σπεύσει να τα αποκτήσει διότι, γίνονται ανάρπαστα, επιδεικνύοντάς του παράλληλα ένα μακροσκελή κατάλογο γνωστών επιχειρηματιών της Ρόδου και φυσικά του κουνιάδου του, οι οποίοι είχαν επενδύσει.
Μάλιστα, όπως περιγράφει, του έδειχνε με διάθεση αυτοπροβολής το πλήθος των τιμητικών διακρίσεων για τις επιδόσεις του με την ιδιότητά του σαν ασφαλιστής και διευθυντής της εταιρείας στη Ρόδο, τις οποίες είχε λάβει και τις είχε κρεμάσει στους τοίχους του γραφείου του και τον διαβεβαίωνε ότι ήταν από τους πλέον επιτυχημένους υπαλλήλους της.
Αφού πείσθηκε από τα λεγόμενα και τις διαβεβαιώσεις του αποφάσισε να επενδύσει το ποσό των 30.000 ευρώ.
Στη συνέχεια, γύρω στο μήνα Νοέμβριο του 2009, όπως υποστηρίζει, ο εναγόμενος του τηλεφωνούσε επανειλημμένως και του ζητούσε να επενδύσει περισσότερα χρήματα. Ανταποκρίθηκε και επισκέφθηκε στο τέλος Νοεμβρίου 2009 τα γραφεία της ασφαλιστικής, όπου τον υποδέχθηκε και τον προέτρεπε να επενδύσει όσα περισσότερα είχε για να επετύγχανε την υψηλότερη απόδοση, διαβεβαιώνοντάς τον για μια ακόμα φορά, όπως και την πρώτη φορά, ότι τα ποσά που θα επένδυε θα ήταν εγγυημένα ως προς το κεφάλαιο και ότι οι αποδόσεις θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από τα τραπεζικά επιτόκια.
Ενημερώθηκε ότι είχε αποταμιεύσεις ύψους 210.000 ευρώ και φέρεται να τον έπεισε να επενδύσει τα επιπλέον χρήματα, λέγοντάς του ότι η επένδυση των 30.000 ευρώ, που είχε κάνει στις αρχές Ιουνίου του ιδίου έτους, είχε ήδη φθάσει στο ποσό των 36.677.92 ευρώ και μάλιστα του χορήγησε και σχετικό αντίγραφο κίνησης (statement) τυπωμένο με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της ασφαλιστικής εταιρείας.
Μετά τις πιο πάνω νεότερες διαβεβαιώσεις του αποφάσισε να επενδύσει το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων οικονομιών του, τις οποίες είχε καταθέσει σε δολάρια Αμερικής στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα 206.058,39 ευρώ.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2010, ο κουνιάδος του τον ενημέρωσε ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις του προς τον ασφαλιστή, αυτός τον καθυστερούσε με διάφορες δικαιολογίες στην μερική ρευστοποίηση της επένδυσής του, διότι χρειαζόταν τα χρήματα για την κατασκευή δύο κατοικιών που έκανε στο χωριό του.
Εκείνος ανήσυχος για τη δική του επένδυση, τον επισκέφθηκε την 10-3-2010 και ζήτησε ενημέρωση για την επένδυση που είχε κάνει. Τον ενημέρωσε ότι και η δεύτερη επένδυσή του πήγαινε σύμφωνα με όσα του είχε υποσχεθεί και μάλιστα του χορήγησε και σχετικό αντίγραφο κίνησης (statement) τυπωμένο με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της ασφαλιστικής εταιρείας. Η επένδυσή του φερόταν να είχε φθάσει στο ποσό των 321.487,97 δολαρίων Αμερικής.
Όμως, περί τα μέσα Μαΐου 2010 ο κουνιάδος του τον ενημέρωσε ότι έλαβε ταχυδρομικώς επιστολή από την ασφαλιστική εταιρεία ότι διέκοψε τη συνεργασία της μαζί του, οπότε πλέον αποκαλύφθηκε η απάτη σε βάρος του και σε βάρος άλλων συμπολιτών του.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τα γραφεία της εταιρείας πληροφορήθηκε ότι δεν προκύπτει από τα αρχεία τους ότι είχε καταθέσει το ποσό των 236.058,39 ευρώ για επενδύσεις.
Υποστηρίζει δε ότι στις συχνές οχλήσεις του προς τον ασφαλιστή για την απόδοση των χρημάτων του, αυτός αρνήθηκε και αρνείται να του τα αποδώσει και με περίσσιο θράσος ομολόγησε την πράξη του, ότι δηλαδή ιδιοποιήθηκε τα χρήματα που του εμπιστεύτηκε για επένδυση, ενώ η ασφαλιστική ισχυρίζεται ότι τάχα δεν έχει καμία ευθύνη για την άδικη πράξη σε βάρος του, αρνούμενη επίσης να του αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη από τον προστηθέντα της υπάλληλο.