Στον απόηχο των απειλών που έχει εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ για τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας, έκθεση που δημοσίευσε το αμερικανικό think tank «Τhe Conference Board» επισημαίνει ότι ενδεχόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας δεν θα έπληττε σε σημαντικό βαθμό τις ΗΠΑ, τις χώρες της Ε.Ε. και, γενικότερα, τις ανεπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως. Αντίθετα, σε περίπτωση που ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η Κίνα ενδέχεται να υποστεί σοβαρότερες οικονομικές ζημίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προστιθέμενη αξία από τις εξαγωγές στην Κίνα είναι περιορισμένη. Ειδικότερα, η προστιθέμενη αξία των ΗΠΑ από τις εξαγωγές προς την Κίνα αντιστοιχεί στο 0,7% του ΑΕΠ, ενώ η αντίστοιχη προστιθέμενη αξία από τις εξαγωγές της Ε.Ε. προς την Κίνα υπολογίζεται στο 1,6% του ΑΕΠ. Ακόμη και για τη γειτονική Ιαπωνία, αυτή η αξία αντιστοιχεί στο 2,1% του ΑΕΠ. Στον αντίποδα, η προστιθέμενη αξία από τις εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ αντιστοιχεί περίπου στο 3% του ΑΕΠ, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι επιπτώσεις θα είναι οικονομικά περισσότερο επιζήμιες για το Πεκίνο σε περίπτωση σύγκρουσης με τη διοίκηση Τραμπ. «Φωτεινές» εξαιρέσεις είναι η Αυστραλία, που αποτελεί βασικό εμπορικό εταίρο της Κίνας κυρίως στον τομέα της ενέργειας, και η Νότια Κορέα, των οποίων η προστιθέμενη αξία από τις εξαγωγές στην Κίνα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι 4,4% και 6,8% αντίστοιχα. Ο Ερικ Λιντχ, επικεφαλής οικονομολόγος της «Conference Board» και ένας από τους συντάκτες της προαναφερθείσας έκθεσης, δήλωσε στους Financial Times ότι ένας ενδεχόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας δεν φαίνεται να αποτελεί μεγάλη απειλή για την αμερικανική οικονομία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, οι έμμεσες συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από το ξέσπασμα ενός εμπορικού πολέμου στον οποίο συμμετέχουν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και για τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές. Συγκεκριμένα, οι Αμερικανοί καταναλωτές ίσως υποστούν πλήγμα από την αύξηση των τιμών στα εισαγόμενα προϊόντα, καθώς ενδεχόμενη ρήξη στις εμπορικές σχέσεις θα επηρεάσει την πορεία του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση τους ίδιους τους καταναλωτές. Ηδη ο κ. Τραμπ έχει απειλήσει την Κίνα με το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες στις εμπορικές πρακτικές της. Μάλιστα, την προηγούμενη εβδομάδα, ο Στιβ Μπάνον, τέως επικεφαλής στρατηγικής του Ντόναλντ Τραμπ και ένας από τους δεκάδες συμβούλους του Τραμπ που αποφάσισαν να παραιτηθούν από τα καθήκοντά τους, είχε τονίσει ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονται σε «οικονομικό πόλεμο» από τον οποίο μπορεί να υπάρξει μόνον ένας νικητής.
Αλλαγή πλεύσης
Σύμφωνα με δημοσίευμα των FT, η αμφιλεγόμενη πρόταση του κ. Τραμπ για διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τις κινεζικές εισαγωγές χαλκού δεν αποτελεί βασικό στόχο της κυβέρνησης, η οποία έχει στραμμένη πλέον την προσοχή της στη μεταρρύθμιση της φορολογικής πολιτικής. Αυτό συμβαίνει διότι ο κ. Τραμπ προσπαθεί εντόνως να συσπειρώσει τα μέλη του κόμματός του και να ενισχύσει τους δεσμούς του με τους Αμερικανούς επενδυτές. Σημειωτέον ότι οι συνεχόμενες πολιτικές ήττες που έχει υποστεί η κυβέρνηση Τραμπ, κυρίως όσον αφορά την κατάργηση του Obamacare, έχουν προκαλέσει την αντίδραση μερίδας των Ρεπουμπλικανών.
40 χώρες έχουν πλεόνασμα με την Κίνα
Ενώ οι ΗΠΑ στρέφονται κατά της Κίνας και δεν σταματούν να επικρίνουν το υπερμέγεθες εμπορικό της πλεόνασμα, υπάρχουν χώρες που έχουν μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα στις συναλλαγές τους με την Κίνα. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, στη λίστα περιλαμβάνονται 40 χώρες παγκοσμίως, ενώ την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Νότια Κορέα, η οποία σημειώνει εμπορικό πλεόνασμα ύψους 72,2 δισ. δολ. σε σχέση με την Κίνα. Τη Νότια Κορέα ακολουθούν η Ελβετία και η Αυστραλία, ενώ στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Βραζιλία και έπεται η Μαλαισία.
Πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε το 2015 η Παγκόσμια Τράπεζα καταδεικνύουν ότι η Κίνα εισάγει κυρίως ηλεκτρονικά μηχανήματα, εξαρτήματα και συσκευές από τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία και τη Γερμανία. Τα συστήματα ημιαγωγών αποτελούν βασικό εξάρτημα που εισάγει η κινεζική οικονομία από χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Μαλαισία, τα οποία τοποθετούνται σε άλλα προϊόντα που συγκεντρώνουν τα εργοστάσια στην Κίνα.
Επίσης, η Αυστραλία και η Μογγολία παρέχουν στην κινεζική οικονομία μεταλλεύματα, σίδερο και άνθρακα, ενώ η Ανγκόλα, το Ομάν, το Ιράν και η Βενεζουέλα ενισχύουν την κινεζική οικονομία με τα αποθέματά τους σε πετρέλαιο. Φυσικό αέριο προμηθεύεται η Κίνα από το Τουρκμενιστάν. Η Ελβετία, που παρουσιάζει σε μέγεθος το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα έναντι της Κίνας, εξάγει στη χώρα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και αξεσουάρ όπως τα ρολόγια.
Οπως επιβεβαιώνει και το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας, η Βραζιλία αποτελούσε τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σόγιας προς την Κίνα, καθώς το Πεκίνο εισήγαγε το προηγούμενο έτος 38 εκατ. τόνους σόγιας.
Η Βραζιλία εξήγαγε, επίσης, πέρυσι στην Κίνα λάδι από σόγια, κρέας και ζάχαρη.