Η μείωση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση των συμβάσεων
Η πλήρης κυριαρχία στην αγορά της ευέλικτης απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία) δημιούργησε και στη χώρα μας τη γενιά των αμειβομένων με…μισθούς Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Η ελεύθερη πτώση στις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα ξεκίνησε το 2012, με τη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και κατά 32% του μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών. Ωστόσο σήμερα – πέντε χρόνια μετά – έχουν επικρατήσει οι ευέλικτες και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, με αποτέλεσμα οι καθαρές αμοιβές κυρίως των νεοπροσλαμβανόμενων νέων να είναι κάτω από τα 400 ευρώ.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Σάββας Ρομπόλης είναι ενδεικτικά και αναφέρουν ότι το 57,34% των νέων θέσεων εργασίας καταγράφεται με δηλωμένο εβδομαδιαίο ωράριο κάτω των 20 ωρών (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση) και ότι από αυτούς το 48,4% έχει μηνιαίες μεικτές αποδοχές κάτω των 500 ευρώ.
Την περαιτέρω μείωση του μισθού – ιδιαίτερα για τους εργαζομένους με ευέλικτες μορφές απασχόλησης – παραδέχθηκε προσφάτως στη Βουλή η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου, η οποία παρέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο κατώτατος μισθός μερικής απασχόλησης το 2011 ήταν 600 ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2014 μειώθηκε στα 400 ευρώ και επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ υπέστη επιπλέον μείωση 11 ευρώ.
Η κατακρήμνιση των αμοιβών και η τραγική εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας για τους εργαζομένους περιγράφονται χαρακτηριστικά στα στοιχεία που παρέθεσε η ΓΣΕΕ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα στοιχεία μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι αμείβονται με αποδοχές χαμηλότερες του επιδόματος ανεργίας (360 ευρώ).
Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι (περίπου το 10% των απασχολουμένων) αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 ως και 400 ευρώ μεικτά, ενώ 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Σημειώνεται ότι οι κατώτατες αμοιβές σε Ρουμανία και Βουλγαρία το 2016 ήταν 276 ευρώ και 215 ευρώ αντίστοιχα.
Τα στοιχεία που συμπεριέλαβε η ΓΣΕΕ στην προσφυγή της καταγράφουν την εξής εικόνα για την αγορά εργασίας της χώρας:
n Το 2016 διατηρήθηκαν μόλις 16 κλαδικές συμβάσεις εργασίας, από τις 200 συμβάσεις που υπήρχαν πριν από το 2010.
n Οι 500.000 ημιαπασχολούμενοι (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία) ιδιωτικοί υπάλληλοι αμείβονται καθαρά με λιγότερο από το ελάχιστο επίδομα ανεργίας, που ανέρχεται στα 360 ευρώ. Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μεικτά και 126.956 αμείβονται με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ.
n Η ανασφάλιστη εργασία φτάνει στο 30%, ενώ η απλήρωτη εργασία θίγει πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζομένους.
Τουλάχιστον μία στις δύο νέες προσλήψεις αφορά μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση και όχι πλήρη εργασία. Το ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, από 30,1% το 2009, εκτινάχθηκε στο 52%, ενώ το ποσοστό απόλυτης φτώχειας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης το 2009 ανερχόταν στο 7,6% και πλέον αγγίζει το 20%.
Τουλάχιστον μία στις δύο νέες προσλήψεις αφορά μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση και όχι πλήρη εργασία. Το ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, από 30,1% το 2009, εκτινάχθηκε στο 52%, ενώ το ποσοστό απόλυτης φτώχειας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης το 2009 ανερχόταν στο 7,6% και πλέον αγγίζει το 20%.
Οι μειώσεις μισθών που έχουν σημειωθεί από το 2010 και μετά κυμαίνονται στα επίπεδα του 40%-50% μεσοσταθμικά. Ο κατώτατος μισθός την περίοδο 2010-2015 σημείωσε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Οι περικοπές δεν βοήθησαν ούτε στη μείωση της ανεργίας, που διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, τα υψηλότερα στην ΕΕ, ούτε στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Αντίθετα, η απασχόληση έχει μειωθεί στο 53%, η ανεργία εκτινάχθηκε στο 25%, ενώ ένας στους δύο είναι μακροχρόνια άνεργος, δηλαδή βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας για τουλάχιστον ένα έτος. Μόλις δύο στους δέκα λαμβάνουν επίδομα ανεργίας.
Οι «καθαροί» μισθοί στην Ελλάδα
Η διάρθρωση των καθαρών μηνιαίων αμοιβών του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα έτσι όπως απεικονίζεται στα ερωτηματολόγια της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύει τα εξής:
n Κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει το 51,6% (15,2% έως 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500 και 699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700 και 800 ευρώ).
n Μεταξύ 800 και 999 ευρώ το 17,3% (10,8% μεταξύ 800 και 899 ευρώ και 6,5% μεταξύ 900 και 999 ευρώ).
n Ανω των 1.000 ευρώ το 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000 και 1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).
n Το 13,4% δεν γνωρίζει – δεν απαντά.
Πρωτοφανής η μείωση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα
Ο κατώτατος μισθός ήταν εργαλείο προστασίας των χαμηλών αμοιβών. Ωστόσο η δραστική ονομαστική συρρίκνωσή του (το διάστημα 2012-2017) σε συνδυασμό με την πλήρη κατάρρευση του συστήματος της συλλογικής διαπραγμάτευσης και των συλλογικών συμβάσεων, προκάλεσε την ταχύτατη και γενικευμένη μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Στο συμπέρασμα αυτό, το οποίο αντανακλά τη σημερινή εικόνα της αγοράς εργασίας, καταλήγει η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση του έτους 2017.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην οποία επιβλήθηκε πρωτοφανής μείωση στον κατώτατο μισθό, ο οποίος έκτοτε παραμένει παγωμένος στο ίδιο επίπεδο.
Την ίδια στιγμή η έκθεση διαπιστώνει ιδιαίτερα εντυπωσιακές ποσοστιαίες αυξήσεις των κατώτατων πραγματικών αποδοχών στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί σε απόλυτους αριθμούς.
Σύμφωνα με τη Eurostat το 2015 και το 2016 καταγράφονται σημαντικές αυξήσεις μισθών στη Ρουμανία (16,2% και 12,3%), στη Βουλγαρία (10,5% και 14,5%), στις Βαλτικές Χώρες (Λετονία 12,3% και 2,9%, Λιθουανία 8,7% και 16%, Εσθονία 9,7% και 9,4%) και σε μικρότερη κλίμακα στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Ουγγαρία).