Εάν θέλει να είναι κανείς ακριβής, οι Γερμανοί πολιτικοί παραβιάζουν εδώ και πολλά χρόνια τον νόμο του 1967 «για την προώθηση της σταθερότητας και της ανάπτυξης της οικονομίας», όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle. Στον νόμο αναφέρεται ρητά ο επίσημος στόχος για ισορροπία συνολικά στην οικονομία, μέσω της σταθερότητας των τιμών, της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, της διαρκούς και βιώσιμης ανάπτυξης και της ισορροπίας στο πεδίο του εξωτερικού εμπορίου. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι η Γερμανία απέχει παρασάγγας από την επίτευξη ισορροπίας σε ό,τι αφορά το εξωτερικό εμπόριο.
Κριτική
Το υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται ολοένα και συχνότερα στο επίκεντρο κριτικής από θεσμούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – oπότε υπάρχει λόγος να ασχοληθούν περισσότερο με το θέμα των πλεονασμάτων οι οικονομολόγοι της επενδυτικής τράπεζας KfW και να αναζητήσουν τρόπους για να απομακρυνθεί η Γερμανία από το επίκεντρο της (αρνητικής) δημοσιότητας. Η σφοδρή κριτική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και η πιο διακριτική διατύπωση αντιρρήσεων εκ μέρους του Γάλλου ομολόγου του Εμανουέλ Μακρόν αναθέρμαναν τη σχετική συζήτηση το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανέρχεται σήμερα σε 261 δισ. ευρώ και είναι σε απόλυτες τιμές το υψηλότερο παγκοσμίως, ξεπερνώντας το αντίστοιχο της Κίνας. Σε αναλογία με το ΑΕΠ ανέρχεται σε ποσοστό 8,3%, ενώ από το 2011 υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 6% που θέτει η Κομισιόν. Οι συστάσεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ εδράζονται στην πεποίθηση ότι ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα μπορεί να βλάψει και την ίδια τη χώρα, αναφέρει η Deutsche Welle. Ειδικοί συμφωνούν ότι το πλεόνασμα δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στη δημοφιλία των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικών. Το αποδίδουν πολλές φορές και στην τάση των Γερμανών προς εξοικονόμηση δαπανών αλλά και στις πολύ συγκρατημένες μισθολογικές διεκδικήσεις των συνδικάτων, οι οποίες περιορίζουν την εγχώρια ζήτηση για προϊόντα τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό. Αλλοι, όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επικαλούνται τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, η οποία είναι, κατά τη γνώμη τους, υπερβολικά χαμηλή για την ισχυρή γερμανική οικονομία, με αποτέλεσμα να αυξάνει τη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα στο εξωτερικό. «Η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί νομισματική πολιτική για όλα τα μέλη της Ευρωζώνης», είναι το επιχείρημα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος επιχειρεί να μεταθέσει αλλού τις ευθύνες.
Επιπροσθέτως, ορισμένοι οικονομολόγοι παρατηρούν ότι είναι περιορισμένες οι επενδύσεις που γίνονται από Γερμανούς επενδυτές εντός συνόρων. Κι αυτό, γιατί επιλέγουν είτε να μη διαθέτουν τη ρευστότητά τους με αυτόν τον τρόπο είτε να τη διοχετεύουν εκτός συνόρων. Σύμφωνα με τους τελευταίους, όπως επισημαίνει η KfW, το κράτος δεν αξιοποιεί επαρκώς τα πλεονάσματά του για να επενδύσει περισσότερο σε δρόμους, σε σχολεία ή σε ταχύτερο Ιντερνετ, και να τους προσφέρει κίνητρα να επενδύσουν και αυτοί.
Επενδύσεις
Οπως γράφουν οι αναλυτές της KfW, «κατά βάση το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών φανερώνει ένα υψηλό πλεόνασμα των ποσών που εξοικονομήθηκαν στη Γερμανία, μέσω των σχετικά χαμηλών εγχώριων επενδύσεων». Σύμφωνα με τους ίδιους, η Γερμανία χρησιμοποιεί σημαντικό μέρος των εσόδων που δεν καταναλώνονται για τη δημιουργία χρηματικού κεφαλαίου στο εξωτερικό, αντί για πραγματικό κεφάλαιο στο εσωτερικό.
Ωστόσο, όπως τονίζουν οι αναλυτές της KfW, η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως επενδύσεις για έναν πιο σύγχρονο και αποδοτικό παραγωγικό μηχανισμό. Με αυτήν τη μέθοδο, όπως υπογραμμίζουν οι προαναφερθέντες στην Deutsche Welle, θα μπορέσει η χώρα να θωρακιστεί αποτελεσματικά ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις που συνδέονται με τη μείωση των γεννήσεων και την αύξηση των ατόμων τρίτης ηλικίας. Το συμπέρασμα της ανάλυσης της KfW είναι ότι «τα γερμανικά πλεονάσματα μπορούν να μειωθούν με τρόπο τέτοιον, ούτως ώστε να εξυπηρετεί και τα γερμανικά συμφέροντα, μέσω υψηλότερων εγχώριων επενδύσεων και εισαγωγών και όχι με μια εχθρική προς την ανάπτυξη μείωση των εξαγωγών».