I. Εισαγωγή
Σκοπός της παρούσας εισήγησης δεν είναι η πλήρης και εξαντλητική παράθεση και ανάλυση των παραγραφών όλων εκείνων των αξιώσεων που συνάπτονται με το τροχαίο ατύχημα, αλλά η επισήμανση εκείνων των παραγραφών και ως προς αυτές, εκείνων των σημείων τους, που η πρακτική αναδεικνύει, τουλάχιστον κατά την εκτίμηση του γράφοντος, σε ζέοντα ζητήματα που απασχολούν τους εμπλεκόμενους στο σχετικό κλάδο δικαίου, επισήμανση προς περαιτέρω γόνιμο επιστημονικό προβληματισμό.
ΙΙ. Η παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης που θεμελιώνεται
στο Ν. ΓπΝ/1911 (άρθρ. 7)
α. Αντικειμενική ευθύνη και χρόνος παραγραφής Συρροή νόμιμων λόγων ευθύνης
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. ΓπΝ/1911, η αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε σε τρίτο από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, παραγράφεται σε δύο έτη.
Φαίνεται καταρχήν, ότι κάθε «υπαίτια συμπεριφορά» που συνάπτεται με το τροχαίο ατύχημα και το προκαλεί, θεμελιώνει ταυτόχρονα αξίωση αποζημίωσης και κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911 και κατά τις αδικοπραξίες (άρθρ. 914 Α.Κ.). Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για συρροή νόμιμων βάσεων ως προς τις οποίες προβλέπεται διαφορετικός χρόνος παραγραφής. Η απάντηση στο ποια παραγραφή θα τύχει εφαρμογής στις αξιώσεις του ζημιωθέντος – η διετής του άρθρ. 7 του Ν. ΓπΝ/1911 ή η πενταετής του άρθρ. 937 του Α.Κ., θα δοθεί «με βάση την συστηματική τελολογική ερμηνεία των συγκρουόμενων διατάξεων που καθιστά αναγκαία την αξιολογική ιεράρχηση των σκοπών τους, έτσι ώστε να μην ματαιωθεί ο σκοπός της διατάξεως, εις την οποίαν τελολογικώς ανήκει το προβάδισμα».
Βλ. σχετικό σχόλιο του Φ. Δωρή «Νομικές Μελέτες», 1993, σελ. 91, όπου και αναλυτικός σχολιασμός
στην Α.Π. 1416/1985 ΝοΒ 34.1228
Φ. Δωρή, σελ. 92, όπ. παρ. με αναφορά σε ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕρμΑΚ υπ άρθρ. 247 παρ.
29 και σε Γεωργιάδη, Δ 6.43.
υπαίτια και παράνομη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 914 Α.Κ., οι σχετικές αξιώσεις, θεμελιούμενες στην ίδια διάταξη, θα υπόκεινται σε 5ετή παραγραφή κατά το άρθρ. 937 Α.Κ. Έτσι, η εισβολή λ.χ. του οδηγού στο αντίθετο ρεύμα πορείας λόγω της αυξημένης ταχύτητάς του και η πρόκληση μετωπικής θανατηφόρας σύγκρουσης, ανεξάρτητα από το εάν γεννά ευθύνη κατά το Ν. ΓπΝ/1911, συνιστά βεβαίως υπαίτια και παράνομη πράξη κατά το άρθρ. 914 Α.Κ., οπότε οι αξιώσεις που θεμελιώνονται στη συγκεκριμένη διάταξη υπόκεινται στην 5ετή παραγραφή, η οποία βεβαίως δεν ξεκινά από την ημέρα του ατυχήματος αλλά από τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση.
Όμως, κάθε ζημιογόνο αποτέλεσμα που επέρχεται στον ανθρώπινο βίο δε συνδέεται κατ ανάγκη με υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρ. 914 Α.Κ. (ψυχικός δεσμός του δράστη με το αποτέλεσμα υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας). Υπάρχει πλήθος άλλως περιστατικών που κείνται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρ. 914 Α.Κ. και είναι περιστατικά τα οποία χαρακτηρίζονται ως «τυχηρά», από τα οποία εκείνα που δε συνιστούν «ανωτέρα βία», είναι τα «τυχηρά με στενή έννοια» ή
Α. Γεωργιάδη «Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», 1999, σελ. 246
Αθ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα», 1998, σελ. 1381 επόμ
«συνήθη τυχηρά» .Ο Ν. ΓπΝ/1911 με την καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης, προβλέπει στο άρθ. 5 απαλλαγή μόνο για περιστατικά ανωτέρας βίας, με αποτέλεσμα τα «τυχηρά με στενή έννοια» ή «συνήθη τυχηρά» που κατά το σύστημα της αστικής ευθύνης του Α.Κ. δεν μπορούν να γεννήσουν ευθύνη, κατά το σύστημα της ευθύνης από διακινδύνευση του Ν. ΓπΝ/1911 να γεννούν ευθύνη του οδηγού.
Εάν επομένως η είσοδος του οδηγού αυτοκινήτου που κινείται με κανονική ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προκλήθηκε διότι ο οδηγός λ.χ. δέχτηκε το τσίμπημα μίας σφήκας που αιφνιδιαστικά εισέβαλε στο αυτοκίνητο , τότε το αποτέλεσμα θα γεννήσει ευθύνη για τον οδηγό, όχι κατά τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, αλλά κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911. Μάλιστα, η ΕφΘεσσ 99/1982 (Αρμ 1982.803) έκρινε, ότι καταρχήν, ναι μεν ο εκκαλών-ενάγων επλήγη από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο κατά την οδήγηση του επιβατικού του αυτοκινήτου και υπέστη σωματική βλάβη, όμως αυτή (η βλάβη) δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε υπαιτιότητα του εφεσίβλητου-εναγόμενου, όπως αξιώνει η 914 Α.Κ. Και συνέχεια η ίδια απόφαση έκρινε ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ευθύνεται ως οδηγός, κάτοχος και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τα άρθρ. 1-4 Ν. ΓπΝ/1911. Το αποτέλεσμα ήταν να κριθεί η αξίωση
Βλ. ΕφΛαρ 247/1991 ΕΣυγκΔ 1991.367
οδηγός, κάτοχος και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τα άρθρ. 1-4 Ν. ΓπΝ/1911. Το αποτέλεσμα ήταν να κριθεί η αξίωση του ενάγοντος παραγγεγραμμένη, αφού εκ του Ν. ΓπΝ/1911, παρεγράφη κατά το άρθρ. 7.
Έτσι ενώ κάθε άδικη και παράνομη πράξη σύμφωνα με το άρθρ. 914 Α.Κ. κατά την οδήγηση οχήματος μπορεί να γεννήσει ευθύνη και κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911, ωστόσο κάθε συμπεριφορά που μπορεί να υπαχθεί στο Ν. ΓπΝ/1911 και να ιδρύει σύμφωνα με αυτόν ευθύνη, δεν είναι κατ’ ανάγκη άδικη και παράνομη σύμφωνα με το άρθρ. 914 , με ανάλογες βέβαια συνέπειες ως προς την παραγραφή.
Όσες φορές λοιπόν αξιολογείται η συμπεριφορά του οδηγού θα πρέπει τελικώς να εκτιμάται εάν αυτή μπορεί μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, τότε κατ΄ανάγκη η αντίστοιχες αξιώσεις υπάγονται αναγκαστικά μόνον στη διετή παραγραφή του άρθρ. 7. Θα πρέπει έτσι να γίνει συσταλτική ερμηνεία του γράμματος του άρθρ. 937 Α.Κ., ώστε να μην κα-ταλαμβάνει τις περιπτώσεις εκείνες που μόνο κατά το Ν. ΓπΝ/1911 μπορεί να γεννήσουν ευθύνη.Διότι σκοπός της βραχύχρονης
Βλ. Αθ. Κρητικού όπ. παρ. σελ. 485-487, όπου παρατίθενται περιστατικά αντλούμενα
από τη νομολογία και την ξένη βιβλιογραφία που τελικώς δε συνιστούν ανωτέρα βία.
παραγραφής είναι ακριβώς η ευνοϊκότερη μεταχείριση του οφειλέτη, όταν ο ίδιος ευθύνεται «αντικειμενικώς» και όχι διότι επέδειξε δόλο ή έστω αμέλεια.
Η διετής παραγραφή του Ν. ΓπΝ/1911, θα ισχύσει και για τον ιδιοκτήτη που δεν ήταν οδηγός, εφόσον κριθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει μόνο ευθύνη κατά τον ίδιο νόμο. Εάν όμως η παράνομη συμπεριφορά χαρακτηρισθεί αδικοπραξία και ο ιδιοκτήτης θεωρηθεί ότι «προέστησε» τον οδηγό στην οδήγηση του οχήματος κατά το άρθρ. 922 Α.Κ., τότε και οι κατά του τελευταίου αξιώσεις θα υπαχθούν στην πενταετή παραγραφή του άρθρ. 937 Α.Κ.
β. Έναρξης παραγραφής
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρ. 7 η έναρξη του χρόνου παραγραφής της «αγωγής» συμπίπτει με το χρόνο του ατυχήματος, οπότε, κατ άρθρ. 241 Α.Κ. χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η
Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 6032/1994 ΕΣυγκΔ 1999.113, η οποία έκρινε ότι η ιδιοκτήτρια εταιρία του
ζημιώσαντος αυτοκινήτου, ως προστήσασα τον οδηγό ευθύνεται κατά διατάξεις περί προστήσεως
(άρθρ. 922 Α.Κ.) και ως εκ τούτου οι έναντι αυτής αξιώσεις δεν υπόκεινται στη διετή παραγραφή,
αλλά στην πενταετή κατ άρθρ. 937 Α.Κ. και Α.Π. 160/2001 Τμ. ΕλλΔνη 2001.1541.
επομένη του ατυχήματος και χρόνος συμπλήρωσής της είναι η ημέρα του δεύτερου έτους μετά από το ατύχημα, η οποία συμπίπτει ημερολογιακά με αυτή του ατυχήματος.
ΙΙΙ. Οι παραγραφές των αξιώσεων που θεμελιώνονται
στον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 937 Α.Κ.)
α. Έναρξη της παραγραφής
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν σε σχέση με τη νομική βάση της αξίωσης προς αποζημίωση, για τη θεμελίωση της αξίωσης προς αποζημίωση στο άρθρ. 914 απαιτείται η συμπεριφορά του οδηγού να είναι υπαίτια και παράνομη κατά το άρθρ. 914 Α.Κ. και όχι απλώς να συνδέεται με συνθήκες που μόνο υπό το πρίσμα της αντικειμενικής ευθύνης μπορούν να γεννήσουν αξίωση προς αποζημίωση.
Εφόσον λοιπόν η συμπεριφορά του οδηγού είναι υπαίτια και παράνομη κατ’ άρθρ. 914 Α.Κ. η αντίστοιχη αξίωση παραγράφεται σε πέντε έτη (άρθρ. 937 Α.Κ.). Η παραγραφή αυτή της αξίωσης του
Βλ. και Α. Κρητικό όπ. παρ. σελ. 529, παρ. 1503
ζημιωθέντος αρχίζει από την γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Για την έναρξη του χρόνου παραγραφής «δεν είναι αναγκαία η πλήρης γνώση όλων των λεπτομερειών του ζημιογόνου γεγονότος και του ποσού της έκτασης της ζημίας» , αλλά «εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου» και μάλιστα «με πιθανότητα επιτυχίας» . Αλλά και δεν αρκούν «απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια». Έτσι αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου κατά το χρόνο που ερευνώντας θα μπορούσε να πληροφορηθεί τα στοιχεία αυτά.
Εάν δε «ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας».
β. Παραγραφή σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας
Ολ Α.Π. 40/1996 ΕλλΔνη 37.1534, ΕφΑθ 2871/1994 ΕλλΔνη 36.703
Α.Π. 807/1997 Δ’ Τμ. ΕλλΔνη 39.88
ΕφΑθ 673/1992 ΕλλΔνη 37.105 και ΕφΑθ 2871/1994 όπ. παρ
Α.Π. 374/20001 Δ’ Τμ. ΧρΙΔ 2001.417
Α.Π. 807/1997 Δ Τμ. ό. παρ. υποσ. 6
σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Έτσι η άσκηση αγωγής «για μέρος μόνο της αξιώσεως διακόπτει την παραγραφή μόνο ως προς το μέρος αυτό». Όταν η σχετική αξίωση βεβαιωθεί τελεσιδίκως (άρθρ. 268 εδ. α΄Α.Κ.), τότε επέρχεται επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής του άρθρ. 937 Α.Κ. σε 20ετή αρχόμενη από την τελεσιδικία και προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποθετική ζημία, της αναγόμενης δηλαδή και σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση (Ολ. Α.Π. 23/1994 όπ. παρ.) .
Αξιομνημόνευτος είναι ο νομοθετικός λόγος της θεσμοθέτησης της διάταξης του άρθρ. 268 Α.Κ. σύμφωνα με την Α.Π. 89/2002 Γ΄Τμ.
Ολ. Α.Π. 40/1996., όπ. παρ. υποσ.5Α.Π. 1021/2001 Τμ. ΧρΙΔ 2001. 915, Ολ. Α.Π. 23/1994 ΕλλΔνη 36.577
Ολ. Α.Π. 23/1994 όπ. παρ. υποσ. 11 ΧρΙΔ 2002.213
τελεσίδικη απόφαση δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβήτησής της ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της». Με την πάροδο του χρόνου και την εξασθένηση εξ αυτής των αποδεικτικών μέσων, δημιουργείται αβεβαιότητα, «η οποία με τη σειρά της καθιστά την απονομή δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή». Κατά την ίδια απόφαση, μετά τη δικαστική βεβαίωση της αξίωσης με τελεσίδικη απόφαση παύει πια να υπάρχει ανάγκη για την αποτροπή τέτοιων δυσμενών συνεπειών, η οποία αποτέλεί και το λόγο για τον οποίο καθιερώθηκαν οι διάφορες βραχυχρόνιες παραγραφές.
Όμως, και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής – αναφέρεται στις Ολ. Α.Π. 23/1994 και Ολ. Α.Π. 38/1996 – προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως που δεν έχει υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχύχρονη παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεσθεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς διακοπή κατ άρθρ. 261 Α.Κ.
Παράδειγμα: Την 1-1-2003 ατύχημα και τραυματισμός προσώπου με απώλεια ικανότητας για εργασία.
Την 1-1-2004 επίδοση αγωγής αποζημίωσης με βάση το Ν.ΓϠΝ/για αποθετική ζημία λόγω ανικανότητας προς εργασία του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από το χρόνο του ατυχήματος (1-1-2003) μέχρι την 31-12-2004.
Τηνν 31-1-2006 έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία βεβαιώθηκαν (τελεσιδίκως) οι διωκόμενες με την αγωγή αξιώσεις.
Την (επομένη της έκδοσης της τελεσίδικης απόφασης) 1-2-2006 επίδοση Β αγωγής αποζημίωσης για το περαιτέρω χρονικό διάστημα ανικανότητας προς εργασία (από 1-1-2006), λόγω διαπιστούμενης στο μεταξύ αναπηρίας.
Εδώ η τελεσίδικη απόφαση εξεδόθη, αφού προηγουμένως είχαν υποπέσει στη διετή παραγραφή (του άρθρ. 7 Ν. ΓπΝ/1911) οι αξιώσεις που διώκονται με τη Β΄αγωγή και επομένως δεν υπάρχει γι αυτές επιμήκυνση της διετούς παραγραφής σε εικοσαετή (κατά τοάρθρ. 268 Α.Κ.), με αποτέλεσμα οι αξιώσεις αυτές να είναι παραγγεγραμμένες. Εάν όμως η Β αγωγή είχε ασκηθεί λ.χ. την 31-12-2004, δηλ. πριν τη συμπλήρωση διετίας από το χρόνο του ατυχήματος, τότε μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης επί της Α αγωγής, οι αξιώσεις που θα διώκονταν με τη Β΄αγωγή θα υπάγονταν στην 20ετή παραγραφή. Σε αυτή την περίπτωση, μετά την άσκηση της Β αγωγής, ακόμα και αν ο χρόνος που θα μεσολαβούσε για την διενέργεια κάθε επόμενης διαδικαστικής πράξης ήταν δύο έτη, δεν
θα μπορούσε να επέλθει εν επιδικία παραγραφή (βλ. άρθρ. 261 Α.Κ.), αφού η αξίωση που διώκεται με τη Β αγωγή έχει υπαχθεί πλέον στην 20ετή παραγραφή.
Διάφορο είναι το ζήτημα εάν στην ανωτέρω περίπτωση ο ενάγων, στη Β αγωγή επικαλείται και αποδεικνύει, ότι οι απώλεια του εισοδήματος κατά το περαιτέρω χρονικό διάστημα οφείλεται σε απρόβλεπτη επιπλοκή και επιδείνωση της υγείας του και όχι απόκλιση από την ομαλή εξέλιξη των συνεπειών που αναμένονταν από τον τραυματισμό του, που δεν έλαβαν υπόψη οι δικαστές για την έκδοση των αποφάσεων επί της προηγούμενης αγωγής, όπως προκυπτει από την ερμηνεία τους, καθόσον δεν αναμενόταν κατά το χρόνο εκείνο η επέλευσή τους, ούτε συνεκτιμήθηκαν στα πλαίσια της μελλοντικής εξέλιξης της υγείας του.
Πάντως έχει κριθεί, ότι για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. 268 Α.Κ. αρκεί η απαίτηση να έχει βεβαιωθεί δικαστικώς «και δεν απαιτείται να έχει επιδικασθεί καθ΄ορισμένο ποσό» .Ετσι η τελεσίδικη απόφαση και επί της αναγνωριστικής αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της σχετικής αξίωσης υπαγάγει την τελευταία στην αναγνώριση της σχετικής αξίωσης υπαγάγει την τελευταία στην 20ετή παραγραφή.
Βλ. ΕφΠειρ 340/1994 ΕΣυγκΔ 1995.514 ΜΠρΑθ 78/2003, αδημοσίευτη
Α.Π. 89/2002 ΓΤμ., ήδη αναφερθείσα στο κυρίως κείμενο και οπ. παρ. υποσ. 15
γ. Έναρξη νέας παραγραφής