Κατά την περίοδο 1953/4-1960, ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής και νατοϊκής στρατιωτικής στρατηγικής στο πλαίσιο της «ανάσχεσης» της Σοβιετικής Ενωσης αποτέλεσε η λεγόμενη στρατηγική του «New Look», που είχε εγκρίνει η προεδρία Αϊζενχάουερ τον Οκτώβριο του 1953. Βασικό συστατικό στοιχείο του «New Look» υπήρξε η μείωση των αμερικανικών συμβατικών (δηλαδή μη πυρηνικών) ενόπλων δυνάμεων, ώστε να περικοπούν και οι αμυντικές δαπάνες. Εμφαση δινόταν στην ανάπτυξη του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου (περιλαμβανομένων των τακτικών πυρηνικών όπλων, δηλαδή σχετικά «μικρής» ισχύος και αρκετά μικρών ώστε να μπορούν να βληθούν στο πεδίο της μάχης από μαχητικά αεροσκάφη, από πυροβολικό κλπ.). Επίσης, η στρατηγική των «μαζικών αντιποίνων», όπως έμεινε γνωστή, προέβλεπε την άμεση προσφυγή στη χρήση πυρηνικών όπλων (τακτικών αλλά και στρατηγικών, δηλαδή μεγάλης ισχύος που θα ρίπτονταν εναντίον μεγαλουπόλεων, υποδομών κλπ.) σε περίπτωση μείζονος επίθεσης της Σοβιετικής Ενωσης εναντίον των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Η έκθεση MC 48 της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, η οποία κινείτο στην ίδια κατεύθυνση, υιοθετήθηκε από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 1954. Αναθεωρήθηκε μερικώς το 1957/8 (με τις εκθέσεις MC 14/2 και MC 70), όταν αναγνωρίστηκε η ανάγκη αντιμετώπισης περιορισμένων επιθετικών κινήσεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας με τη χρήση πιο «συμμετρικών» μέσων και την προσφυγή, εν ανάγκη, σε «περιορισμένο» πυρηνικό πόλεμο με χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, με την ελπίδα να αποφευχθεί η κλιμάκωση σε γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο.
Στροφή των ΗΠΑ εξαιτίας δύο πολιτικών προκλήσεων
Η προεδρία Κένεντι κινήθηκε προς αναθεώρηση της αμερικανικής υψηλής και στρατιωτικής στρατηγικής, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση, ιδίως σε επίπεδο ρητορείας, στην ενίσχυση του ρόλου των συμβατικών δυνάμεων. Το δόγμα των «μαζικών αντιποίνων» θεωρήθηκε μη ελκυστικό και απαρχαιωμένο (εξαιτίας και της κατακόρυφης αύξησης των δυνατοτήτων και της ισχύος του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου), αλλά και επικίνδυνο: στερούσε από τις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επιλέξουν τα στρατιωτικά εργαλεία και μέσα για την αντιμετώπιση ποικίλων στρατιωτικών απειλών (θερμών επεισοδίων, τοπικών πολέμων, αλλά και περιφερειακών συγκρούσεων στον Τρίτο Κόσμο). Εξάλλου, η νέα αμερικανική ηγετική ομάδα είχε πολύ έντονες αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα διεξαγωγής «περιορισμένου» πυρηνικού πολέμου στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, αναθεώρηση της αμερικανικής πυρηνικής (και όχι μόνο) στρατηγικής αναπόφευκτα σήμαινε και αναθεώρηση της στρατιωτικής στρατηγικής της συμμαχίας. Εδώ θα αναλυθεί η υιοθέτηση της «ευέλικτης (ή κλιμακωτής) ανταπόδοσης» («flexible response») από το ΝΑΤΟ.
Βασικό κίνητρο των αμερικανικών κυβερνήσεων Κένεντι και Τζόνσον (Ιανουάριος 1961-Ιανουάριος 1969) αποτέλεσε η επιθυμία τους να αντιμετωπίσουν δύο πολιτικές κατά βάση προκλήσεις. Πρώτον, να αποτρέψουν, στο μέτρο του δυνατού, τη συγκρότηση ανεξάρτητων πυρηνικών οπλοστασίων από τα ισχυρότερα συμμαχικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης – εξέλιξη που θα καθίστατο αναπόφευκτη στην περίπτωση που η στρατιωτική στρατηγική του ΝΑΤΟ βασιζόταν αποκλειστικά στην πυρηνική αποτροπή. Δεύτερον, να καθησυχάσουν κυρίως τους Δυτικογερμανούς συμμάχους περί της αξιοπιστίας της αμερικανικής δέσμευσης για την άμυνα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ, δηλαδή της Δυτικής Γερμανίας), σε μια εποχή που οι ίδιες οι ΗΠΑ καθίσταντο ολοένα πιο ευάλωτες σε σοβιετική πυρηνική επίθεση. Αν η δυτικογερμανική ηγεσία ένιωθε ότι η αμερικανική εγγύηση για την ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας είχε εξασθενήσει, θα κινούνταν για την ανάπτυξη αυτόνομου δυτικογερμανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Κάτι τέτοιο όμως θα αποτελούσε ανάθεμα για τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και επίφοβη εξέλιξη για πολλούς Δυτικοευρωπαίους συμμάχους, που δεν επιθυμούσαν μια στρατιωτικά αυτόνομη και πανίσχυρη ΟΔΓ. Οπως είχε αποδοθεί επιγραμματικά και σχηματικά, σκοπός της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εξαρχής υπήρξε: «to keep the Russians out, the Americans in, and the Germans down». Το νέο δόγμα λοιπόν αποσκοπούσε να συνεχίσει να παρέχει αμερικανική «πυρηνική» προστασία στη Βόννη καθώς και έμμεσες εγγυήσεις για τη συνέχιση της παραμονής ισχυρών αμερικανικών δυνάμεων στο δυτικογερμανικό έδαφος.
Η ευρωπαϊκή διάσταση του νέου δόγματος
Ο δρόμος προς την υιοθέτηση της «ευέλικτης ανταπόδοσης» από το ΝΑΤΟ δεν υπήρξε ούτε σύντομος ούτε εύκολος. Στην πράξη, κατά την περίοδο 1961-1968, η Ουάσιγκτον δεν επέδειξε αξιόλογο ζήλο για ουσιώδη αναθεώρηση της νατοϊκής στρατηγικής αντίληψης και του επιχειρησιακού σχεδιασμού, και εξέπεμπε μάλλον αντιφατικά σήματα στους Ευρωπαίους εταίρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν είχαν ενιαία γραμμή και δεν κατέληξαν σε οριστικό συμπέρασμα για τη στρατιωτική/επιχειρησιακή χρησιμότητα και τον ρόλο των τακτικών πυρηνικών όπλων στο πλαίσιο της διαμορφωθείσας νέας στρατηγικής. Ομως, τα ευρισκόμενα στην Ευρώπη αμερικανικά τακτικά πυρηνικά όπλα εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν έναν σημαντικό πολιτικό σκοπό: να πειστούν οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι (αλλά και οι Σοβιετικοί) περί της αξιοπιστίας της αμερικανικής πυρηνικής «ομπρέλας». Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός και το είδος αυτών των όπλων στη Δυτική Ευρώπη.
Επιπλέον, η εποχή εκείνη υπήρξε περίοδος σοβαρών τριβών μεταξύ των ΗΠΑ και των ισχυρότερων δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι τις επιπρόσθετες συμβατικές δυνάμεις όφειλαν να συνεισφέρουν οι Ευρωπαίοι: η εκρηκτική άνοδος της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά το 1950 αλλά και το διευρυνόμενο αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εξαιτίας της συνεχιζόμενης παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη και της παροχής στρατιωτικής βοήθειας στα πιο αδύναμα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, συνηγορούσαν στο να σηκώσουν οι Δυτικοευρωπαίοι, κι όχι οι Αμερικανοί, το βάρος του κόστους της ανάπτυξης νέων νατοϊκών δυνάμεων για την προστασία της Δυτικής Ευρώπης.
Ωστόσο, οι Δυτικοευρωπαίοι δεν έβλεπαν θετικά την αλλαγή της στρατηγικής του ΝΑΤΟ με τη σχετική υποβάθμιση της σημασίας των πυρηνικών όπλων και την αναβάθμιση του ρόλου της συμβατικής ισχύος. Οι λόγοι ποίκιλλαν.
Ο βασικότερος ίσως υπήρξε η συνεχιζόμενη απροθυμία των Ευρωπαίων εταίρων να επωμιστούν το πρόσθετο οικονομικό βάρος νέων συμβατικών εξοπλισμών. Ακόμη, παρότι όλοι αντιλαμβάνονταν τον βαθμό καταστροφής που θα συντελούνταν στο κεντροευρωπαϊκό μέτωπο από ενδεχόμενη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, απεχθάνονταν εξίσου το ενδεχόμενο γενικευμένου συμβατικού πολέμου (που αναπόφευκτα θα διεξαγόταν κυρίως στο δυτικοευρωπαϊκό έδαφος). Ακόμη, η Βρετανία και κυρίως η Γαλλία είχαν δώσει ύψιστη προτεραιότητα στη δημιουργία αυτόνομου πυρηνικού οπλοστασίου και ήταν απρόθυμες να κατευθύνουν αυξημένα κονδύλια του αμυντικού τους προϋπολογισμού στους συμβατικούς εξοπλισμούς.
Πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την αμερικανική επίσημη θέση και τη ρητορεία για ανάγκη ενίσχυσης των νατοϊκών συμβατικών δυνάμεων, τόσο ο Κένεντι όσο και ο Τζόνσον επανειλημμένως απείλησαν να προχωρήσουν σε σημαντική μείωση των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων (και των τριβών) με τους Δυτικοευρωπαίους.
Η νέα στρατηγική και τα ελλείμματά της
Από το 1964 η προεδρία Τζόνσον επιδίωξε με μεγαλύτερο σθένος την αλλαγή της νατοϊκής στρατηγικής. Ομως, για δύο έτη δεν ελήφθη ουσιαστικά κανένα μέτρο προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης της νατοϊκής στρατηγικής, εν πολλοίς εξαιτίας της σθεναρής αντίδρασης της Γαλλίας, που επιθυμούσε να παραμείνει η μαζική πυρηνική ανταπόδοση ο ακρογωνιαίος λίθος της νατοϊκής στρατηγικής. Με την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας (το 1966) το εμπόδιο αυτό παρακάμφθηκε. Ακολούθησαν τριμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την ΟΔΓ, οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο για την αναθεώρηση της νατοϊκής στρατιωτικής στρατηγικής, όπως αποτυπώθηκε στο έγγραφο MC 14/3 που εγκρίθηκε από τη Στρατιωτική Επιτροπή της Συμμαχίας.
Η νέα στρατηγική αντίληψη υιοθετήθηκε επισήμως από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 1967 και έμεινε τελικά γνωστή ως «ευέλικτη ανταπόδοση». Στην πραγματικότητα, παρείχε ένα γενικό περίγραμμα-σχέδιο για την αποτροπή ή την άμυνα έναντι ποικίλων ενδεχόμενων σοβιετικών επιθετικών ενεργειών ή προκλήσεων, από γενικό πυρηνικό πόλεμο μέχρι πολιτική υπονόμευση. Ωστόσο, το κύριο βάρος της ανάλυσης πλέον έπεφτε στην αντιμετώπιση ησσόνων απειλών, καθώς τα όργανα της συμμαχίας εκτιμούσαν ότι, τουλάχιστον ως προς τον Κεντρικό Τομέα, υπήρχε μια σχετική στρατιωτική ισορροπία και ότι η εκδήλωση προμελετημένης σοβιετικής επιθετικής ενέργειας (πυρηνικής ή συμβατικής) φάνταζε ως απίθανη. Ακόμη, λαμβανόταν ως δεδομένο ότι σε περίπτωση που μια κρίση ή θερμό επεισόδιο κατέληγε σε γενικευμένη σύρραξη, θα υπήρχε επαρκής χρόνος για την πλήρη κινητοποίηση των εφεδρειών της συμμαχίας (και κυρίως τη μεταφορά πρόσθετων αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη). Πάντως, το MC 14/3 αποτελούσε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις απόψεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων συμμάχων: ιεράρχησε τις πιθανές νατοϊκές αντιδράσεις σε ενδεχόμενο πολέμου, από την προβολή άμυνας με συμβατικά όπλα, στην κλιμάκωση με χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, ως την προσφυγή σε γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο. Πλέον, βασικό μέσο αποτροπής ενδεχόμενης σοβιετικής επιθετικής ενέργειας οποιασδήποτε κλίμακας ήταν ο φόβος της κλιμάκωσης της νατοϊκής αντίδρασης, παρά η αυτόματη προσφυγή στην ευρεία χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της ΕΣΣΔ.
Πληθώρα δυνατοτήτων
Για την εφαρμογή της παραπάνω στρατηγικής, οι νατοϊκές δυνάμεις όφειλαν να διαθέτουν πληθώρα στρατιωτικών δυνατοτήτων ώστε να δύνανται να αντιδράσουν «συμμετρικά», ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση. Σε κάθε περίπτωση, η νέα στρατηγική έδινε σαφώς μεγαλύτερο βάρος στη συμβατική ισχύ σε σχέση με το παρελθόν, αλλά απείχε πολύ από το να προβλέπει την αντιμετώπιση οποιασδήποτε κλίμακας συμβατικής σοβιετικής επίθεσης με συμβατικά μέσα μόνο. Αν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, η προσφυγή σε πυρηνικά όπλα, πρώτα τακτικά και έπειτα προφανώς στρατηγικά, θα αποτελούσε το επόμενο βήμα. Γενικά, η νέα στρατηγική ήταν αρκετά γενική και ασαφής. Ακόμη, παρά την αυξημένη σημασία που αποδιδόταν στις συμβατικές δυνάμεις του Κεντρικού Τομέα, εκείνες στην πραγματικότητα μειώθηκαν κατά το διάστημα 1967-68. Η τάση αυτή, που πήγαζε από εφησυχασμό σχετικά με τις σοβιετικές προθέσεις, αντιστράφηκε έπειτα από την καταστολή της «άνοιξης της Πράγας» από σοβιετικές δυνάμεις τον Αύγουστο του 1968 (την οποία οι νατοϊκοί αναλυτές είχαν αποτύχει να προβλέψουν).
* Ο κ. Διονύσιος Χουρχούλης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.