Πώς συσσωρεύει κεφάλαια και εμπορικά πλεονάσματα η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης
Κάθε χρόνο, στις 31 Οκτωβρίου, στην Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης, εκπρόσωποι τραπεζών επισκέπτονται τα σχολεία της Γερμανίας και μιλούν στους μαθητές για τα οφέλη της αποταμίευσης. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι πολλά γερμανόπουλα του δημοτικού έχουν ήδη δικό τους τραπεζικό λογαριασμό για τις «οικονομίες» τους. Ούτε ότι σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια των καταθέσεων στη Γερμανία κυμαίνονται σε ιστορικά χαμηλά 0,01%-0,80%, οι Γερμανοί αποταμιεύουν τεράστια ποσά.
Τα γερμανικά νοικοκυριά καταναλώνουν λιγότερο από όσο θα τους επέτρεπε το εισόδημά τους. Οι γερμανοί επιχειρηματίες επενδύουν λιγότερο από όσο θα πρόσταζαν τα κέρδη τους. Και το γερμανικό κράτος δαπανά λιγότερο από όσο του επιτρέπει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού (24 δισ. ευρώ το 2016). Παράλληλα, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έφθασε τα 300 δισ. δολάρια πέρυσι ξεπερνώντας ακόμη και της Κίνας (200 δισ. δολάρια) και η ανεργία είναι μόλις 3,9%.
Κάθε ευρωπαίος ηγέτης θα ζήλευε την
Ανγκελα Μέρκελ όσον αφορά την οικονομία. Οι περισσότεροι όμως δεν θα καταλάβαιναν γιατί οι Γερμανοί υποκαταναλώνουν και υποεπενδύουν ενώ υπεραποταμιεύουν. Η σημερινή κατάσταση έχει εν μέρει τις ρίζες της στη συμφωνία για συγκράτηση των μισθών ανάμεσα στους εργοδότες και τα συνδικάτα, από την αρχή της δεκαετίας του 2000. Οι χαμηλοί μισθοί οδήγησαν στον περιορισμό της κατανάλωσης (και των εισαγωγών) στη Γερμανία – οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν πέσει σε μόλις 54% του ΑΕΠ (έναντι 69% στις ΗΠΑ και 65% στη Βρετανία).
Η χαμηλή κατανάλωση, με τη σειρά της, αποθαρρύνει τους γερμανούς επιχειρηματίες από το να επενδύουν στη χώρα, δίνοντας το βάρος στις εξαγωγές, αφού στο εξωτερικό υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για τα περίφημα προϊόντα Made in Germany.
Πώς γίνεται τα νοικοκυριά να έχουν χαμηλούς μισθούς αλλά να αύξησαν την αποταμίευση; Τα γερμανικά νοικοκυριά πάντα έκαναν υψηλή αποταμίευση, η οποία παραμένει σταθερή στα υψηλά της επίπεδα (9,8% την τελευταία 20ετία).
Η αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης που εμφανίζει τελευταίως η χώρα οφείλεται κυρίως στους επιχειρηματίες, που κρατούν τα λεφτά τους αντί να τα επενδύουν, και στην κυβέρνηση – που επικρίνεται ότι συσσωρεύει πλεονάσματα αντί να τα δαπανήσει στην αναγκαία αναβάθμιση υποδομών, όπως τα σχολεία, το οδικό δίκτυο και η ψηφιοποίηση (η Γερμανία είναι μόλις 25η στον κόσμο στην ταχύτητα του Internet).
Η γερμανική κυβέρνηση το αποκαλεί αυτό «σύνεση» και είναι υπερήφανη για τα πλεονάσματά της – σχεδόν το ένα τρίτο των περυσινών 24 δισ. θα τα επενδύσει στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη χώρα, τα υπόλοιπα μάλλον θα τα δανείσει σε άλλες χώρες.
«Η Γερμανία όφειλε προ πολλού να παραδεχθεί ότι η υπερβολική της αποταμίευση αποτελεί αδυναμία» έγραψε ο «Economist».
Το ΔΝΤ, οικονομολόγοι, κράτη-μέλη της ευρωζώνης αλλά και ο Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος, με την ως συνήθως απλοϊκή του διατύπωση, χαρακτηρίζει τη Γερμανία «πολύ κακή στο εμπόριο» (αλλά για τους λάθος λόγους) – καλούν το Βερολίνο να αλλάξει πολιτική γιατί πλήττει την παγκόσμια οικονομία. Το επίμονο εμπορικό πλεόνασμα της χώρας – δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και στις εξαγωγές που, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, έφθασε τα 22 δισ. ευρώ μόνο τον Μάιο – δημιουργεί πίεση στους εμπορικούς της εταίρους οι οποίοι συσσωρεύουν χρέη για να χρηματοδοτήσουν τη δική τους κατανάλωση (γερμανικών προϊόντων).
«Οι χώρες που εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα κινδυνεύουν να συσσωρεύσουν υπερβολικά χρέη και, συνεπώς, είναι αναγκασμένες να προσαρμοστούν» είπε το ΔΝΤ. «Για να βοηθήσουν αυτή τη διαδικασία, το δίκαιο είναι να προσαρμοστούν επίσης και οι χώρες με πλεόνασμα».
Στη Γερμανία όμως υπάρχει απροθυμία να αυξηθούν οι μισθοί ή η κατανάλωση, γεγονός το οποίο κρατάει τα επιτόκια χαμηλά, κρατάει το ευρώ χαμηλά, κάνει τα γερμανικά εξαγωγικά προϊόντα πιο ελκυστικά και τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο αυξάνοντας τις γερμανικές εξαγωγές και το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας. «Εντός της ευρωζώνης, η Γερμανία επιμένει στη λιτότητα για τις χώρες που έχουν υψηλό χρέος, χωρίς να παραδέχεται ότι ο δικός της σφιχτός έλεγχος των δαπανών καθιστά δυσκολότερη την προσαρμογή» έγραψε ο «Economist».
Για να αποκατασταθεί η ισορροπία, πρέπει να αυξηθούν οι γερμανικοί μισθοί. Είναι όμως αμφίβολο αν αυτό θα γίνει. Η μισθολογική αύξηση ήταν μόλις 1% τον χρόνο στη Γερμανία το 2000-2007, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 3,5%. Τα γερμανικά συνδικάτα δέχονται τη συγκράτηση των μισθών με αντάλλαγμα να έχουν εκπροσώπους στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών και να απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι ευέλικτες ώρες εργασίας και, κυρίως, εργασιακή σταθερότητα (όχι απολύσεις).
Αν οι εργαζόμενοι πάρουν υψηλότερους μισθούς, θα καταναλώνουν περισσότερο. Ως αποτέλεσμα θα μειωθούν οι γερμανικές εξαγωγές, αφού οι γερμανικές επιχειρήσεις θα πωλούν περισσότερα προϊόντα στο εσωτερικό της χώρας και θα αυξηθούν οι εισαγωγές.
Σεμπάστιαν Ντούλιν: «Επιχειρηματίες, κράτος και κρατίδια ηγούνται της αποταμιευτικής δυναμικής»
Ο Σεμπάστιαν Ντούλιν, καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο HTW του Βερολίνου και συνεργάτης του European Council on Foreign Relations (ECFR), εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» γιατί η αποταμίευση καλά κρατεί στη Γερμανία.
Πού οφείλονται οι τόσο καλές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας;
«Σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Πρώτον, από την αρχή της δεκαετίας του 2000 και μετά υπάρχει συγκράτηση των μισθών. Αυτό βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων και οι εξαγωγές εκτοξεύτηκαν. Η αύξηση των τιμών των ακινήτων οδήγησε στη σημερινή κατασκευαστική έκρηξη. Τέλος, η κυβέρνηση ενίσχυσε τις δαπάνες τα τελευταία χρόνια, ιδίως όσον αφορά τους πρόσφυγες. Ολα αυτά μαζί ώθησαν την οικονομία προς τα εμπρός. Σήμερα και η υπόλοιπη ευρωζώνη μοιάζει να ανακάμπτει, το οποίο σημαίνει αύξηση της ζήτησης για γερμανικά προϊόντα. Ολα αυτά συμβάλλουν στην καλή επίδοση της γερμανικής οικονομίας. Επίσης, βεβαίως, στη Γερμανία δεν είχαμε λιτότητα τα προηγούμενα χρόνια».
Γιατί αποταμιεύουν τόσο οι Γερμανοί αντί να επενδύουν; Είναι θέμα κουλτούρας;
«Η αύξηση της αποταμίευσης προέρχεται κυρίως από τον επιχειρηματικό τομέα. Στα νοικοκυριά, οι εύποροι αποταμιεύουν αλλά το φτωχότερο 40% δεν έχει αποταμιεύσεις. Γι’ αυτό δεν θα έλεγα ότι είναι θέμα κουλτούρας. Αν εξετάσουμε την οικονομία συνολικά, προφανώς υπάρχει υπερβολική αποταμίευση λόγω του ότι πρώτα η κυβέρνηση και τώρα τα κρατίδια έχουν πλεονάσματα. Οι επιχειρήσεις επίσης αποταμιεύουν και δεν επενδύουν αρκετά, αν και εμφανίζουν υψηλά κέρδη λόγω της συγκράτησης των μισθών. Αυτοί οι δύο παράγοντες λοιπόν ηγούνται της αποταμιευτικής δυναμικής».
Η καλή επίδοση της γερμανικής οικονομίας ωφέλησε το σύνολο των Γερμανών;
«Στη Γερμανία γίνεται συζήτηση για τις αυξανόμενες ανισότητες. Πιστεύω ότι οι πολύ πλούσιοι ωφελήθηκαν περισσότερο και, αν το εξετάσουμε σε πιο μακροχρόνια προοπτική, ας πούμε τα τελευταία 20 χρόνια, θα δούμε πάλι ότι το χαμηλότερο 40% δεν είχε μεγάλη αύξηση στα πραγματικά εισοδήματά του ενώ οι πολύ πλούσιοι αύξησαν σημαντικά τα κέρδη τους. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Ενας είναι ότι υιοθετήθηκαν φορολογικές μειώσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’90, κυρίως για τους πλουσίους. Στη συνέχεια είχαμε την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η οποία επίσης ωφέλησε τους πλουσίους. Συνέβαλε επίσης η έμφυτη τάση των πλουσίων να συσσωρεύουν κεφάλαιο».