Τεράστιο είναι το πλήγμα που έχει δεχθεί ο κλάδος της οικοδομής από την οικονομική κρίση, καθώς η αποεπένδυση που καταγράφεται την τελευταία δεκαετία είναι άνευ προηγουμένου. Τα κεφάλαια που τοποθετήθηκαν στην οικοδομή καθ’ όλη τη διάρκεια του φετινού δευτέρου τριμήνου (288 εκατ. ευρώ) για επενδύσεις σε κατοικίες, δηλαδή σε συνολικά 90 ημέρες, αντιστοιχούν σε μόλις τρεις ημέρες επενδύσεων στο απώγειο της αγοράς, κατά το 2007!
Μοιραία, η συμβολή των επενδύσεων σε κατοικίες με το πέρας και του δεύτερου τριμήνου δεν ξεπερνά πλέον το 0,6% του ΑΕΠ, όταν στο απώγειο της αγοράς, το 2007, άγγιζε το 11%, με τον κλάδο να αποτελεί τότε κινητήριο μοχλό της οικονομίας, μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία.
Οι σωρευτικές απώλειες κεφαλαίων από την οικονομία την περίοδο 2008 – 2016 υπολογίζονται σε σχεδόν 24 δισ. ευρώ. Με βάση τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επικαλείται σε πρόσφατη ανάλυσή της η Alpha Bank, κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο, οι επενδύσεις στην αγορά κατοικίας περιορίστηκαν κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο και δεν ξεπέρασαν τα 288 εκατ. ευρώ. Συνολικά το 2016, η πτώση άγγιξε το 12,6%, έναντι πτώσης της τάξεως του 25,8% το 2015 και 53,3% το 2014. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο έτος ανόδου των επενδύσεων σε κατοικίες ήταν το 2007, πριν από δέκα χρόνια δηλαδή, όταν ο εν λόγω δείκτης είχε ενισχυθεί κατά 14,4% σε ετήσια βάση. Τότε, με την κτηματαγορά να βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της, οι επενδύσεις που είχαν πραγματοποιηθεί σε επίπεδο τριμήνου είχαν διαμορφωθεί σε 8,1 δισ. ευρώ. Ασφαλώς και το ποσό συνιστούσε υπερβολή, καθώς δεν επρόκειτο ποτέ να είναι διατηρήσιμο ένα τέτοιο μέγεθος για ευνόητους λόγους, ωστόσο ακόμα κι έτσι, η πτώση που έχει καταγραφεί δεν έχει εντοπιστεί σε κανέναν άλλο κλάδο της οικονομίας κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο κλάδος της κατοικίας αποτελεί πλέον μόλις το 12,7% των συνολικών επενδύσεων σε κατασκευές, έναντι ποσοστού 78,8% που αποτελούσε στο τρίτο τρίμηνο του 2007.
Υπενθυμίζεται ότι και οι επενδύσεις σε κατασκευές, εξαιρουμένων των κατοικιών, συνέχισαν την πτωτική πορεία τους κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο, καθώς μειώθηκαν κατά 9,3% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, αντανακλώντας τις περιορισμένες δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε μόλις 0,9 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2017, έναντι στόχου για δαπάνες ύψους 1,2 δισ. ευρώ κι έναντι 1,3 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2016. Ως εκ τούτου, η βελτίωση της εικόνας της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας τους τελευταίους μήνες δεν οφείλεται στην αγορά κατοικίας, το αντίθετο μάλιστα.
Η εξαίρεση
Σύμφωνα με εκτιμήσεις φορέων της αγοράς ακινήτων, η μικρή βελτίωση της οικοδομής αποδίδεται κυρίως σε άδειες που έχουν εκδοθεί για την ανακατασκευή υφιστάμενων ξενοδοχειακών μονάδων και δευτερευόντως σε κάποιες νέες άδειες που σχετίζονται επίσης με τον κλάδο του τουρισμού, όπως νέα ξενοδοχεία και σχετικές υποδομές. Επίσης, αυξημένη κινητικότητα καταγράφεται και στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, δεδομένου ότι έχει αρχίσει να ενισχύεται η ζήτηση στην αγορά γραφείων και καταστημάτων.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε εντός της εβδομάδας η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), κατά το φετινό πρώτο εξάμηνο η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει αύξηση κατά 14,1% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 26,4% στην επιφάνεια και κατά 24% στον όγκο, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Αντίστοιχα, τον φετινό Ιούνιο, η ιδιωτική δραστηριότητα διαμορφώθηκε σε 1.174 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 247,8 χιλιάδες τ.μ. επιφάνειας και 1.115,5 χιλιάδες κυβικά μέτρα όγκου, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 9,5% στον αριθμό των αδειών, κατά 16,1% στην επιφάνεια και κατά 25,1% στον όγκο, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Οι φόροι κρατούν καθηλωμένη την αγορά ακινήτων
Η αποχή των κατασκευαστών από την αγορά κατοικίας αναμένεται να συνεχιστεί, τουλάχιστον όσο διατηρούνται οι σημερινές συνθήκες στην οικονομία και κυρίως όσο η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών πλήττεται από τον συνδυασμό της υψηλής φορολόγησης και της υψηλής ανεργίας και μείωσης των απολαβών τους.
Οπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, όσο διατηρείται το εν λόγω «μείγμα» στην οικονομία και οι τράπεζες εξακολουθούν να απέχουν από τις νέες χορηγήσεις, εστιάζοντας κυρίως στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων, η ζήτηση στην αγορά κατοικίας δεν πρόκειται να ανακάμψει σε σημείο τέτοιο που να επιτρέπει την εκ νέου αύξηση των επενδύσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την αρχή της πτώσης των τιμών των κατοικιών κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2008 και μέχρι το πέρας του δεύτερου τριμήνου του τρέχοντος έτους, οι τιμές έχουν υποχωρήσει κατά 42,3% σε πανελλαδικό επίπεδο, με την πτώση να είναι μεγαλύτερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς στη μεν Αθήνα διαμορφώνεται σε 44%, στη δε Θεσσαλονίκη σε 46,5%. Οπως τόνισε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική, «βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς παραμένουν η περιορισμένη ζήτηση και η υπερβάλλουσα προσφορά, που μπορούν να αποδοθούν κυρίως στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και τη φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας».
Κατά το δεύτερο τρίμηνο συνεχίστηκε η πτωτική πορεία των τιμών, με τις αξίες να υποχωρούν κατά 1,2% σε ετήσια βάση, ενώ κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, η πτώση ήταν της τάξεως του 1,7% και συνολικά κατά το 2016, οι αξίες μειώθηκαν κατά 2,4%. Επομένως, παρατηρείται μια σχετική αποκλιμάκωση του ρυθμού υποχώρησης των αξιών. Αυτή οφείλεται στις βελτιωμένες συνθήκες που επικράτησαν στην οικονομία κατά τη διάρκεια της άνοιξης και σε σχέση με την έναρξη του έτους, όταν είχε κορυφωθεί η ανασφάλεια, ως αποτέλεσμα των συνεχών αναβολών και καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος που έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ για το δεύτερο τρίμηνο, τα παλιότερα διαμερίσματα (ηλικίας μεγαλύτερης των πέντε ετών) υποχώρησαν με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τα νεόδμητα και συγκεκριμένα με 1,3% έναντι 1%. Στον αντίποδα, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο, τα νεόδμητα διαμερίσματα κατέγραψαν μείωση κατά 1,9% και τα παλιότερα κατά 1,6%. Εν ολίγοις, κατά το δεύτερο τρίμηνο αντιστράφηκε η εικόνα των πρώτων τριών μηνών του έτους και ο ρυθμός μείωσης των τιμών των νεόδμητων ήταν πολύ μικρότερος.