Όταν αφήνεις να κυβερνούν τη χώρα σου “τζάκια” και “φυντάνια” παλαιο και νεο–εξομωτών, όπως και να τους λένε, όσο και να πετροβολάς, πραγματική εξυγίανση δεν μπορείς να προκαλέσεις! Η κυριαρχία και η ισχύς θα είναι στα χέρια των αθλίων, μέχρι να αντιληφθείς τί σημαίνει “εκ των έσω τα υψηλά …” και να δράσεις αναλόγως!
Κυριάκος Κόκκινος
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια της πολιτικής μας ιστορίας είναι τα «Πετσωματικά», τα οποία συνέβησαν το 1878. Ήταν αποτέλεσμα ενός εκρηκτικού συνδυασμού που δημιούργησαν τα σκληρά φορολογικά μέτρα που λάμβαναν οι Οικουμενικές Κυβερνήσεις και οι υπόνοιες για εκτεταμένες καταχρήσεις σε συνδυασμό με τα φλέγοντα εκείνη την εποχή εθνικά θέματα των σκλαβωμένων ακόμη ελληνικών περιοχών (Θεσσαλία, Ηπειρος, Μακεδονία). Ο λαός ξεσηκώθηκε, λιθοβόλησε τα σπίτια των πολιτικών που απάρτιζαν την Οικουμενική Κυβέρνηση και συγκρούστηκε με δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, με θύματα και από τις δύο πλευρές. Το κλίμα εκτονώθηκε όταν ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος ανταποκρίθηκε στο φιλοπολεμικό κλίμα της εποχής και κήρυξε επιστράτευση.
«Πετσώματα» και ξεσηκώματα
«Πετσώματα» αποκαλούνταν τα χρηματικά επιδόματα που χορηγούσε η «Εθνική Άμυνα» στους διάφορους οπλαρχηγούς για την υπόδηση των ανδρών, δηλαδή για την αγορά και επισκευή τσαρουχιών που ήταν υπενδεδυμένα με πετσί. Εξ ου και η φράση «τα τσαρούχια θέλουν πέτσωμα». Οι υπόνοιες ότι έγιναν καταχρήσεις αυτών των κονδυλίων απέδωσαν στην λέξη «πετσώματα» την έννοια της κατάχρησης. Ως «πετσωματάδες» καταγράφονταν έκτοτε περιφρονητικά όσοι αναμιγνύονταν σε εθνικά θέματα έχοντας ιδιοτελή ελατήρια, αλλά και γενικότερα οι καταχραστές. Την ονομασία παρέδωσε στην αιωνιότητα ο Γεώργιος Σουρής γράφοντας αργότερα ένα σπουδαίο έμμετρο υπό τον τίτλο «Ο κύριος Πετσωματάς». Σ’ αυτό αποκαλύπτει το ρόλο ενός εθνοκάπηλου γιού αρχιτσοπάνη, ο οποίος με τη βοήθεια του Τύπου κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής.
Αφορμή για να ξεσπάσουν τα «Πετσωματικά» και η λαϊκή θύελλα κατά της Οικουμενικής Κυβέρνησης του Κουμουνδούρου, στην οποία συμμετείχαν οι κορυφαίοι της ελληνικής πολιτικής (Τρικούπης, Δεληγεώργης, Ζαίμης, Δεληγιάννης) ήταν η διάψευση των εθνικών ονείρων με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Μόλις έγινε ευρέως γνωστό το περιεχόμενό της η ελληνική πρωτεύουσα βρέθηκε κυριολεκτικά σε κατάσταση πολιορκίας από αγανακτισμένους πολίτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο έσπευδε να συνεδριάσει με ασφάλεια στο Υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ άπειρος κόσμος απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις άρχισε να συγκεντρώνεται στο Σύνταγμα. Εκεί ανακατεύτηκαν δικηγόροι με αμαξάδες, γιατροί με γκαρσόνια και έμποροι με λούστρους χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί συνεννόηση και προπαρασκευή. Η δυναμική δύο δημεγερτών ρητόρων, του Βαλασσόπουλου και του Αντωνόπουλου, πυροδότησαν το τεταμένο κλίμα. Οι συγκεντρωμένοι στο Σύνταγμα, έχοντας επικεφαλή έναν άλκιμο φουστανελά που κρατούσε ελληνική σημαία κατευθύνθηκαν προς το Παλάτι.
Λιθοβολισμός «Οικουμενικών»
Πρόσκαιρα το κλίμα εκτονώθηκε η ένταση όταν ο Γεώργιος Α’ από τον εξώστη του Παλατιού καθησύχασε τα πλήθη. Τα οποία όμως χωρίστηκαν σε ομάδες και κατευθύνθηκαν στα σπίτια των πολιτικών που απάρτιζαν την Οικουμενική Κυβέρνηση. Πρώτα λιθοβόλησαν το σπίτι του Θρασύβουλου Ζαίμη. Μικρή δύναμη έφιππής χωροφυλακής που προσπάθησε να επιβάλει την τάξη τράπηκε σε φυγή όταν οι πολίτες εμφανίστηκαν να κρατούν κουμπούρια. Στην συνέχεια οι αγανακτισμένοι επισκέφτηκαν το σπίτι του Τρικούπη, το οποίο κυριολεκτικά κατέστρεψαν. Χειρότερα ακόμη υπέστη το αρχοντικό του Κουμουνδούρου, στην ομώνυμη πλατεία. Εκεί Μανιάτες συμπατριώτες του Πρωθυπουργού ανταπέδωσαν τα πυρά δίνοντας την εντύπωση πως θα ξέσπαγε εμφύλιος σπαραγμός.
Το θέαμα που παρουσίαζε η Αθήνα, παρείχε μία άγρια γραφικότητα. Η κυβέρνηση έσπευδε να συλλάβει τους δύο ρήτορες και τους «αρχηγούς» των συνοικιών, ενώ πυκνές ομάδες πολιτών, με άγριες διαθέσεις διέσχιζαν τους δρόμους και αντάλλασσαν εχθρικά βλέμματα με τις περιπόλους. Πουθενά δεν εμφανιζόταν «οικουμενικός», όπως αποκαλούσαν τα στελέχη που συμμετείχαν στην κυβέρνηση ή τους βουλευτές των ίδιων κομμάτων. Ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης περνώντας με την άμαξά του από την οδό Σταδίου δέχθηκε καταιγισμό από πέτρες και σώθηκε ως εκ θαύματος και χάρη στην ψυχραιμία του αμαξά του. Ο μεγαλύτερος αναβρασμός επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο που η εστία όλων των κινητοποιήσεων.
Πυροβολισμοί και θύματα
Η σύλληψη των δύο αυτών προσώπων, καθώς και άλλων «συνοικιακών αρχηγών» που είχαν τη δυνατότητα να ξεσηκώνουν τα πλήθη είχε στερήσει τις κινητοποιήσεις από τον δυναμισμό τους. Και ενώ φαινόταν ότι ο όχλος θα λιποψυχούσε, ακούστηκε το χαρμόσυνο για τους διαδηλωτές άγγελμα πως «ανεβαίνει ο Πειραιάς». Πράγματι, τα σοβαρά γεγονότα δεν είχαν αφήσει ασυγκίνητους τους πολίτες του επινείου. Τα πιο ζωηρά στοιχεία του λιμανιού, έχοντας επικεφαλής βαρκάρηδες και μαουνιέρηδες, αποφάσισαν να συμπαρασταθούν στους διαδηλωτές των Αθηνών. Έτσι, ένα απόγευμα του Γενάρη 1878 πολεμοχαρείς ομάδες Πειραιωτών, με πλήρη πολεμική εξάρτηση, ξεκινούσαν για την Αθήνα. Η είδηση προκάλεσε συναγερμό στο Υπουργείο Στρατιωτικών που έσπευδε να πάρει τα μέτρα του. Φθάνοντας στο ύψος της Αγίας Τριάδας της οδού Πειραιώς, οι ανερχόμενοι βρέθηκαν μπροστά σε μικτό απόσπασμα χωροφυλάκων και στρατιωτών. Οπότε η «αναμέτρηση» των δυνάμεων θα γινόταν στη μεθόριο των δύο πόλεων.
Μόλις εμφανίστηκαν οι διαδηλωτές του Πειραιά ένας συνταγματάρχης διέταξε να πυροβολήσουν οι στρατιώτες στον αέρα. Αλλά οι Πειραιώτες συνέχισαν αποφασισμένοι. Δυστυχώς ακολούθησε η εντολή στους στρατιώτες να ρίξουν στο ψαχνό. Έξι διαδηλωτές χτυπήθηκαν θανάσιμα από την πρώτη ομοβροντία. Αλλά και εκείνοι δεν υστέρησαν. Κρατώντας διάφορα όπλα (γκραδάκια του ιππικού, σασεπώ, διμούτσουνες και κουμπούρες) βάρεσαν κι αυτοί στο ψαχνό με αποτέλεσμα να χτυπήσουν δυο στρατιώτες και έναν χωροφύλακα.
«Ζήτω ο πόλεμος»
Οι διαδηλωτές σκορπίσθηκαν στα χωράφια, δίνοντας ραντεβού στο κέντρο των Αθηνών. Μαζί τους παρέλαβαν και τη σωρό ενός από τους νεκρούς. Το μακάβριο αυτό λείψανο χρησιμοποίησαν ως λάβαρο και σημαία τους. Εν τω μεταξύ αναθάρρησαν και οι Αθηναίοι και ξεχύθηκαν στους δρόμους, με πιο απειλητικές διαθέσεις αυτή τη φορά. Η εμφάνιση της ομάδας των Πειραιωτών που τριγυρνούσαν την πόλη επιδεικνύοντας το πτώμα του συμπολίτη τους τοποθετημένο πάνω σε ένα δίτροχο καροτσάκι ξεσήκωνε τη μανία του πλήθους. «Οι αδιάλλακτοι ήτο κεκηρυγμένοι υπέρ της συλλήψεως και αμέσου εκτελέσεως των μελών της Οικουμενικής» σημείωνε πολλά χρόνια αργότερα ο Α. Φούφας.
Ο φανατισμός ήταν τέτοιος που από στιγμή σε στιγμή όλοι περίμεναν εκτεταμένες συγκρούσεις με άπειρο αριθμό θυμάτων. Τα αντανακλαστικά του γηραιού Κουμουνδούρου λειτούργησαν. Θυμήθηκε τις παλιές καλές εποχές. Έσπευσε να διατάξει την κλήση σε στράτευση έξι ηλικιών, γεγονός που υποσχόταν ότι η σύγκρουση με την Τουρκία ήταν κοντά. Αυτό ήταν και ένα από τα αιτήματα του κόσμου. Η απειλητική ιαχή «θάνατος στους προδότες» άρχισε να ψυχορραγεί και στην ατμόσφαιρα παλλόταν η μυριόστομη κραυγή «ζήτω ο πόλεμος»!
Ως γνωστόν, διατάχθηκε η εισβολή του Στρατού στα τουρκικά εδάφη. Είκοσι πέντε χιλιάδες κακώς οπλισμένοι, απείθαρχοι και ανοργάνωτοι άνδρες έφθασαν μέχρι το φρούριο του Δομοκού, όπου συναντήθηκαν με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ, οι Ρώσοι συνθηκολόγησαν. Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε τραγικό αδιέξοδο. Αναγκάσθηκε να διατάξει άμεση υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων, ενώ αποτάθηκε στους ξένους πρέσβεις για να αποφευχθούν τα χειρότερα.