Τα µέτρα που αποφάσισαν οι υπουργοί Οικονοµικών της Ε.Ε. για να αντιµετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια, που εξελίσσονται σε ενδηµικό πρόβληµα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανοίγουν τον δρόµο για τη δηµιουργία «bad bank» και στην Ελλάδα, µια λύση που µέχρι τώρα είχε απορριφθεί από τους δανειστές.
Στο τελευταίο συµβούλιο υπουργών Οικονοµικών της Ε.Ε. (ECOFIN) αποφασίστηκε ότι η Κοµισιόν θα καταθέσει µέχρι το τέλος του χρόνου προτάσεις για τη δηµιουργία Εθνικών Οργανισµών ∆ιαχείρισης των µη εξυπηρετούµενων δανείων (NAMA – National Asset Management Agency), των λεγόµενων και «κακών τραπεζών». Αποφασίστηκε, επίσης, σειρά άλλων µέτρων για να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα, όπως η αυτόµατη χρήση ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών για να καλύπτεται δανεισµός που δεν θα έχει επαρκείς καλύψεις, αλλά
και ενιαίοι κανόνες και συστήµατα πληροφόρησης για τη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων. Η ιδέα της δηµιουργίας µιας πανευρωπαϊκής «κακής τράπεζας» απερρίφθη λόγω των αντιρρήσεων της Γερµανίας, η οποία έχει πολύ χαµηλό ποσοστό µη εξυπηρετούµενων δανείων και φοβάται ότι µια πανευρωπαϊκή λύση θα κατέληγε στο να µεταφέρει τα κόστη στις πλούσιες χώρες. Η Ε.Ε. προωθεί τη συγκεκριµένη λύση τόσο για να αντιµετωπίσει το πρόβληµα ότι τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια µειώνονται µεν, αλλά µε αργούς ρυθµούς όσο και για να διευκολύνει τη δηµιουργία δευτερογενούς αγοράς.
Οι εθνικές «κακές τράπεζες» λοιπόν θα αγοράζουν τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες σε καλύτερες τιµές από αυτές που προτείνουν σήµερα οι ιδιώτες και θα λειτουργούν σαν αµορτισέρ, δίνοντας χρόνο και κεφάλαια στις τράπεζες για να διαχειριστούν το ζήτηµα. Στην Ελλάδα, η οποία έχει το µεγαλύτερο πρόβληµα κόκκινων δανείων µαζί µε την Κύπρο, µε ποσοστά που φτάνουν το 46% και το 45% του συνόλου, αντίστοιχα, η ιδέα δηµιουργίας «κακής τράπεζας» προτάθηκε από την κυβέρνηση αλλά απορρίφθηκε από τους δανειστές και αποφασίστηκε ότι κάθε τράπεζα θα αντιµετωπίζει το πρόβληµα µε τη δηµιουργία ειδικών µονάδων διαχείρισης στο εσωτερικό της. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς, λόγω του µνηµονίου, αλλά ύστερα από την απόφαση του ECOFIN και µε δεδοµένο ότι η διαχείριση των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα προχωράει µέχρι στιγµής µε αργούς ρυθµούς, είναι πολύ πιθανόν το ζήτηµα να εξεταστεί υπό το φως των νέων δεδοµένων που θα δηµιουργήσουν και οι προτάσεις της Κοµισιόν στο τέλος του χρόνου. Στην Ε.Ε. τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται σε 1 τρισ. ευρώ και φτάνουν το 6,7% του ΑΕΠ, την ώρα που στις ΗΠΑ το ποσοστό είναι 1,7% και στην Ιαπωνία 1,6%. Οπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση µε σύνολο κόκκινων δανείων που φτάνουν τα 115 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν σε 45,9% του συνόλου των δανείων.
Σύµφωνα µε πηγές της Τραπέζης της Ελλάδος, τα κόκκινα δάνεια µειώνονται µεν, αλλά µε πολύ αργούς ρυθµούς και οι τράπεζες είναι µεν στο πλαίσιο των στόχων που έχουν
τεθεί από την ΤτΕ, αλλά ο στόχος είναι η διαδικασία να επιταχυνθεί, καθώς η µείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων συνδέεται µε υψηλότερους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης. Η λύση της πώλησης των κόκκινων δανείων προχωρά, επίσης, µε πολύ αργούς ρυθµούς, καθώς οι τιµές που προσφέρουν οι -λίγοι µέχρι στιγµής- υποψήφιοι αγοραστές είναι πολύ χαµηλές, µε αποτέλεσµα οι τράπεζες να µη θέλουν τα πουλήσουν κοψοχρονιά, αλλά να εκµεταλλευτούν οι ίδιες τις υπεραξίες που κρύβονται σε αυτά.
Το ζήτηµα µε την «κακή τράπεζα», βέβαια, δεν είναι απλό διότι σε κάθε περίπτωση δεν θα µπορεί να αγοράζει τα κόκκινα δάνεια σε τιµές πάνω από την αγορά διότι κάτι τέτοιο θα θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κι αυτό µπορεί να γίνει µόνο εφόσον προηγηθεί η λεγόµενη διάσωση εκ των έσω, το bail in, µε κεφάλαια δηλαδή που θα προέλθουν από κούρεµα
των µετόχων, των οµολογιούχων και όσων έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Στο τραπέζι, πάντως, έχει πέσει από πέρυσι το φθινόπωρο και η πρόταση της δηµιουργίας bad
bank στην οποία θα µετέχουν οι τράπεζες, το κράτος µέσω του Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά και ιδιώτες επενδυτές. Την εν λόγω πρόταση έχει καταθέσει ο πρόεδρος τόσο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών όσο και της Eurobank Νίκος Καραµούζης.
Η πρόταση δεν έχει γίνει δεκτή, µέχρι τώρα, αλλά είναι σίγουρο ότι από το επόµενο έτος όλα αλλάζουν στην Ε.Ε., οπότε τα δεδοµένα θα είναι διαφορετικά και στην Ελλάδα.