Αμεση αλλαγή διοικήσεων ή πώληση των εταιρειών μέχρι το τέλος του έτους είναι πλέον τα μέτρα που λαμβάνουν οι πιστώτριες τράπεζες απέναντι σε εισηγμένες που δεν ανταποκρίθηκαν στην αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», μέχρι τον Σεπτέμβριο επίκειται αλλαγή διοικήσεων σε 2 εισηγμένες της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ενώ υπάρχει ισχυρή πίεση και σε άλλη μία με δυσθεώρητο δανεισμό να προχωρήσει άμεσα στην πώληση περιουσιακών στοιχείων (asset), διαφορετικά θα έχει την τύχη των δύο προηγούμενων διοικήσεων.
Ηδη έχει ενημερωθεί και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς ο χρόνος αναμονής τελείωσε και οι τράπεζες έχουν πλέον όλα τα εργαλεία για να πιέσουν τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις. Οπως δηλώνουν στην «Κ» στελέχη του χρηματιστηριακού κλάδου που γνωρίζουν τις τελευταίες εξελίξεις, «μέχρι το τέλος του 2017 αναμένεται να δούμε “λουκέτα” και διάλυση μεγάλων υπερχρεωμένων εταιρειών που έχουν γίνει φαντάσματα του παλιού εαυτού τους, έπειτα από οκτώ χρόνια ύφεσης». Ο χρόνος που έχει χαθεί είναι μεγάλος, καθώς αυτές οι επιχειρήσεις αποδείχθηκαν αφερέγγυες στην αποπληρωμή των οφειλομένων και μάλιστα ύστερα από αναδιαρθρώσεις των δανείων τους, που είχαν γίνει την τριετία 2013-2015. Το χειρότερο είναι ότι συνεχίζουν να απομυζούν κεφάλαια από τις τράπεζες στερώντας αυτά τα ποσά από τις υγιείς και εξωστρεφείς επιχειρήσεις που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας.
Πλέον, εφαρμόζεται το θεσμικό πλαίσιο για την ενεργητική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων –η ασυλία των τραπεζικών στελεχών από ευθύνες για την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας–, και ήδη έχει ξεκινήσει στην αγορά η μαζική εκκαθάριση από εταιρείες-ζόμπι.
Οπως υπογραμμίζουν τραπεζικά στελέχη που εμπλέκονται στις αποφάσεις για τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, «δυστυχώς αρκετοί βασικοί μέτοχοι έχουν αφήσει τις εταιρείες τους αδιαφορώντας εάν πτωχεύσουν, και προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και μάλιστα υποστηρίζουν ότι συζητούν είτε για συγχωνεύσεις με ανταγωνίστριες εταιρείες είτε να βρουν αγοραστές από το εξωτερικό». Δυστυχώς όμως οι εταιρείες αργοπεθαίνουν, αφού συνεχίζουν να εμφανίζουν αρνητικό EBITDA για περισσότερα από τρία χρόνια που είναι ένα ασφαλές δείγμα ότι η επιχείριση οδεύει προς τη χρεοκοπία. Αυτές οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα προέρχονται από σημαντικούς κλάδους δραστηριότητας όπως οι κατασκευές, η ανάπτυξη ακινήτων, τα νοσοκομεία, η πληροφορική, τα ΜΜΕ, η ακτοπλοΐα, η κλωστοϋφαντουργία, το εμπόριο. Οι εισηγμένες αυτές αποτελούν μια μικρογραφία του πολύ μεγαλύτερου σε έκταση προβλήματος της υπερχρέωσης, των βαθιά ζημιογόνων δραστηριοτήτων και της έλλειψης κεφαλαίων που χαρακτηρίζει το εγχώριο επιχειρηματικό σκηνικό.
Η βιωσιμότητά τους κρίνεται πλέον τις επόμενες εβδομάδες από τις τράπεζες και οι πιθανότητες να οδηγηθούν πολλές απ’ αυτές σε «λουκέτο» και διάλυση συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.
Εν τω μεταξύ, και το επτάμηνο του 2017, όπως συνέβη ολόκληρη την περσινή χρονιά, το μείζον θέμα παραμένει η έντονη έλλειψη ρευστότητας, καθώς έχει ήδη χαθεί και το β΄ τρίμηνο της χρονιάς εξαιτίας της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της δεύτερης δόσης των 8,8 δισ. ευρώ που τελικά επιτεύχθηκε στις 15 Ιουνίου 2017 (συνεδρίαση Eurogroup). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλειονότητα των εισηγμένων αιφνιδιάστηκε από την επιβολή των capital controls στις 28 Ιουνίου 2015, καθώς δεν διέθεταν θυγατρικές στο εξωτερικό για να συνεχίσουν την απρόσκοπτη ροή κεφαλαίων προς τις μητρικές. Παράλληλα, ήταν υπερδανεισμένες και δεν διέθεταν αξιόλογα ταμειακά διαθέσιμα για να υποστηρίξουν τις επενδυτικές τους ανάγκες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Κ», σήμερα πολλές εισηγμένες της υψηλής κεφαλαιοποίησης συνεχίζουν να διατηρούν σε ποσοστό 80% τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Οπως έχουν δηλώσει οι διοικήσεις πολλών εισηγμένων, με αφορμή τα όσα συνέβησαν το δραματικό καλοκαίρι του 2015 και την περυσινή πολύμηνη καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων, ποτέ δεν έχουν φύγει από τη σκέψη τους τα όσα εφιαλτικά έζησαν το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου 2015 λόγω capital controls και γι’ αυτό παραμένουν σε εγρήγορση.
Εισηγμένες με τραπεζικά χρέη 4 δισ.
Περισσότερες από 20 εισηγμένες συνεχίζουν να χρωστούν στις τράπεζες πάνω από 4 δισ. ευρώ, ενώ εμφανίζουν αρνητική καθαρή θέση που προσεγγίζει τα 2 δισ. ευρώ. Δεδομένης της απροθυμίας των μετόχων τους να βάλουν το χέρι στην τσέπη (αφού αρκετοί εξ αυτών έχουν μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία σε offshore εταιρείες του εξωτερικού), θεωρείται μαθηματικά βέβαιο ότι πολλές εξ αυτών, ακόμη και εάν βρίσκονται σε λειτουργία, θα περάσουν στον έλεγχο των πιστωτών που θα αναζητήσουν funds για να τις πουλήσουν με χαμηλό αντίτιμο.
Διαφορετικά, ο άλλος δρόμος είναι η διάλυση και η εκκαθάριση. Μόνη λύση είτε να βρει χρήματα ο βασικός μέτοχος και να αναχρηματοδοτήσει τον δανεισμό είτε να εξαγορασθεί η εταιρεία από ανταγωνιστή για να συνεχίσει την πορεία ως θυγατρική.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η χρηματιστηριακή αγορά από το 1995 μέχρι σήμερα είναι γεμάτη από επιχειρηματικά κουφάρια. Δεν χρειαζόταν να έρθει η κρίση. Απλώς επιδεινώθηκε η εικόνα και επιτάχυνε την αύξηση των χρεοκοπιών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μετά το 2009, που εισέρχεται η χώρα μας στα μνημόνια, σχεδόν ανακόπτεται η εισαγωγή νέων επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο και παράλληλα δεκάδες εισηγμένες τη σκληρή τριετία 2013-2015, που κορυφώθηκε η ύφεση, υποβαθμίστηκαν στο Χρηματιστήριο για να προστατευθεί το επενδυτικό κοινό.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η αύξηση του δανεισμού των επιχειρήσεων επιβαρύνει τη σχέση δανεισμού προς ίδια κεφάλαια, με αποτέλεσμα να απειλείται η βιωσιμότητα των εταιρειών. Οι εισηγμένες που εμφάνισαν αρνητικά ίδια κεφάλαια (σχετικός πίνακας), με βάση τα επίσημα αποτελέσματά τους το 2016, υποχρεούνται από τη χρηματιστηριακή νομοθεσία να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για αποφύγουν το μοιραίο, δηλαδή την πτώχευση. Ηδη αρκετές απ’ αυτές προσπαθούν είτε να εκδώσουν ομολογιακά δάνεια και να αποπληρώσουν τις παλαιότερες υποχρεώσεις τους είτε αναζητούν στρατηγικούς επενδυτές. Βέβαια, το οικονομικό περιβάλλον παραμένει δύσκολο και μία εταιρεία, που δεν είχε καλή εταιρική φήμη στο παρελθόν, σήμερα πολύ δύσκολα μπορούν να την εμπιστευθούν ακόμη και ανταγωνιστές, αφού ένα από θέματα που προκύπτει στις διαπραγματεύσεις είναι το τίμημα. Υπάρχουν ιδιοκτήτες υπερχρεωμένων εταιρειών που ακόμη και σήμερα, ύστερα από 8 χρόνια σκληρής ύφεσης, πιστεύουν ότι μπορούν να αποτιμούν την επιχείρησή τους όσο κόστιζε πριν από μία δεκαετία στηριζόμενη στο brand name.
Ωστόσο, η σκληρή πραγματικότητα έχει δείξει ότι μια εταιρεία στην Ελλάδα θεωρείται υγιής όταν αποπληρώνει κανονικά τις υποχρεώσεις της, διατηρεί θετική λειτουργική κερδοφορία (EBITDA), έχει σταθερές ταμειακές ροές και το κυριότερο: προσαρμόστηκε στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας.