Ιταλία, Ολλανδία, Γαλλία, Βέλγιο και Αυστρία ανάμεσα στις πιο κερδισμένες !!!
Περισσότερο κερδισμένη παρά χαμένη βγαίνει, τελικά, η Γερμανία από τη χαλαρή νομισματική πολιτική που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς η ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης φαίνεται ότι εξοικονόμησε το δυσθεώρητο ποσό των 250 δισ. ευρώ την περασμένη δεκαετία. Αυτό καταδεικνύει έρευνα της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank), που έρχεται να ανατρέψει πλήρως την ανυπόστατη, καθώς φαίνεται, επιχειρηματολογία της γερμανικής κυβέρνησης ότι η ΕΚΤ έχει καταληστεύσει τους Γερμανούς φορολογουμένους, λόγω του αρνητικού επιτοκίου των καταθέσεων. Αυτή η ρητορική βασίζεται στην εκτίμηση ότι το αρνητικό επιτόκιο λειτουργεί ως φόρος στα αποθέματα ρευστού των εμπορικών τραπεζών προς την ΕΚΤ, κάτι που αποσκοπεί, ουσιαστικά, στην τόνωση του δανεισμού και στην αύξηση της ρευστότητας στην αγορά. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, η επεκτατική νομισματική πολιτική έχει μειώσει το μέσο κόστος δανεισμού των ομοσπονδιακών, πολιτειακών και δημοτικών κυβερνήσεων της Γερμανίας από 4% το 2007 στο 2% το 2016.
Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με την κριτική που ασκούν μέλη της γερμανικής κυβέρνησης, τα μέτρα της ΕΚΤ μείωσαν, συνολικά, κατά 240 δισ. ευρώ τους τόκους που πληρώνουν οι γερμανικές αρχές την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, η έρευνα της Bundesbank συμπίπτει με τη φημολογία ότι ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν έχει εκφράσει την επιθυμία να διαδεχθεί τον Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της ΕΚΤ το 2019. Συνεπώς, ο κ. Βάιντμαν, ο οποίος μέχρι πρότινος στρεφόταν κατά της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, δείχνει ενδεχομένως θετικότερος στη στήριξη χαλαρότερης νομισματικής πολιτικής.
Κριτική κατά ΕΚΤ
Υπενθυμίζεται ότι στην προσπάθειά της να διατηρήσει ισχυρή την ενιαία νομισματική ένωση λόγω έλευσης της οικονομικής κρίσης, η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης μείωσε τα επιτόκιά της στα χαμηλότερα επίπεδα, με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης να είναι μηδενικό και το επιτόκιο καταθέσεων να κινείται σε αρνητικά επίπεδα. Ωστόσο, το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων που έχει εφαρμοστεί στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΚΤ «χρεώνει» με 0,4% τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών, γεγονός που έχει κατακριθεί σφόδρα κατά καιρούς από πολιτικούς παράγοντες της Γερμανίας. Αρκετοί εξ αυτών εκτιμούσαν ότι οι θεματοφύλακες του ευρωπαϊκού νομίσματος αποφάσισαν τη μείωση των επιτοκίων και την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων, παρέχοντας βοήθεια κυρίως στις χώρες του Νότου. Ενόψει, επίσης, των εκλογών που αναμένεται να διεξαχθούν στη Γερμανία τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε εξαπολύσει επίθεση κατά της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, εκτιμώντας ότι αυτή η πολιτική ενισχύει την άνοδο του ευρωσκεπτικιστικού ακροδεξιού κόμματος, Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παρότι η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας είχε επικρίνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ύψους 60 δισ. ευρώ, που έχει εξαγγείλει η ΕΚΤ, ωστόσο έχει υπεραμυνθεί της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων. Ως εκ τούτου, ο κ. Βάιντμαν επισήμανε ότι οι Γερμανοί δεν είναι μόνον «αποταμιευτές» αλλά «φορολογούμενοι και ιδιοκτήτες ακινήτων», οι οποίοι έχουν επωφεληθεί από το χαμηλό κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Ο πρόεδρος της Bundesbank τόνισε, ωστόσο, ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης να αποφύγουν την αναμόρφωση των οικονομιών τους. Σύμφωνα με την έρευνα, τα κράτη-μέλη έχουν εξοικονομήσει 1 τρισ. δολάρια σε κόστος εξυπηρέτησης χρέους από το 2008, λόγω της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Ειδικότερα, η Ιταλία, που θεωρείται η τρίτη χώρα της Ευρωζώνης με το μεγαλύτερο χρέος, έχει εξοικονομήσει σε τόκους περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ. Ακολουθούν η Ολλανδία, η Αυστρία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Γερμανία, η οποία έχει εξοικονομήσει περίπου 8% του ΑΕΠ σε κόστος εξυπηρέτησης χρέους, δηλαδή περίπου 250 δισ. ευρώ. Η Βundesbank συστήνει στα κράτη-μέλη να μην εφησυχάζουν και τα καλεί να θεωρήσουν τα χαμηλά επιτόκια ευκαιρία για να επαναφέρουν το χρέος τους σε βιώσιμα επίπεδα. H έρευνα προειδοποιεί, ωστόσο, ότι «θα ήταν πολύ προβληματικό να βασιστεί η νομισματική πολιτική στην παραδοχή ότι επικρατούν πολύ ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες για τις χώρες που διατηρούν υψηλό χρέος».