Με το φάσμα των επιπτώσεων από πιθανή σκλήρυνση της τουρκικής στάσης βρίσκεται αντιμέτωπη η Αθήνα, έπειτα από το διπλό «πάγο» που έβαλαν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Αγκυρας οι δύο βασικοί υποψήφιοι για την καγκελαρία της Γερμανίας. Η σκληρή στάση που τήρησαν η καγκελάριος Aγκελα Μέρκελ και ο επικεφαλής του SPD Μάρτιν Σουλτς έναντι της Aγκυρας, πρακτικά δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην τακτική που είχε επιλέξει το Μέγαρο Μαξίμου περί σύνδεσης των ελληνοτουρκικών με τα ευρωτουρκικά. Πρόκειται για μια στρατηγική την οποία το Μαξίμου είχε φιλοτεχνήσει αρκετά προσεκτικά και ξεδίπλωσε επικοινωνιακά έπειτα από τις συναντήσεις του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Πεκίνο και με τον Τούρκο ομόλογό του Μπιναλί Γιλντιρίμ στην Αθήνα. Ηδη, έμπειροι παρατηρητές διερωτώνται τι στάση θα τηρήσει ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας κατά την επόμενη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, όταν σχεδόν το σύνολο των Ευρωπαίων ηγετών θα διάκειται αρνητικά στο ενδεχόμενο συνέχισης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Κατά την προηγούμενη είχε εμφανιστεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ε.Ε., τονίζοντας, μάλιστα, ότι δίχως πρόοδο στα ελληνοτουρκικά, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας καθίσταται μάλλον επισφαλής.
Πέρα από τη ρητορική Ερντογάν και σκληροπυρηνικών υποστηρικτών του στην Τουρκία, το πρώτο προφανές πρόβλημα εντοπίζεται στο προσφυγικό. Ηδη, τις τελευταίες ημέρες Αρχές και εθελοντές στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις αυξημένες ροές προσφύγων και μεταναστών οι οποίες ανέρχονται πλέον ακόμη και σε μερικές εκατοντάδες καθημερινά. Ως πρώτη χώρα εισόδου των προσφύγων της Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει από την εντεινόμενη διάσταση ανάμεσα σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Παρίσι και την Τουρκία. Σε περίπτωση, μάλιστα, διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η Αθήνα αναμένει εκτόξευση των προσφυγικών ροών. Πηγές ανέφεραν ότι ακόμη σοβαρότερες για την τουρκική οικονομία θα είναι οι επιπτώσεις που θα έχει το (προαναγγελθέν από την κ. Μέρκελ) βέτο στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας με Ε.Ε. Η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει προς το παρόν προβλήματα, τα οποία (παρά τη φυγή κεφαλαίων) είναι διαχειρίσιμα. Σε περίπτωση διακοπής και της τελωνειακής ένωσης, ορισμένες πηγές ανέφεραν ότι οι πιθανές απώλειες για την τουρκική οικονομία θα κυμαίνονταν μεταξύ 50 με 60 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο θα ασκούσε συντριπτικές πιέσεις στην Αγκυρα.
Παράλληλα, είναι προφανής η ανησυχία για τις πιθανότητες αύξησης και της έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο. Η σχετική ηρεμία το τελευταίο δεκαήμερο δεν θα πρέπει να παραπλανά, καθώς στη γειτονική χώρα είχε λάβει χαρακτήρα σχεδόν καθολικής αργίας, ο εορτασμός του κουρμπάν μπαϊράμ. Γι’ αυτό και υπήρχε σχεδόν μηδενική κίνηση τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα. Χθες, ο σταθμός Αττάλειας της Υδρογραφικής Υπηρεσίας της γειτονικής χώρας εξέδωσε μία ακόμη NAVTEX (844/17), μέσω της οποίας προαναγγέλλεται άσκηση με πυρά σε θαλάσσια περιοχή νοτίως του Καστελλόριζου, σε διεθνή ύδατα.
Αν η αυξανόμενη διάσταση Βερολίνου – Αγκυρας εδράζεται αμιγώς στο προεκλογικό κλίμα που επικρατεί και στις δύο χώρες, θα φανεί σύντομα. Ωστόσο, με δεδομένο το γεγονός ότι οι εκλογές στην Τουρκία θα πραγματοποιηθούν –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου– τον Νοέμβριο του 2019, η Αθήνα προετοιμάζεται για μια δύσκολη διετία. Σε αυτή τη διετία ο Ερντογάν θα πρέπει να κρατήσει την τουρκική οικονομία ζωντανή, σε μια περίοδο κατά την οποία οι πιέσεις θα αυξηθούν και, παράλληλα, να επιμείνει στη ρητορική «περιφερειακής δύναμης» που, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί την «έξυπνη ισχύ» της Ε.Ε.