Η κριτική για την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης εστιάζεται στη βασική ασυμμετρία που προκύπτει από την απουσία παράλληλης προς τη νομισματική δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να ωθήσει τις εθνικές κυβερνήσεις σε ενιαία οικονομική πολιτική. Αυτή η ατέλεια αποδείχθηκε μοιραία, αφού ο βαθμός της πολιτικής ολοκλήρωσης επιδρά στην ικανότητα της νομισματικής ένωσης να αντεπεξέρχεται στις ασύμμετρες διαταράξεις. Μια βιώσιμη νομισματική ένωση προϋποθέτει ότι οι χώρες-μέλη συμφωνούν σε ένα σύστημα αμοιβαίων χρηματοοικονομικών διευκολύνσεων όταν λαμβάνουν χώρα αυτές οι διαταράξεις, επιτυγχάνοντας συναίνεση σχετικά με τους στόχους και τις προτεραιότητες της Ευρωζώνης. Ορισμένοι προχωρούν περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι, χωρίς τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους σε επίπεδο Ευρωζώνης, η σταθερότητα είναι ανέφικτη.
Αυτή η αντίληψη ερείδεται στη συμβατική αντίληψη περί «άριστων νομισματικών περιοχών» και υποστηρίζει θεωρητικά το κείμενο της Κομισιόν για την εμβάθυνση της ΟΝΕ, η οποία φαίνεται να διορθώνει την «απερισκεψία» που έδειξαν οι δημιουργοί του ευρώ τη δεκαετία του 1990, που αδιαφόρησαν στα κελεύσματα των οικονομολόγων σχετικά με την πληρότητα της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Ετσι, στην πρόταση αυτή αναγνωρίζεται η ανάγκη αντιμετώπισης του υψηλού δημόσιου χρέους και της δημιουργίας κοινών εργαλείων σταθεροποίησης προς την κατεύθυνση αυθεντικής δημοσιονομικής ένωσης που μειώνει τους κινδύνους και προωθεί την αμοιβαιότητα στην αντιμετώπισή τους. Ορισμένοι έσπευσαν να προδικάσουν την έκδοση «ευρωομολόγων», ωστόσο κάτι τέτοιο είναι, προς το παρόν, ανέφικτο και προσκρούει στην άρνηση της Γερμανίας να καταστεί η Ε.Ε. ένα σύστημα μεταβιβαστικών πληρωμών από τον Βορρά προς τον Νότο. Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει ότι οι προτεραιότητες είναι η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και των κεφαλαιαγορών, συμβάλλοντας έτσι στη συλλογική κατανομή των κινδύνων και στην ανάληψη μέρους αυτών από τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτές οι πολιτικές θα ενισχύσουν, αναντίρρητα, την ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσον θα μειώσουν τις σημαντικές παραγωγικές και εισοδηματικές αποκλίσεις που η έκθεση ορθά θεωρεί ως τη μεγαλύτερη πηγή αστάθειας. Η ολοκλήρωση της ενιαίας κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να αμβλύνει τις παραγωγικές ανισότητες, ούτε να εξισορροπήσει τα εμπορικά πλεονάσματα του Βορρά με τα ελλείμματα του Νότου. Η εμπειρία της λειτουργίας της Ευρωζώνης δείχνει ότι η κίνηση κεφαλαίων είναι προς τη φορά των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών, λόγω των αυτονόητων πλεονεκτημάτων και των θετικών εξωτερικοτήτων που δημιουργούν, αντισταθμίζοντας έτσι το υψηλότερο μισθολογικό κόστος.
Για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωζώνης η δυνατότητα σύγκλισης περνάει, σχεδόν αποκλειστικά, μέσω των διαρθρωτικών πολιτικών που μειώνουν το συναλλακτικό κόστος και αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, εκμεταλλευόμενες στο έπακρο τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα διαθέτουν. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και της αγοράς εργασίας, η διατήρηση μακροοικονομικής ισορροπίας και η επάνοδος στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις επανόδου στην ανάπτυξη, αλλά δεν οδηγούν αυτομάτως στη μείωση του αναπτυξιακού χάσματος με τις χώρες του Βορρά. Επίσης, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να υλοποιηθούν αποτελεσματικά υπό καθεστώς μόνιμης λιτότητας, αποεπένδυσης και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας. Αντιθέτως, η εφαρμογή τους θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσω μιας κεντρικής ευρωπαϊκής πολιτικής δημοσίων επενδύσεων που εξισορροπεί την κίνηση κεφαλαίων προς τις ανεπτυγμένες οικονομίες, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων. Η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας και των βόρειων χωρών της Ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν προήλθε μόνο από την έγκαιρη προώθηση διαρθρωτικών πολιτικών, αλλά και από την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής που στήριξε την εγχώρια ζήτηση και ενίσχυσε τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Εξίσου σημαντική μπορεί να είναι και η άσκηση ενιαίας πολιτικής απασχόλησης που θα αποβλέπει στη μείωση των αποκλίσεων στην παραγωγικότητα, στη σταθεροποίηση των μισθών και στη διατήρηση της σταθερότητας της απασχόλησης, καθώς κοινή νομισματική πολιτική χωρίς την κοινή διαχείριση της ζήτησης και της σύγκλισης της παραγωγικότητας των χωρών-μελών καθίσταται προβληματική και διαιωνίζει τις ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών. Αν η Κομισιόν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενδιαφέρονται να προχωρήσουν αποφασιστικά στην ενδυνάμωση της Ευρωζώνης, ας επικεντρωθούν στη σύγκλιση και στη συνοχή· διαφορετικά, το Brexit μπορεί να μην αποτελεί την εξαίρεση…
* Επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών.