Πριν από σχεδόν εννέα χρόνια, ο κόσμος κλονίστηκε από τη χειρότερη οικονομική κρίση μετά το 1929. Η κατάρρευση της Lehman Brothers οδήγησε σε ένα ντόμινο που επηρέασε τις τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα επιτόκια “εκτοξεύτηκαν”, οι επενδυτές εγκατέλειψαν τα “ριψοκίνδυνα” assets και στράφηκαν προς την ασφάλεια που παρέχουν τα παραδοσιακά “καταφύγια”. Φοβούμενες ότι η δεκαετία του ‘30 μπορεί να επαναληφθεί, οι κεντρικές τράπεζες “έριξαν” χρήμα, στηρίζοντας προβληματικές αγορές και τις τιμές των assets, μέσω προγραμμάτων μαζικής αγοράς περιουσιακών στοιχείων, την ώρα που οι κυβερνήσεις διέσωζαν τις υπό κατάρρευση τράπεζες. Το 2009, η G20 ξεκίνησε ένα συντονισμένο πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης που στόχο είχε την αποκατάσταση του εμπορίου, την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας σε όλο τον κόσμο.
Αυτά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης είχαν αποτέλεσμα. Παρά τη βαθιά ύφεση, ο φόβος της μεγάλης οικονομικής “σύνθλιψης” δεν επιβεβαιώθηκε. Πράγματι, το ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά στις περισσότερες χώρες και η ανεργία αυξήθηκε. Ωστόσο, ο επικίνδυνος φαύλος κύκλος του αποπληθωρισμού της Μεγάλης Ύφεσης απετράπη.
Όμως το κόστος της κρίσης προκάλεσε υπέρογκα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξήθηκε από το 3% του ΑΕΠ το 2007 στο 10,8% του ΑΕΠ το 2009. Το έλλειμμα προς το ΑΕΠ συνιστά, φυσικά, μια αναλογία: Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται εν μέρει στη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ. Βέβαια, το έλλειμμα αυξήθηκε και υπολογίζοντάς το σε βρετανικές λίρες, φθάνοντας στα άνευ προηγουμένου επίπεδα των 90 δισ. λιρών το 2009. Την ίδια στιγμή, οι διασώσεις των τραπεζών αύξησαν προσωρινά το χρέος της Βρετανίας σε σχέση με το ΑΕΠ της, σε πάνω από 50%.
Η ελληνική κρίση, το 2009, κατέδειξε πόσο ευπαθείς είναι οι χώρες που έχουν υψηλό χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ τους και υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Ο φόβος μαζικής φυγής των επενδυτών ενδυνάμωσε τις εκκλήσεις για δημοσιονομική εξυγίανση, τις οποίες τροφοδότησε και η διαβόητη μελέτη των Reinhart και Rogoff που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2010 και η οποία υποτίθεται ότι είχε ως στόχο να δείξει ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ είναι επιζήμια για την οικονομική ανάπτυξη.
Τον Μάιο του 2010, η Βρετανία εξέλεξε μια κυβέρνηση, δίδοντάς της την εντολή να ακολουθήσει ένα ταχύ πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Και έκανε ακριβώς αυτό, αυξάνοντας τους φόρους στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις και μέσω μεγάλων περικοπών στις κρατικές δαπάνες. Μέσα σε έναν χρόνο, η ανάκαμψη στη Βρετανία είχε περιοριστεί, ενώ γινόταν λόγος και για νέα ύφεση. Μετά από κάποια χρόνια, τόσο το έλλειμμα όσο και το χρέος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα – αν και η δημοσιονομική λιτότητα έχει κουράσει πλέον τους πάντες.
Η Βρετανία δεν ήταν η μόνη χώρα που αντικατέστησε τη δημοσιονομική επέκταση με τη δημοσιονομική λιτότητα, σε βάρος της ανάκαμψής της. Το έκαναν πολλές ακόμη χώρες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Αλλά η περίπτωση της Ελλάδας ξεχωρίζει. Από το 2010 και έπειτα, υπήρξαν επανειλημμένες διασώσεις που συνοδεύονταν από σκληρά δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας που υποτίθεται ότι είχαν ως σκοπό να μειώσουν, καθιστώντας βιώσιμα, τα επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας. Απέτυχαν οικτρά. Σήμερα, μετά από επτά χρόνια, η οικονομία της Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τέταρτο, η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από το 20% (ενώ η ανεργία στους νέους αγγίζει διπλάσιο ποσοστό) και μετά βίας αναπτύσσεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, το ΔΝΤ λέει τώρα ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο. Τα μέτρα λιτότητας δεν πέτυχαν ούτε κατά διάνοια τον στόχο τους. Απόλυτη, καταστροφική αποτυχία – μαμούθ.
Σε μια νέα μελέτη που παρουσιάσθηκε στο Jackson Hole, την προηγούμενη εβδομάδα, οι οικονομολόγοι Alan Auerbach και Yuriy Gorodnichenko έδειξαν ότι, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η δημοσιονομική επέκταση, μετά από ένα σοβαρό δημοσιονομικό σοκ, όπως ήταν και εκείνο του 2008, δεν έχει οδηγήσει στην αύξηση του χρέους προς το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το χρέος θα μπορούσε να έχει καταστεί περισσότερο βιώσιμο, όχι λιγότερο, μετά από δημοσιονομικά υποστηρικτικά μέτρα.
Τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης έχουν αποτέλεσμα. Τι κρίμα που δεν επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να το δοκιμάσουμε.
Και τι γίνεται με την περίπτωση της Ελλάδας; Η δημοσιονομική λιτότητα ήταν σίγουρα αναγκαία;
Ίσως. “Η εμπειρία της Ελλάδας και άλλων χωρών στη Νότια Ευρώπη είναι μια γερή προειδοποίηση για τους πολιτικούς κινδύνους και τα όρια της δημοσιονομικής πολιτικής”, λένε οι ερευνητές.
Εκτιμούν ότι η δημοσιονομική επέκταση έχει αποτέλεσμα ακόμη και όταν τα επίπεδα του χρέους προς το ΑΕΠ είναι υψηλά.
Επομένως, όταν το χρέος της Ελλάδας αντιστοιχούσε στο 100% του ΑΕΠ της, η δημοσιονομική επέκταση θα μπορούσε να έχει αποδειχθεί μια καλή στρατηγική. Τώρα, ασφαλώς, το χρέος της Ελλάδας έχει εκτοξευτεί, εξ αιτίας της προαναφερθείσας καταστροφικής αποτυχημένης πολιτικής που εφαρμόστηκε. Οι ερευνητές προειδοποιούν πως τα ευρήματά τους είναι αβέβαια, όσον αφορά στα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ. Επομένως, τώρα ίσως είναι πολύ αργά για δημοσιονομική επέκταση στην Ελλάδα. Τι τραγωδία.
“Έχουμε δώσει καταστροφικά κακές συμβουλές σε χώρες με υψηλά χρέη/ΑΕΠ”, είπε ο Jason Furman, ο πρώην επικεφαλής του συμβουλίου οικονομικών συμβούλων του Barack Obama, που σήμερα βρίσκεται στο Harvard.
Πολύ σωστά. Και η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά.
Όμως δεν είναι μόνο η Ελλάδα που το πλήρωσε. Εάν οι Auerbach και Gorodnichenko έχουν δίκιο, τότε ο δρόμος που έχει ακολουθηθεί από το 2010 ήταν ο λάθος για πολλές περισσότερες χώρες. Πλήττουν την ανάκαμψή τους και τους λαούς τους, εφαρμόζοντας πρόωρη δημοσιονομική προσαρμογή, την ώρα που αναθέτουν στις κεντρικές τράπεζες την προώθηση μιας ανάκαμψης που η νομισματική πολιτική είναι ανίκανη να παράγει. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε μια παρατεταμένη και εντελώς περιττή παγκόσμια επιβράδυνση, η οποία θα αφήσει τα σημάδια της, για μεγάλο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα στους νέους.
Ολοκληρωτική, απόλυτη, καταστροφική αποτυχία. Και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.