Στα επόμενα πέντε χρόνια, οι σχέσεις της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα είναι ανταγωνιστικές και τεταμένες. Η Ρωσία δεν θα εισβάλει σε έδαφος του ΝΑΤΟ χωρίς να προκληθεί, αλλά περιστατικά που θα εκτείνονται κατά μήκος των νέων γραμμών μετώπου, από την Αρκτική μέχρι την Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα και αλλού, ενδέχεται περιστασιακά να βάλουν σε κίνδυνο την ειρήνη μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Επιχειρώντας από θέση αδυναμίας έναντι των αντιπάλων της, η Ρωσία θα συνεχίσει να καταφεύγει σε αντισταθμιστικούς παράγοντες. Αυτοί θα ποικίλουν από την αυξημένη εξάρτηση από την πυρηνική αποτροπή μέχρι τη δημιουργία ισορροπιών στο εσωτερικό υπέρ της Μόσχας. Από την ταχεία λήψη αποφάσεων και την τολμηρή δράση, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης βίας, μέχρι την ασάφεια και τις υβριδικές επιχειρήσεις. Και από το γεγονός ότι το διακύβευμα για τη Ρωσία σε αυτή την αναζωογονημένη αντιπαλότητα, είναι μεγαλύτερο από ό,τι για τις δυτικές χώρες, λόγω και του ότι η Ρωσία ρισκάρει και με μεγαλύτερους κινδύνους και να υπόκειται μεγαλύτερες ζημιές από ό,τι οι αντίπαλοί της.
η διαχείριση της σύγκρουσης Ρωσίας-Δύσης υπό αυτές τις συνθήκες θα είναι ύψιστης σημασίας. Βασικά ζητήματα είναι η αποτροπή περιστατικά που περιλαμβάνουν μαχητικά αεροσκάφη και ναυτικά πλοία μέσω μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, η διασφάλιση ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας λειτουργούν σωστά, ακόμη και στο στρατιωτικό επίπεδο, και η ύπαρξη αξιόπιστων ομάδων-ατόμων και στις δύο πλευρές, ικανών να εμπλακούν σε εμπιστευτικό και εποικοδομητικό διάλογο επί αντικρουόμενων ζητημάτων και επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, όπως η στρατηγική σταθερότητα.
Στο γενικό περιβάλλον της σύγκρουσης, η αλληλεπίδραση της Ρωσίας με τις Δυτικές χώρες θα είναι στην καλύτερη περίπτωση συναλλακτική, με βάση τα εθνικά συμφέροντα όταν αυτά συμπίπτουν ή έρχονται αρκετά κοντά. αντί να αποφύγει τη συνεργασία με τη Δύση, η Μόσχα θα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της σε αυτά τα ζητήματα. Ωστόσο η Ρωσία θα εμπλακεί μόνο όταν ικανοποιηθεί στο ότι οι ΗΠΑ της συμπεριφέρονται ως ίσο και ότι λαμβάνουν υπόψη τους τα ρωσικά συμφέροντα. Για το Κρεμλίνο, αυτός είναι ο απώτερος στόχος εξωτερικής πολιτικής. Είναι απίθανο αυτή η άποψη να υιοθετηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, η επίτευξη αυτού του στόχου θα απαιτούσε η Δύση να σεβαστεί τον χώρο ασφαλείας της Ρωσίας αποκλείοντας τη συμμετοχή της Ουκρανίας, της Μολδαβίας, της Γεωργίας ή οποιασδήποτε άλλης πρώην σοβιετικής δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ. Επίσης θα απαιτούσε το να δοθεί σε αυτές τις χώρες ένα ουδέτερο status μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, να διαχειριστούν οι διεθνείς κρίσεις από κοινού υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο η Ρωσία έχει δικαίωμα άσκησης βέτο, και να αποκατασταθούν οι φυσιολογικοί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, επιλύοντας παράλληλα το ζήτημα του Ντονμπας στη βάση της συμφωνίας Μίνσκ ΙΙ και βρίσκοντας μια φόρμουλα για την αναγνώριση της Κριμαίας ως μέρος της Ρωσίας, σύμφωνα με τις επιθυμίες των κατοίκων της Κριμαίας.
Στα ζητήματα στα οποία Ρωσία και Δύση βασικά συμφωνούν, η Ρωσία θα πρέπει, κατά την άποψη του Κρεμλίνου, να είναι πλήρης εταίρος της Ουάσιγκτον. Όταν διαφωνούν ριζικά, οι διαφορές τους θα πρέπει να καταπνίγονται, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζουν τη συνεργασία όταν αυτό είναι δυνατό -όπως με το καθεστώς της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας στη διάρκεια της σύντομης περιόδου του αμερικανό-ρωσικού reset που επιχειρήθηκε το 2009. Σε όλα τα ζητήματα στο μεταξύ, θα πρέπει να επιδιώκεται αμοιβαίως αποδεκτός συμβιβασμός. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη της Ουάσιγκτον για τη σχέση.
Σε ευρύτερα ζητήματα παγκόσμιας τάξης, στη Ρωσία δεν έχει προσφερθεί εναλλακτικός σχεδιασμός για ό,τι υπάρχει σήμερα και κανένα περιληπτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Δεν είναι η παγκόσμια τάξη αυτή κάθε αυτή την οποία έχει αμφισβητήσει η Μόσχα, αλλά η αμερικανική κυριαρχία αυτής της τάξης. Ως εκ τούτου, οι διεκδικήσεις της Μόσχας ήταν περισσότερο διαδικαστικές παρά ουσιαστικές. Οι Ρώσοι ήθελαν μια μόνιμη έδρα σε μια υψηλόβαθμη θέση, με de facto ή de sure εξουσία άσκησης βέτο -όπως αυτή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Ρωσία επιθυμούσε να είναι μέρος του μηχανισμού λήψης αποφάσεων, όχι να κάθεται και να περιμένει τους κανόνες που αναπτύσσει η υπό αμερικανική ηγεσία διεθνής κοινότητα. Επομένως, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ ήταν πάντα το σωστό μοντέλο για τους Ρώσους, ενώ το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, στο οποίο η Ρωσία αντικρούεται από 28 συμμάχους που δεσμεύονταν από την αλληλεγγύη της συμμαχίας την έχει απογοητεύσει.
Ωστόσο, μετά το διάλειμμα που συνέβη το 2014, λίγοι Ρώσοι αναμένουν ότι η Δύση θα κάνει χώρο για αυτούς. Με την αντιπαράθεση και την αποξένωση να εδραιώνεται όλο και πιο βαθιά κάθε χρόνο που περνάει, οι Ρώσοι έχουν γίνει πιο επιφυλακτικοί σχετικά με μια πραγματικά παγκόσμια τάξη. Κατά την άποψή τους, αυτή η τάξη αντικαθίσταται από περιφερειακές διευθετήσεις: την επιβεβαίωση των θέσεων των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία, στην πρωτοβουλία της Κίνας “Μία ζώνη, ένας δρόμος”, και ούτω κάθε εξής. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση έχουν καταστρέψει την έννοια του “Ενός Κόσμου” την οποία προώθησαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ως εκ τούτου η Ρωσία έχει αρχίσει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή σε περιφερειακές και υποπεριφερειακές συνθέσεις: στις BRICS, στην SCO, στην EEU και στον Οργανισμό Συλλογικής Συνθήκης για την Ασφάλεια (CSTO), και άλλους. Από τα παγκόσμια συμβούλια που απομένουν, το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ και η G20 θεωρούνται ακόμη χρήσιμα.
Ωστόσο, εάν η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας θα πετύχει τους στόχους της σε οποιοδήποτε επίπεδο, θα εξαρτηθεί κυρίως από την επιτυχία ή την αποτυχία της οικονομικής ανάκαμψης της Ρωσίας. Τα επόμενα πέντε χρόνια πιθανώς δεν θα δώσουν μια καθοριστική απάντηση στο ερώτημα, αλλά θα μας φέρουν πιο κοντά σε μια ετυμηγορία.