Τα σημάδια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009 δεν έχουν σβήσει ακόμη, καθώς παραμένουν σε εκκρεμότητα υποθέσεις εις βάρος των τραπεζών δέκα χρόνια μετά. Επονται πρόστιμα σε Ευρώπη και Ασία, ανεβάζοντας τον λογαριασμό για τις τράπεζες που πυροδότησαν τη βαθύτερη κρίση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά το κραχ του 1929. Μέχρι σήμερα, τα πρόστιμα που έχουν καταβάλει τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες και οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης στις ΗΠΑ για παραπτώματα πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης ξεπερνούν τα 150 δισ. δολάρια, σύμφωνα με έρευνα των Financial Times. Τα περισσότερα τα έχει πληρώσει η Bank of America. Κατέβαλε 56 δισ. δολάρια στο πλαίσιο διακανονισμών με τις αρμόδιες πολιτειακές και ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ και με το υπουργείο Δικαιοσύνης για δικές της πρακτικές αλλά και για ενέργειες των Countrywide και Merrill Lynch που εξαγόρασε εν μέσω της κρίσης. Δεύτερη στη λίστα είναι η JPMorgan Chase, η οποία κατέβαλε πρόστιμα και αποζημιώσεις ύψους 27 δισ. δολαρίων για τις πρακτικές της ιδίας και των Bear Stearns και Washington Mutual, των δύο τραπεζών που απέκτησε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Φέτος, ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες όπως η Royal Bank of Scotland κατέληξαν σε συμβιβαστικές λύσεις 19 δισ. δολαρίων με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Μελέτη της Boston Consulting Group ανεβάζει τον γενικό απολογισμό των τραπεζικών προστίμων στα 321 δισ. δολάρια από τα τέλη του 2007 έως τα τέλη του 2016, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις εξωδικαστικές λύσεις και τις χρηματικές ποινές που πληρώθηκαν σε πάσης φύσεως υποθέσεις από την κρίση του 2007-2009 μέχρι την παράβαση κυρώσεων των ΗΠΑ εις βάρος τρίτων χωρών ή το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και τη φοροδιαφυγή.
Κάποιοι οικονομολόγοι θεωρούν ως απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης την απόφαση της BNP Paribas να απαγορεύσει στις 9 Αυγούστου 2007 την «είσοδο» των πελατών της σε επενδυτικά προϊόντα με τιτλοποιημένα δάνεια, λόγω «πλήρους εξάντλησης της ρευστότητας». Από τότε άρχισε να ξετυλίγεται ένα κουβάρι επισφαλών δανείων στην αμερικανική αγορά κατοικίας, που ξεζούμισε κάθε ίχνος χρήματος στα χρηματοπιστωτικά συστήματα του ανεπτυγμένου κόσμου. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 οδήγησε σε πολυετή ύφεση αρκετές οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου και μετέβαλε τις ισορροπίες δυνάμεων μεταξύ των ισχυρότερων τραπεζών του κόσμου. Προκλήθηκε από την ανεξάντλητη χορήγηση στεγαστικών δανείων σε αδύναμους δανειολήπτες στις ΗΠΑ, τα οποία μετά τιτλοποιήθηκαν και «πακεταρίστηκαν» σε ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα. Η κορύφωση των επισφαλειών στην αμερικανική αγορά κατοικίας το 2007 οδήγησε σε αλυσιδωτές αντιδράσεις, που κλόνισαν τα θεμέλια των χρηματοπιστωτικών συστημάτων από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιρλανδία και τη Βρετανία, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να παρέμβουν με κρατικά κεφάλαια για τη διάσωση μεγάλων τραπεζών. Μέχρι τότε η κρατικοποίηση τραπεζών εθεωρείτο απόμακρο παρελθόν.
Οι κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης βρέθηκαν απροετοίμαστες και έπρεπε να λάβουν ταχύτατα αποφάσεις. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Αλιστερ Ντάρλινγκ δήλωσε σε συνέντευξή του στο BBC ότι το 2008 τού τηλεφώνησε ο πρόεδρος της Royal Bank of Scotland, ο οποίος τον ενημέρωσε πανικόβλητος πως η τράπεζα αιμορραγούσε οικονομικά. «Υπενθυμίζω πως η RBS δεν ήταν μόνον η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου αλλά και ότι είχε ανάλογο μέγεθος με αυτό της βρετανικής οικονομίας», δήλωσε ο κ. Ντάρλινγκ. Το βάρος της ανάκαμψης σήκωσαν οι κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου, με πρώτη την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, οι οποίες γέμισαν με φθηνό ρευστό τις κάνουλες των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους.