Μπορεί η κυβέρνηση να έχει ήδη κλείσει δύο αξιολογήσεις του δικού της Μνημονίου, ωστόσο διαψεύδονται οι προσδοκίες και οι ελπίδες των φορολογούμενων ότι τελικά θα υπάρξει φως στο τούνελ. Στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που συνοδεύει την απόφαση συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα, προκύπτει ξεκάθαρα ότι πρέπει ακόμα να γίνουν πολλά προκειμένου το ελληνικό φορολογικό σύστημα να γίνει δίκαιο, αποτελεσματικό και σύγχρονο. Τα βάσανα των φορολογούμενων δεν τελειώνουν, καθώς θα συνεχίσουν να βάζουν το χέρι στην τσέπη για να εξοφλούν τους υπέρογκους φόρους. Τουλάχιστον όσοι μπορούν να παραμένουν οικονομικά όρθιοι και δεν λυγίζουν υπό το βάρος της εξοντωτικής φορολογίας.
Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση το Ταμείο εμφανίζεται σίγουρο ότι η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα ισχύσει από το 2019 προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το συγκεκριμένο έτος.
Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη ψηφιστεί με το πολυνομοσχέδιο, που οδήγησε στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, η έκπτωση φόρου για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, που οδηγεί στο αφορολόγητο όριο, μειώνεται από το 2020 κατά 650 ευρώ, από τα 1.900 στα 1.250 ευρώ. Προβλέπεται, όμως, στο νομοσχέδιο με διάταξη ότι εφόσον, κατά την κρίση των “θεσμών” των δανειστών, δεν επιτυγχάνεται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για το 2019, η μείωση του αφορολόγητου ορίου μπορεί να έρθει ένα έτος νωρίτερα, δηλαδή από το 2019.
Οι οικονομολόγοι του Ταμείου τονίζουν ότι η μείωση του αφορολόγητου ορίου δεν γίνεται μόνο για την αύξηση των φορολογικών εσόδων αλλά και για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Όπως σημειώνουν, με την έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ το 55% των μισθωτών και συνταξιούχων απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Με τη μείωση της έκπτωσης κατά 650 ευρώ ετησίως (επιβάρυνση για τους περισσότερους φορολογούμενους με περίπου 54 ευρώ μηνιαίως) το ποσοστό των μισθωτών και συνταξιούχων που απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος θα υποχωρήσει στο 35%. Έτσι υπολογίζεται ότι θα πληρώσουν για πρώτη φορά φόρο εισοδήματος περίπου 600.000 μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Το Ταμείο αναφέρει ότι η μείωση του αφορολόγητου μαζί με άλλες κινήσεις που έγιναν για την κατάργηση φοροαπαλλαγών και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στοχεύουν στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού φορολογικού συστήματος, όπως σημειώνει το Ταμείο, είναι ότι επιβάλλονται πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές πάνω σε μια πολύ περιορισμένη φορολογική βάση. Με άλλα λόγια, αναδεικνύει το πολύ μεγάλο πρόβλημα φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, δηλαδή ότι τους φόρους πληρώνουν λίγοι, οι οποίοι εξοντώνονται φορολογικά με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων όπου παρατηρείται υψηλή απόκρυψη εισοδήματος στις τάξεις των ελεύθερων επαγγελματιών. Τα μειωμένα έσοδα από αυτή την κατάσταση στη φορολογία εισοδήματος μεταφράζονται σε πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην άμεση και την έμμεση φορολογία.
Ακίνητα
Στην έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία τονίζεται ότι έως το τέλος του έτους θα πρέπει να εξισωθούν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων με τις εμπορικές αξίες. Πρόκειται για εξίσωση η οποία έχει καθυστερήσει εδώ και πολλά χρόνια (εξαγγέλλεται από το 2011) αλλά ακόμη και αν τελικά εφαρμοστεί φέτος δεν θα σημάνει κάτι θετικό για τους φορολογούμενους. Η πρόβλεψη του προγράμματος, που υπέγραψε η κυβέρνηση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι ότι η μείωση των αντικειμενικών αξιών, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φθάσει ακόμη και το 50%, δεν σημαίνει ότι θα μειωθεί και το φορολογικό βάρος για τους φορολογούμενους. Προβλέπεται ξεκάθαρα ότι θα γίνουν παρεμβάσεις στους συντελεστές και τις κλίμακες του φόρου ακινήτων, δηλαδή στον ΕΝΦΙΑ, προκειμένου η βεβαίωση του φόρου να διατηρηθεί στα επίπεδα των περίπου 3,5 δισ. ευρώ και η εισπραξιμότητα κατά το πρώτο έτος βεβαίωσης στα τουλάχιστον 2,65 δισ. ευρώ.
Καταπολέμηση φοροδιαφυγής
Στο πλαίσιο του προγράμματος που έχει υπογράψει η κυβέρνηση με τους δανειστές περιλαμβάνονται και κινήσεις για την αύξηση της εισπραξιμότητας των φόρων η οποία έχει μειωθεί σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 2010 από τα 100 ευρώ φόρου που βεβαιώνονταν εισπράττονταν τα 70, στο τέλος του 2016 το σχετικό ποσοστό έχει υποχωρήσει στο 46%. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της εισοδηματικής πίεσης που δέχονται τα νοικοκυριά, αλλά και της εξοντωτικής φορολόγησης που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Πολλοί όμως είναι αυτοί τελικά που λυγίζουν. Στο πρόγραμμα του ΔΝΤ προβλέπονται μια σειρά από κινήσεις για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων. Σε αυτές τις κινήσεις περιλαμβάνονται βελτιώσεις στα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, όπως η διενέργεια πλειστηριασμών με τους ίδιους όρους που γίνονται οι πλειστηριασμοί για οφειλές μεταξύ ιδιωτών (π.χ., στην εμπορική αξία των ακινήτων), αυτοματοποιημένες διαδικασίες κατασχέσεων για όσους δεν πληρώνουν έγκαιρα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, καθώς και επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών στην αγορά για την καταγραφή των εσόδων των επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα.
Παράλληλα, προωθείται η βελτίωση της λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματική η φορολογική διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτό η φορολογική διοίκηση επικεντρώνεται στον έλεγχο νέων υποθέσεων φοροδιαφυγής που εμφανίζουν και μεγαλύτερη εισπραξιμότητα, ενώ προωθείται και νέο σύστημα αξιολόγησης και αμοιβών των εργαζομένων.