Το ενδεχόμενο πυρηνικής σύρραξης έχει ενισχύσει η ανταλλαγή απειλών μεταξύ Πιονγιάνγκ και Ουάσιγκτον τον τελευταίο έναν και πλέον μήνα. Μετά την πυραυλική δοκιμή της 4ης Ιουλίου, ο Κιμ Γιονγκ Ουν δήλωνε: «Οι Αμερικανοί μπάσταρδοι δεν θα χαρούν πολύ με το δώρο που τους στείλαμε για την εθνική τους επέτειο». Μία ημέρα αργότερα, ο πρόεδρος Τραμπ έλεγε: «Δεν μου αρέσει να μιλάω για τα μελλοντικά μας σχέδια, αλλά μπορώ να σας πω ότι σκεφτόμαστε ορισμένα πολύ σοβαρά πράγματα. Η Β. Κορέα καλά θα κάνει να πάψει να απειλεί τις ΗΠΑ, γιατί θα βρεθούν ενώπιον φωτιάς και οργής, τέτοιας που ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί».
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην κορεατική χερσόνησο μπορεί να οδηγήσουν σε διάφορες κινήσεις, όπως η επιλογή της «φωτιάς και της οργής». Τις τελευταίες ημέρες, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Ρέιμοντ Μακμάστερ, έκανε λόγο για «προληπτικό πόλεμο». Στόχος μιας τέτοιας επιχείρησης θα ήταν ισχυρό πλήγμα με στόχο τις υποδομές του βορειοκορεατικού στρατού, που με τη σειρά του θα πυροδοτούσε πραξικόπημα ή εξέγερση. Οι κίνδυνοι, όμως, είναι πολλαπλοί. Το καθεστώς διαθέτει πυραύλους σε κρυψώνες, καθώς και 8.000 πυροβόλα στα σύνορα με τη Νότια Κορέα. Κάθε πλήγμα κατά της Πιονγιάνγκ θα κατέληγε σε σκληρά στρατιωτικά αντίποινα.
Ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν πως η Ουάσιγκτον πρέπει να υιοθετήσει τακτική «δυναμικής ανάσχεσης» απέναντι στην Πιονγιάνγκ. Οι στρατιωτικές προκλήσεις της Βόρειας Κορέας δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητες, σύμφωνα με αυτήν τη σχολή σκέψης, και πρέπει να γίνονται αντικείμενο αντιποίνων περιορισμένης κλίμακας. Δεν υπάρχουν, όμως, εγγυήσεις ότι οι αξιωματούχοι της Πιονγιάνγκ θα μπορέσουν να διαχωρίσουν μια περιορισμένη στρατιωτική ενέργεια από μια ολοσχερή επίθεση, απειλώντας τον πλανήτη με ολοκληρωτικό πόλεμο.
Η Νότια Κορέα διαθέτει ταξιαρχία ειδικών δυνάμεων, με στόχο τη δολοφονία του προέδρου Κιμ. Ο Βορειοκορεάτης ηγέτης είναι, όμως, ένας από τους καλύτερα φυλασσόμενους άνδρες στον κόσμο, ενώ η εξόντωσή του μπορεί να οδηγήσει και αυτή σε ολοκληρωτικό πόλεμο.
Την ίδια ώρα, το καθεστώς της Β. Κορέας δεν δείχνει καμία διάθεση να επανέλθει στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Η Ουάσιγκτον, από τη μεριά της, έχει δηλώσει ότι θα αποδεχθεί την επανεκκίνηση των συνομιλιών μόνον εφόσον η Πιονγιάνγκ αποδεχθεί τη διακοπή των πυρηνικών της δοκιμών, όρο τον οποίο δεν αποδέχεται η Β. Κορέα. Την ίδια στιγμή, η αποδοχή του σταλινικού κράτους στον «όμιλο» των πυρηνικών κρατών θα έχει επιπτώσεις στις προσπάθειες διεθνούς αφοπλισμού, προσφέροντας στην Πιονγιάνγκ ένα ακόμη κίνητρο διατήρησης των πυρηνικών της όπλων.
Κινέζοι και Ρώσοι στηρίζουν πρόταση, σύμφωνα με την οποία η Πιονγιάνγκ θα αποδεχθεί τις πυραυλικές και πυρηνικές δοκιμές, ενώ ΗΠΑ, Νότια Κορέα και οι σύμμαχοί τους θα διακόψουν τα στρατιωτικά τους γυμνάσια. Αγνωστο παραμένει, πάντως, εάν ο νέος πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Μουν Τζάε Ιν, θα συμφωνήσει με την πρόταση αυτή και εάν η Πιονγιάνγκ είναι πρόθυμη να προσφέρει εγγυήσεις για την τήρησή της.
Τέλος, Αμερικανοί ειδικοί απευθύνουν έκκληση στις δύο πλευρές να οργανώσουν αμέσως συναντήσεις, άνευ όρων, προλαμβάνοντας κάθε ενδεχόμενο κλιμάκωσης της επικίνδυνης κρίσης.