To Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση αποφυλάκισης που υπέβαλε βαρυποινίτης που εκτίει ποινές δια βίου φυλάκισης, που του επιβλήθηκαν σε τρεις κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης, το 1989.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το 2012, ο βαρυποινίτης αιτήθηκε αποφυλάκισης επ΄αδεία δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14Α του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν. 62(Ι)/1996). Το αίτημά του απερρίφθη και κατόπιν προσέφυγε με αίτηση ακύρωσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποιο το 2015, ακύρωσε την απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης, λόγω παράλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Το Συμβούλιο απέρριψε και πάλι το αίτημα και ο αιτητής προσέφυγε εκ νέου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο το Μάρτιο του 2017 ακύρωσε τη δεύτερη απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου, κρίνοντας ότι αυτή παραβιάζει το δεδικασμένο της προσφυγής και ότι πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας ή λόγω πεπλανημένης αιτιολογίας.
Ο αιτητής ζήτησε εκ νέου επανεξέταση χωρίς να λάβει απάντηση και κατόπιν υπέβαλε την ένδικη αίτηση με την οποία ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως mandamus, δια του οποίου να διατάσσεται το Συμβούλιο Αποφυλάκισης όπως, εντός καθορισμένης προθεσμίας ή και εντός ευλόγου χρόνου, εξετάσει την αίτησή του για υφ΄όρους αποφυλάκιση επ΄αδεία.
Το Δικαστήριο θεώρησε εν προκειμένω ως «στοιχείο καταχρηστικής στάσης την προσπάθεια να προκληθεί με προνομιακό ένταλμα η επανεξέταση με σκοπό την έκδοση διοικητικής πράξης, ενώ την ίδια στιγμή προβάλλεται ως θεμελιακή, εφόσον άπτεται τελικά της δικαιοδοσίας, η θέση ότι το όλο ζήτημα δεν σχετίζεται καθόλου με την έννοια της διοικητικής πράξης. Δεν μπορεί, υπό αυτές τις περιστάσεις, να εισηγείται ο αιτητής ότι αυτή τη φορά το ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων του Άρθρου 146 και εισέρχεται στη σφαίρα του προνομιακού εντάλματος mandamus. Διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε αθέμιτη επιλογή διαδικασιών και δικαιοδοσιών και κατάχρηση.
Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνεται διάσταση, υπό την έννοια της συγκρουόμενης νομολογίας. Ό,τι αποτελεί πειστικό προηγούμενο, ως ζήτημα δικαστηριακής ιεράρχησης και νομικής τάξης είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση. Οι εν λόγω αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν είναι υπ΄αυτή την έννοια πειστικές, αλλ΄ούτε και ευρύτερα μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες».
Αναφέρει ακόμα ο Δικαστής Τ.Θ.Οικονόμου: «Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ότι, εν πάση περιπτώσει, το πλαίσιο που προσφέρει το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν μπορεί να παρέχει θεραπεία εν προκειμένω, εφόσον πρόκειται για παράλειψη. Παρέπεμψε σχετικώς στην υπόθεση Νικόλα Νικολάου, Πολ. Αίτ. Αρ. 130/2015, ημερομηνίας 21.4.2016, όπου κρίθηκε ότι η παράλειψη της διοίκησης δεν μπορούσε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, να αντιμετωπισθεί με προσφυγή του Άρθρου 146, οπότε θα μπορούσε το ένταλμα mandamus να αποτελέσει, υπό προϋποθέσεις, προσφερόμενη θεραπεία. Η σχετική, όμως, αναφορά αφορούσε τη συγκεκριμένη περίπτωση παράλειψης της διοίκησης να επαναφέρει υπάλληλο στη θέση του μετά από την ακύρωση της απόλυσής του. Όπως εξηγήθηκε, υπήρχε καθήκον για υλοποίηση της αυτοδικαίως επερχόμενης, δια της ακυρωτικής απόφασης, αποκατάστασης του αιτητή και είναι σ΄αυτά τα πλαίσια που κρίθηκε ότι δεν επρόκειτο για παράλειψη υπό την τεχνική έννοια του όρου της «παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας», η οποία δύναται να προσβληθεί παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως, αλλ΄απλώς για παράλειψη διενέργειας υλικών πράξεων προς συμμόρφωση».
Ενόψει των παραπάνω το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, ωστόσο ο Δικαστής εξέφρασε την ανησυχία του «για το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν έχει εξετάσει το αίτημα του αιτητή, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ιστορικού που το περιβάλλει». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)