Απάντηση έδωσε η Κομισιόν, δια του Επιτρόπου της για θέματα Οικονομικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, στην ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, αναφορικά με το υπερβολικό γερμανικό πλεόνασμα και τις συνέπειες που έχει και για την εθνική της οικονομία, άλλα συνολικά και για την πορεία της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μοσκοβισί αναγνωρίζοντας το γερμανικό πλεόνασμα ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα για ολόκληρη την Ευρωζώνη, σημειώνει πως τον Φεβρουάριο του 2017 η Κομισιόν δημοσίευσε έκθεση, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το σταθερά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά αποταμίευση που υπερβαίνει τις επενδύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της Γερμανίας και να επηρεάσει την αποκατάσταση της ισορροπίας και τις προοπτικές ανάπτυξης στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ».
Επιπλέον, ο κ. Μοσκοβισί συμπληρώνει πως τον Μάιο του 2017, «η Επιτροπή παρουσίασε τις προτάσεις της με νέες συστάσεις ανά χώρα, που συμπεριλαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης, την επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων, τη διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, την τόνωση της προσφοράς εργασίας σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού και τη στήριξη των προϋποθέσεων για μεγαλύτερη αύξηση των πραγματικών μισθών».
Ωστόσο, όσον αφορά τα ερωτήματα που προκύπτουν για την κατάσταση της Ευρωζώνης, ο κ. Μοσκοβισί σημειώνει πως «η Επιτροπή ήδη από το 2016 έχει ζητήσει πιο θετικό συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό εντός της ζώνης του ευρώ. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια θα πρέπει να επωφεληθούν από τα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων που επικρατούν, έτσι ώστε να προωθήσουν τις επενδύσεις». Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τη Κομισιόν, θα στήριζε την ανάκαμψη και θα αντιστάθμιζε το κενό επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί από το ξέσπασμα της κρίσης.
Σε ερώτησή του ο επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημ. Παπαδημούλης, είχε υπογραμμίσει τα προβλήματα που προκύπτουν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα από τα υπερβολικά πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας, καθώς και τα ανεπαρκή αποτελέσματα των ευρωπαϊκών πολιτικών στο ζήτημα αυτό και ζητούσε από την Κομισιόν πολιτικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, καθώς και συγκεκριμένες πολιτικές, ώστε το λεγόμενο «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» να γίνει επιτέλους και «Σύμφωνο Ανάπτυξης», με ιδιαίτερη μέριμνα για τις χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία προσαρμογής.
Ακολουθούν οι πλήρεις ερώτηση και απάντηση:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-001481/2017 προς την Επιτροπή
Θέμα: Υπερβάλλον γερμανικό πλεόνασμα και μέσο εισόδημα γερμανικής αγοράς εργασίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την Πέμπτη 23.02.2017 η Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας, το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του κρατικού προϋπολογισμού για το 2016 ανέρχεται στα 23,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών είναι προτεραιότητα για την Επιτροπή, ωστόσο τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα για τα υπερβολικά πλεονάσματα είναι ανύπαρκτα. Ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Π. Μοσκοβισί, χαρακτήρισε το ύψος του γερμανικού πλεονάσματος «μη υγιές» και κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση να ενδυναμώσει σημαντικά την εσωτερική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Παράλληλα, η πρόσφατη έρευνα του Eurofound για τις συνθήκες εργασίας στην ΕΕ φέρνει τη Γερμανία σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις αναφορικά με το ύψος του εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, πάνω από το 60% των εργαζομένων της έχει ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από τον γερμανικό μέσο όρο.
Με βάση τα παραπάνω, ερωτάται η Επιτροπή:
1. Ποιες πολιτικές πρωτοβουλίες σκοπεύει να αναλάβει η Επιτροπή, ώστε να αντιμετωπιστούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες εντείνονται από τα υπερβολικά πλεονάσματα χωρών όπως η Γερμανία;
2. Ποιες πολιτικές σχεδιάζει η Επιτροπή, ώστε το λεγόμενο «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» να γίνει επιτέλους και «Σύμφωνο Ανάπτυξης», με ιδιαίτερη μέριμνα για τις χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία προσαρμογής;
E-001481/2017
Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Επιτροπής (17.7.2017)
Η εποπτεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της ΕΕ πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΔΜΑ). Στο πλαίσιο αυτό, στις 22 Φεβρουαρίου 2017, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δημοσίευσαν τη έκθεση χώρας για τη Γερμανία, συμπεριλαμβάνοντας εμπεριστατωμένη επισκόπηση σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Η εν λόγω ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σταθερά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά αποταμίευση που υπερβαίνει τις επενδύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της Γερμανίας και να επηρεάσει την αποκατάσταση της ισορροπίας και τις προοπτικές ανάπτυξης στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Συστάσεις ανά χώρα που έχουν σχέση με τη ΔΜΑ εκδίδονται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο μία φορά τον χρόνο. Στις 22 Μαΐου 2017, η Επιτροπή παρουσίασε τις προτάσεις της για νέες συστάσεις ανά χώρα που συμπεριλαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης, την επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων, την διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, την τόνωση της προσφοράς εργασίας σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού και τη στήριξη των προϋποθέσεων για μεγαλύτερη αύξηση των πραγματικών μισθών.
Οι απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχουν καθοριστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Κατά την εφαρμογή τους, η Επιτροπή βασίζεται στην ορθή οικονομική κρίση και λαμβάνει υπόψη της τις ειδικές συνθήκες ανά χώρα. Το 2015 η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό την ευελιξία στο πλαίσιο των κανόνων του ΣΣΑ. Η εν λόγω προσέγγιση, την οποία ενέκρινε το Συμβούλιο, ενίσχυσε τη σχέση μεταξύ επενδύσεων, οικονομικών συνθηκών και δημοσιονομικής υπευθυνότητας προς όφελος της στήριξης της ανάπτυξης.
Επιπλέον, σε ανακοίνωση του 2016, η Επιτροπή ζητεί πιο θετικό συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό εντός της ζώνης του ευρώ. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια θα πρέπει να επωφεληθούν από τα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων που επικρατούν, έτσι ώστε να προωθήσουν τις επενδύσεις. Κάτι τέτοιο θα στήριζε την ανάκαμψη και θα αντιστάθμιζε το κενό επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί από το ξέσπασμα της κρίσης.